Σκιώδη Παραλειπόμενα

του
Κώστα Βουλαζέρη

Αρχείο | RSS Feed

Αναζήτηση Μυστηριακές ΟντότητεςΠαλιά Ελληνικά Εξώφυλλα

Τυχαία

Μια στιγμή...
2 / 4 / 2023

Το προηγούμενο post ήταν, φυσικά, πρωταπριλιάτικο αστείο.

Δυστυχώς (όπως όσοι είναι λιγάκι υποψιασμένοι ξέρουν), δεν συμβαίνουν τέτοια πράγματα στην Ελλάδα. Ούτε με σφαίρες. Όχι πως αλλού συμβαίνουν συνέχεια, αλλά έχουν κάποιες πιθανότητες ίσως. Εδώ η πιθανότητα είναι ακριβώς -0,1%. Δηλαδή, όχι μόνο οι δημιουργοί δεν βοηθιούνται, αλλά ίσως να γίνεται και προσπάθεια να τους χαντακώσουν κιόλας.

Γι’αυτό και βλέπουμε αυτή την κατάσταση γύρω μας. Είμαστε μια χώρα που δεν παράγει τίποτα. Τις προάλλες μιλούσα με έναν άνθρωπο από τον οποίο αγοράζω χαρτί για εκτύπωση (η τιμή του οποίου έχει υπερδιπλασιαστεί) και μου έλεγε ότι εδώ δεν παράγουμε ούτε χαρτοπετσέτες!

Το ίδιο και στις τέχνες, δυστυχώς. Η παραγωγή μας είναι μικρή ή επιπόλαια. Ή αυτή η εικόνα προβάλλεται. Όπως και νάχει, οι δημιουργοί δεν βοηθιούνται από κανέναν. Και το αποτέλεσμα είναι οι περισσότεροι είτε να τα παρατάνε είτε να το κάνουν παράπλευρα.

Μη βλέπετε τι κάνω εγώ. Εγώ είμαι από τις εξαιρέσεις. Εγώ το κάνω ούτως ή άλλως. Δεν περιμένω κάτι. Η ανταμοιβή μου είναι η ίδια η διαδικασία. (Και πιστεύω ότι οποιοσδήποτε πραγματικός συγγραφέας λογοτεχνίας το ίδιο πρέπει να αισθάνεται· αλλιώς τι κάνει; Σ’αυτή τη χώρα, τουλάχιστον.) Γι’αυτό κιόλας από τότε που τελείωσα με τις Θυγατέρες της Πόλεις ώς τώρα έχω γράψει 13 βιβλία (and counting) τα οποία δεν έχω ακόμα δημοσιεύσει. Δεν βιάζομαι. Το κάνω για εμένα πρώτα. Δεν το κάνω για να επιδειχτώ ή να μου πει κανένας μπράβο. Ίσως να δημοσίευα πράγματα σε πιο τακτική βάση αν υπήρχε κάποιο οικονομικό όφελος, αλλά ούτε αυτό δεν υπάρχει.

Ευτυχώς, μπορώ να γράφω full-time· είμαι τυχερός από αυτή την άποψη. Άλλοι άνθρωποι δεν είναι, κυρίως λόγω οικονομικών δυσκολιών. Αυτοί από ποιον υποστηρίζονται; Από κανέναν. Οπότε, ή αναγκάζονται να το παρατήσουν (ως κάτι «όχι και τόσο σπουδαίο») ή το κάνουν παράπλευρα, κι όταν τελικά ολοκληρώσουν ένα βιβλίο το σκέφτονται να το δώσουν δωρεάν στο διαδίκτυο, προσπαθούν να το εκδώσουν, καταλήγουν ή να τους εκμεταλλευτούν ή να μη γίνει τίποτα, ή να γίνει κάτι που θα τους δώσει μια στιγμιαία καλή εντύπωση και μετά το όλο πράγμα θα πέσει στο κενό.

Το θέμα δεν είναι να βγάλεις κάτι τυπωμένο σε χαρτί. Αυτό δεν είναι δύσκολο. Μια μαλακία είναι. Μπορείς να το κάνεις είτε μόνος σου είτε να πληρώσεις κάποιον εκδότη και να το κάνει. Γιατί υπάρχουν και πολλοί που θεωρούν ότι η έκδοση είναι κάτι το σπουδαίο. Δεν είναι κάτι το σπουδαίο, να είστε σίγουροι γι’αυτό. Η προώθηση είναι πιο δύσκολη γιατί υπάρχουν πολλά συμφέροντα και λίγος χώρος στα ράφια (δηλαδή, στα μάτια των πιθανών αναγνωστών).

