5/9/2021
Η Αγορά του Βιβλίου στην Ελλάδα
Μια ανασκόπηση από το 2007. Ειδικά για τα βιβλία φαντασίας, και για τα δικά μου βιβλία.

Ύστερα από πολλά χρόνια, αποφάσισα πλέον να δίνω όλη την τριλογία Οι Εξόριστοι της Σερανβέλ δωρεάν σε ηλεκτρονική μορφή. Ξεκινάω με το πρώτο βιβλίο και θα συνεχίσω σταδιακά με τα επόμενα. Μπορείτε να τα κατεβάζετε από εδώ. Είναι όλα σε pdf, όπως ήταν φτιαγμένα για την αρχική εκτύπωση. Δεν μπαίνω στον κόπο να φτιάξω κάτι άλλο – όπως πιο σουλουπωμένη μορφή pdf για οθόνες, ή αρχεία epub και mobi – γιατί αυτά τα βιβλία ήδη μου έχουν φάει πολύ χρόνο και πολύ χρήμα, και θεωρώ πια πως έχω τελειώσει μαζί τους. Δεν θα μου φάνε κι άλλο χρόνο.
Μπορείτε πάντα, φυσικά, να μου κάνετε μια δωρεά μέσω Paypal, για τους Εξόριστους της Σερανβέλ ή για οτιδήποτε άλλο βρίσκετε εδώ.
Σε αυτή τη χώρα που ζούμε, οι συγγραφείς – ειδικά οι συγγραφείς φαντασίας – όχι μόνο δεν βγάζουμε φράγκο, αλλά πληρώνουμε κι από την τσέπη μας κιόλας αν θέλουμε να δημοσιεύσουμε κάτι, ειδικά σε χάρτινη μορφή. Η κατάσταση είναι άθλια.
Ήταν άθλια από τότε που ξεκίνησα να εκδίδω τους Εξόριστους της Σερανβέλ, από τότε που έβγαλα το πρώτο βιβλίο, Πτεράργυροι. Και τότε ήταν ακόμα 2007, και υποτίθεται ότι υπήρχε μια σχετική άνθιση στον χώρο του βιβλίου.
Φαντάσου να μην υπήρχε...
Δε θέλω καν να φανταστώ πόσο χάλια είναι η κατάσταση σήμερα για τον οποιονδήποτε προσπαθεί να τυπώσει ένα βιβλίο, να το διαφημίσει, και να το διανείμει στα βιβλιοπωλεία, ελπίζοντας ότι μπορεί να έχει κάποιο σχετικό οικονομικό όφελος από αυτό. Πάω στοίχημα ότι θα είναι αυτοκτονία το θέμα. Ίσως να ήταν και από τότε.
Θα κάνω μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν, για να θυμηθώ κι εγώ τα παράδοξα και τα απαράδεκτα που είχα συναντήσει (καθώς και τα πολύ λιγότερα καλά) και για να μαθαίνουν οι καινούργιοι, αλλά επίσης και για να αρχίζουμε να σκεφτόμαστε πώς, ίσως, θα μπορούσαμε να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα για το μέλλον. (Το πολύ μακρινό μέλλον, υποψιάζομαι.)
Το πρώτο πράγμα που διαπιστώνεις, όταν ξεκινάς, είναι πως τα τυπογραφικά έξοδα είναι πολλά. Είναι πολλά ακόμα κι αν δεν θες να τυπώσεις μεγάλη ποσότητα. Για την ακρίβεια, όσο περισσότερα βιβλία τυπώνεις τόσο μικρότερο είναι το κόστος ανά κομμάτι. Οπότε σε συμφέρει να βγάλεις μεγάλη ποσότητα βιβλίων, λογικά. Το πρόβλημα είναι το πώς θα την πουλήσεις. Και εδώ είναι μια κατάσταση μπρος-γκρεμός-και-πίσω-ρέμα. Αν τυπώσεις λίγα βιβλία, δεν πρόκειται να βγάλεις τα έξοδα ποτέ εκτός αν πουλάς το κάθε κομμάτι σε αστρονομική, ασύμφορη τιμή. Αν τυπώσεις πολλά βιβλία, πώς διάολο θα καταφέρεις να τα πουλήσεις;
Οπότε, λες: θα κάνω διαφήμιση· έτσι θα τα πουλήσω.
Δύο τρόποι υπάρχουν για να κάνεις διαφήμιση: ή να έχεις τσιράκια σε κάθε έντυπο τα οποία θα αρχίσουν αμέσως να εκθειάζουν μέχρι αηδίας αυτό που έχεις γράψει· ή να δώσεις χρήματα για διαφήμιση.
Επειδή δεν έχω τσιράκια σε κάθε έντυπο, έπρεπε να δώσω χρήματα. Και τα χρήματα – πάλι – είναι δυσανάλογα του οποιουδήποτε πιθανού κέρδους μπορεί να έχεις. Οι τιμές για διαφήμιση είναι υψηλές για τα δεδομένα της ελληνικής αγοράς του βιβλίου, και η διαφήμιση δεν αποδίδει όπως θα έπρεπε. Αν έπρεπε, λογικά, να πουλάς, για παράδειγμα, 100 βιβλία ανά διαφημιστικό μήνυμα προκειμένου να αποζημιώσεις το κόστος του διαφημιστικού μηνύματος, στην πραγματικότητα δεν πουλάς ούτε 10. Οπότε χάνεις λεφτά και η διαφήμιση είναι δώρον-άδωρον. Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι εξαιτίας της πουλάς μερικά παραπάνω κομμάτια, τα χρήματα που βγάζεις από αυτά είναι αστεία σε σύγκριση με ό,τι έχεις δώσει για τη διαφήμιση.
Το συμπέρασμα που έβγαλα είναι πως η διαφήμιση συμφέρει μόνο αν είσαι ήδη τραγικά γνωστός συγγραφέας, οπότε και απλά αποτελεί ενημέρωση για όσους θα δουν το βιβλίο σου και θα τρέξουν να το αγοράσουν. Αν δεν είσαι τραγικά γνωστός συγγραφέας, η διαφήμιση δεν κάνει τίποτα. Το κοινό δεν δείχνει το ενδιαφέρον, την περιέργεια, να πάει να αγοράσει το βιβλίο σου, να δει τι είναι αυτό το καινούργιο πράγμα που κυκλοφορεί.
Μετά, είναι και το αγγελιόσημο. Δεν φτάνει που πληρώνεις ένα σωρό λεφτά για την ίδια τη διαφήμιση, πρέπει να πληρώσεις και στο κράτος αγγελιόσημο για τη διαφήμιση αυτή, το οποίο δεν είναι καθόλου φτηνό.
Τι νομίζουν, τελικά, σε τούτη τη χώρα, ότι όποιος διαφημίζει ένα βιβλίο θησαυρίζει κιόλας; Με τον τρόπο που γίνεται η διαφήμιση, σε συμφέρει να την κάνεις μόνο αν πουλάς μαστίχες. Και, μάλιστα, γνωστές μαστίχες. Αλλιώς, απλά χάνεις λεφτά, δεν κερδίζεις. Δηλαδή, για τα οικονομικά σου λειτουργεί αντίστροφα.
Και ίσως να φταίει το κοινό, όπως είπα. Η αδιαφορία που επιδεικνύει. Αλλά, συγχρόνως, φταίει και το κράτος, με το αγγελιόσημο. Συγχρόνως, φταίνε και οι διαφημιστές με τις πολύ υψηλές τιμές τους.
Επομένως, τυπώνοντας μια μεγάλη ποσότητα βιβλίων (γιατί, με το τυπογραφείο, δεν σε συμφέρει να τυπώσεις μικρή ποσότητα) ουσιαστικά δεν μπορείς να την πουλήσεις. Για τα δεδομένα της Ελλάδας, ούτε οι τιμές των τυπογραφείων ούτε οι τιμές της διαφήμισης είναι ρεαλιστικές σε σχέση με αυτό που έχει να αντιμετωπίσει ο εκδότης: την αδιαφορία του κοινού.
Και ύστερα, είναι το πρόβλημα της διακίνησης του βιβλίου.
Αυτή είναι μια άλλη τραγική υπόθεση, έτσι περιορισμένη όπως είναι η αγορά. Και μιλάμε ακόμα για τα χρόνια 2007 και 2008, που υποτίθεται πως τα πράγματα ήταν σχετικά καλά. Μετά, ήρθε η οικονομική κρίση που τα διέλυσε όλα. Μετά, ήρθε ο κορονοϊός που αποτελείωσε ό,τι είχε μείνει.
Αλλά πάμε πίσω στο 2007 τώρα. Επισκέπτεσαι μερικούς από τους μεγάλους διανομείς βιβλίων και ρωτάς πληροφορίες για το πώς γίνεται η διακίνηση και τα λοιπά. Και σου λένε ότι τα πράγματα είναι, μεν, δύσκολα αλλά θα το πάρουν το βιβλίο σου όταν τους το φέρεις.
Κι εσύ τούς πιστεύεις.