Ο συγγραφέας που δεν έχει τα οικονομικά μέσα να γράφει full-time δεν βοηθιέται από την κοινωνία μας.

Ο συγγραφέας που ζητά «καταξίωση» (αντί για χρήματα) καταλήγει συνήθως θύμα απάτης ή εκμετάλλευσης. (Και είναι ανόητος αν ζητά καταξίωση, έτσι κι αλλιώς, γιατί αυτός είναι ο χειρότερος λόγος για να γράφεις λογοτεχνία. Ακόμα κι αν σε οδηγήσει εκεί – σπάνιο – αυτό δεν είναι παρά μερικές στιγμές στο τέλος ενός δρόμου. Το νόημα έχει η ίδια η διαδικασία, το πώς αυτό αλλάζει τη ζωή σου και την κάνει καλύτερη. Αν δεν το καταλαβαίνεις, καλύτερα να μη γράφεις. Απλά κάνεις φασαρία και χαλάς το σκηνικό.)

Αλλά ακόμα και κάποιος σαν εμένα, που δεν γράφει για να πάρει λεφτά ή για να του πουν μπράβο, δεν σημαίνει ότι δεν θα έπρεπε να βλέπει κάτι να συμβαίνει πέρα από την ίδια τη διαδικασία, ασχέτως αν ο ίδιος το επιδιώκει ενεργά ή όχι.

Οι «κοινωνικοί συγγραφείς» είναι σύγχρονη μόδα. Είναι ο συγγραφέας που κάνει σόου, κάνει τον καραγκιόζη εν ανάγκη, προκειμένου να πάρει 10 ή 500 likes, ή να του δώσουν ένα βραβείο, ή να τον καλέσουν κάπου, και τα λοιπά. (Αυτός ο άνθρωπος μάλλον δεν θα έπρεπε να ήταν συγγραφέας αλλά μάλλον κάτι άλλο.) Παλιότερα ήταν αρκετά συνηθισμένο (κι αν συμβαίνει σήμερα δεν το έχω ακούσει) να δίνονται, πχ, βραβεία ερήμην του συγγραφέα, ή παρότι ο συγγραφέας δεν δέχεται να εμφανιστεί ο ίδιος, ή χωρίς να ξέρουν τον συγγραφέα καν ως άτομο. Κι αυτό έχει περισσότερη αξία από ό,τι φαίνεται να συμβαίνει σήμερα: δηλαδή, τα βραβεία να δίνονται μέσα από διαπλεκόμενους και άρα να χάνουν το κύρος και τη σοβαρότητά τους. Το βραβείο που δίνεται αντικειμενικά έχει μια αντανάκλαση στην κοινωνία. Είναι αυτό που έχουν κάποιοι επιλέξει για να σου επιστήσουν την προσοχή. Έτσι διαμορφώνεται μια κουλτούρα.

Και από οικονομικής άποψης... δες ας πούμε το εξής: Εγώ γράφω 30 χρόνια λογοτεχνία, έχω δημοσιεύσει ένα κάρο βιβλία. Τα γράφω με επαγγελματικό τρόπο (όχι επίτηδες αλλά επειδή αυτό είναι πια το φυσικό μου ύστερα από τόσα που έχω γράψει – δεν μπορώ να γράψω αλλιώς: θα μου φαινόταν εσκεμμένα ανόητο). Τα δημοσιεύω δωρεάν στο διαδίκτυο (γιατί δεν θα με συνέφερε οτιδήποτε άλλο) αλλά αφήνω και την επιλογή σε κάποιον να κάνει δωρεά. Οι δωρεές που παίρνω είναι ελάχιστες – αστεία πράγματα, ουσιαστικά (και δεν μιλάω για τον καθένα που έχει δώσει κάτι, μιλάω για το σύνολο γενικά).

Δεν θα έπρεπε να παίρνω περισσότερες δωρεές; Σίγουρα θα έπρεπε. Ο οποιοσδήποτε άνθρωπος που κάνει μια δουλειά και παράγει κάτι, πρέπει και να έχει κάποιο έστω οικονομικό όφελος (αφού ζούμε σε κοινωνία βασισμένη στο χρήμα). Αλλά για τους συγγραφείς δεν συμβαίνει, για κάποιο λόγο. Γι’αυτόν που φτιάχνει παπούτσια, ακόμα κι αν του αρέσει να τα φτιάχνει, συμβαίνει. Γι’αυτόν που παράγει κουλτούρα (ασχέτως αν το είδος της κουλτούρας που παράγει «ξινίζει» σε κάποιους ή όχι) δεν συμβαίνει εκτός αν είναι από τους υπερτυχερούς του λαχείου.

Και ναι μεν η κουλτούρα μπορεί να μην είναι τόσο σημαντική (πρώτης ανάγκης) όπως το να παράγεις κολοκύθια, αλλά έχει κι αυτή τη σημασία της. Είμαστε άνθρωποι γιατί καταναλώνουμε και κουλτούρα, όχι μόνο τροφή. Η κουλτούρα είναι η τροφή της ψυχής. Οι πάντες καταναλώνουν κάποια κουλτούρα (ασχέτως πώς την κρίνει ο καθένας) όταν βλέπουν μια τηλεοπτική σειρά ή όταν ακούνε μουσική ή κάτι παρόμοιο. Έτσι είναι ο άνθρωπος.

Αλλά για τους συγγραφείς δεν πρέπει να υπάρχουν λεφτά... έτσι;

Πολύ λογικό.

Το γεγονός ότι εγώ γράφω, και θα γράφω, ούτως ή άλλως (προσωπικό θέμα καθαρά) δεν πάει να πει ότι δεν θα έπρεπε να μου έρχονται και κάποια χρήματα από αυτό αφού παράγω κάτι που έχει μια αντικειμενική αξία.

Μάλλον δεν θα άλλαζαν αυτά τα λεφτά τίποτα στη ζωή μου. Δεν το θεωρώ πιθανό ότι θα ήταν τόσα πολλά. (Γράφω στα ελληνικά, άλλωστε· πόση εμβέλεια έχει αυτό;) Αλλά θα έπρεπε να έρχεται κάποιο ποσό που δεν είναι της πλάκας.

Όμως δεν έρχεται (παρότι γίνονται συστηματικά ένα σωρό downloads των βιβλίων μου).

Αυτό δείχνει κάτι για την κοινωνία στην οποία ζούμε. Κάτι το πολύ άσχημο.

Δείχνει ότι ζούμε σε μια κοινωνία που είναι για κλοτσιές.

Κι αυτό είναι κάτι που συμβαίνει στους περισσότερους λογοτέχνες – πολλοί εκ των οποίων δεν γράφουν καν «περιθωριακά» είδη όπως φανταστική λογοτεχνία – αλλά δεν μιλάνε γιατί φοβούνται μην τους κακοχαρακτηρίσουν ή μη χαλάσουν την «εικόνα» τους. Πρέπει να καταλάβουν ότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Γιατί επικρατεί μια κατάσταση που είμαστε ήδη χαμένοι. Είναι οι καταστάσεις που δημιουργούν desperate men, που λένε. Έχουμε γίνει Ρομπέν των Δασών. Είμαστε η Επανάσταση.

Γιατί δεν υπάρχει και τίποτ’ άλλο που μπορείς να είσαι εδώ πέρα αν θέλεις να υπάρχεις.

(Επίσης, βλ. αυτό το πρόσφατο άρθρο που λέω περισσότερα για την κατάσταση της αγοράς των βιβλίων που έχω ζήσει από πρώτο χέρι, όχι θεωρίες και φήμες.)

 

 

Επίσης . . .

Το Δυναμικό Φανταστικό Σκηνικό


Αρκετοί φανταστικοί κόσμοι δεν αλλάζουν, ή αλλάζουν λίγο. Είναι αρκετά φιξαρισμένοι, θα έλεγες. Γνωρίζουμε τι υπάρχει εκεί και τι δεν υπάρχει, και αποκεί και πέρα οι μόνες αλλαγές είναι, ίσως, στην πολιτική σκηνή του κόσμου, ή στο πώς εξελίσσονται κάποιες καταστάσεις. Αλλά ο κόσμος ο ίδιος, κατά βάση, δεν αλλάζει. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν αυτές οι φανταστικές φυλές, αυτά τα φανταστικά όντα, αυτά τα είδη μαγείας ή τεχνολογίας, και τέλος. Μεταβάλλονται μόνο οι σχέσεις μεταξύ αυτών – όπως αν ένα βασίλειο γκρεμιστεί ή αν μια καινούργια πόλη ιδρυθεί. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, ακόμα κι αυτό δεν συμβαίνει, ή συμβαίνει πολύ διστακτικά, πολύ επιφυλακτικά. Κάποιες αυτοκρατορίες είναι πάντα εκεί, κάποια βασιλεία υπήρχαν και θα υπάρχουν. Μερικές φορές αυτό ισχύει και για κάποιους χαρακτήρες μέσα στις φανταστικές ιστορίες· μοιάζουν κι αυτοί φιξαρισμένοι στο φανταστικό σκηνικό, σαν να είναι μέρος του.

Το πιο συνηθισμένο, πάντως, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το πολιτικό σκηνικό να αλλάζει αλλά τίποτα σχετικά με τη φύση του κόσμου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – έχει μια συγκεκριμένη αισθητική – και θα μπορούσες να πεις και ότι είναι, κατά κάποιο τρόπο, ρεαλιστικό – δηλαδή, ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον κόσμο μας, στη δική μας πραγματικότητα.

Ή, μήπως, όχι;

[Συνέχισε να διαβάζεις]

 

Επιλογές Νοεμβρίου (12/11)


Χάρτης με τους αρχαίους ρωμαϊκούς δρόμους, εικόνες από το Bummer California, LocalSend (ασφαλή αποστολή αρχείων τοπικά), Sean Andrew Murray. Η Ιρλανδία καθιερώνει τη χορήγηση μισθού σε δημιουργούς, το Beowulf του Lynd Ward, Greek TV Live, The White Company του Arthur Conan Doyle. «Η πόλη των μαγισσών», Space Type Generator, ερωτικές ταινίες τρόμου. Halloween με Ε.Φ. από το ’70· The Sword of Shannara και αντιγραφές του Τόλκιν· The Fall of Mercury της Leslie F. Stone· Sean Connery και Zardoz. Ο άνθρωπος είναι το ζώο που ονειρεύεται.

 

Περί Γραφής: Νοοτροπίες Διορθώσεων


Πώς πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι προτού ξεκινήσεις να διορθώνεις τα κείμενά σου

Νομίζω πως έχω ήδη γράψει σε κάποιο άλλο άρθρο (δεν θυμάμαι ποιο, αυτή τη στιγμή) ότι η τακτική μου με τις διορθώσεις είναι η εξής: να γράφω ένα κομμάτι (κάποιες σελίδες, ίσως ένα κεφάλαιο) και μετά να το διορθώνω· και όταν έχω τελειώσει όλο το βιβλίο, να το διορθώνω πάλι από την αρχή. Αυτή η τελευταία διόρθωση – αν και, ίσως, η λιγότερο σημαντική – είναι και η πιο κουραστική για εμένα, γιατί (α) θέλω να τη βγάλω σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν θέλω να αργήσω πολύ· (β) ασχολούμαι με λεπτομέρειες ουσιαστικά, τα βασικά τα έχω ήδη διορθώσει· και (γ) η συνεχόμενη εστίαση της προσοχής για πολλές ημέρες επάνω σε ένα κείμενο δημιουργεί μεγαλύτερη κόπωση από τη συνεχόμενη χειρονακτική εργασία.

Αλλά αυτή είναι απλώς η τακτική που ακολουθώ, και σ’αυτό το άρθρο την αναφέρω μόνο. Εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ είναι η νοοτροπία με την οποία κάνει (πρέπει να κάνει;) κάποιος τις διορθώσεις σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και αναφέρομαι, κυρίως, στον συγγραφέα τον ίδιο, όχι σε διορθωτή. Για τον διορθωτή τα πράγματα πιθανώς να είναι αλλιώς – πιο επαγγελματικά, πιο ουδέτερα. Για τον συγγραφέα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ουδέτερα, και όταν ξαναβλέπει ένα κείμενο που έχει γράψει μπορεί – ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του – να βλέπει πολλά. Μπορεί να βλέπει ακόμα και φαντάσματα – το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο· δεν αστειεύομαι.

Γι’αυτό είναι πολύ σημαντική η νοοτροπία με την οποία κάνει κανείς διορθώσεις, ασχέτως τι τακτική ακολουθεί. Μπορεί κάποιος να μην ακολουθεί τη δική μου τακτική· μπορεί να το γράφει όλο μονοκοπανιά και μετά να το διορθώνει από την αρχή. Ή μπορεί να το γράφει λίγο-λίγο διορθώνοντάς το στην πορεία. Δεν έχει σημασία αυτό. Όλα είναι, κατά βάθος, σωστά. Μεγαλύτερη σημασία έχει η νοοτροπία για τις διορθώσεις.

Και δεν υπάρχει μόνο μία νοοτροπία· υπάρχουν πολλές. Θα αναφέρω μερικές που θεωρώ καλές, και μερικές που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Δύο ακραίες καταστάσεις που πλήττουν τους συγγραφείς είναι οι εξής: Από τη μια, να βαριούνται να το διορθώσουν και να το αφήνουν όπως είναι· από την άλλη, να σκαλώνουν και να το κοιτάνε επ’άπειρον, αγωνιώντας ότι πάντα κάτι δεν πάει καλά, ποτέ δεν είναι αρκετά σωστό.

[Συνέχισε να διαβάζεις]