Κάνεις όλες τις προετοιμασίες κανονικά, τυπώνεις το βιβλίο, και τους το πας. Και τι σου λένε τότε; «Δεν μπορούμε να το πάρουμε,» σου λένε. (Τώρα, βγάζεις μια καραμπίνα να τους πυροβολήσεις, ή όχι; Αυτή είναι η αγορά του βιβλίου στην Ελλάδα, παρακαλώ...) Οπότε αρχίζεις να ψάχνεις διάφορους άλλους διανομείς, μικρότερους, και τελικά βρίσκεις κάποιους, γιατί, όπως αποδεικνύεται, είναι πολλοί. Είναι, βασικά, πιο πολλοί απ’ό,τι χρειάζονταν σε μια αγορά η οποία είναι τραγικά μικρή. Το ίδιο ακριβώς που ισχύει και για τα βιβλία στην Ελλάδα: είναι τραγικά πολλά ενώ το αναγνωστικό κοινό είναι τραγικά μικρό.
Σύντομα διαπιστώνεις πως δεν έχει μεγάλη διαφορά σε ποιους διανομείς έχεις δώσει το βιβλίο σου. Σε όποιους και να το δώσεις, περίπου το ίδιο είναι· τους ίδιους πελάτες έχουν. Αν δεν το αγοράσουν από τον έναν, θα το αγοράσουν από τον άλλο. Αστειότητες. Όπως λέγαμε, τραγικά μικρή η αγορά.
Αλλά εγώ δεν έμεινα μόνο εκεί· έδινα και βιβλία από μόνος μου σε αρκετά βιβλιοπωλεία (και, μάλιστα, κάποιος διανομέας μού έκανε παράπονα γι’αυτό επειδή τα έδινα εγώ πριν από εκείνον!). Και εκεί συνάντησα πάρα πολλά πράγματα, από αξιοσημείωτα μέχρι θλιβερά μέχρι τραγελαφικά.
Ορισμένα βιβλιοπωλεία, ομολογουμένως, έχουν πολύ καλή συμπεριφορά προς τους πρωτοεμφανιζόμενους εκδότες. Θα πάρουν το βιβλίο σου, θα το βάλουν ακόμα και στη βιτρίνα. Θα σε πληρώσουν σωστά όταν έρθει η ώρα. Είναι πολύ εντάξει· δεν μπορείς να έχεις παράπονο μ’αυτούς. Ένα τέτοιο βιβλιοπωλείο στην Αθήνα είναι, μάλιστα, πολύ γνωστό και πολύ γωνιακό. Σίγουρα το ξέρετε. Δε λέω περισσότερα γιατί δεν θέλω να κάνω διαφήμιση σε κάποιον από εδώ. Επιπλέον, δεν ήταν το μόνο βιβλιοπωλείο με καλή συμπεριφορά.
Από την άλλη, συνάντησα και κάτι ανθρώπους που, πραγματικά, δεν θέλω να τους χαρακτηρίσω. Αλλά η συμπεριφορά τους ήταν από άσχημη ώς άθλια. Συνάντησα ανθρώπους που σου λένε «Πάρτο αποδώ· δεν πρόκειται να πουλήσει τίποτα». Συνάντησα ανθρώπους που σε ειρωνεύονταν. Συνάντησα ανθρώπους που σε σνόμπαραν. Συνάντησα ανθρώπους που θα νόμιζες ότι έχει πέσει σύρμα και δεν θέλουν να πάρουν ειδικά το δικό σου βιβλίο για κάποιο μυστηριώδη λόγο.
Μια από τις πιο θλιβερές περιπτώσεις ήταν σε ένα κομιξάδικο που συγχρόνως υποτίθεται ότι είναι ένα από αυτά τα μέρη που «ενδιαφέρονται για το είδος της φανταστικής λογοτεχνίας». Κι αν έρχεται τώρα στο μυαλό σας κάποιο τρομερά γνωστό κομιξάδικο που είναι κοντά στη Στουρνάρη, όχι, δεν ήταν αυτό· αντιθέτως, αυτό πλήρωνε και αρκετά καλά. Ήταν από εκείνους που, γενικά, είχαν καλή συμπεριφορά σ’έναν πρωτοεμφανιζόμενο εκδότη.
Το κομιξάδικο για το οποίο μιλάω είναι ένα άλλο, αλλά υποτίθεται πως κι αυτό είναι από τα στέκια που «ενδιαφέρονται για το είδος». Είχα πάει να δώσω βιβλία, είχα μιλήσει με μια κοπέλα εκεί, και με είχε διαβεβαιώσει – μάλιστα, με πολύ φιλική διάθεση – πως θα τα πάρουν τα βιβλία σίγουρα και να έρθω να τους τα φέρω μια από τις επόμενες ημέρες. Όταν όμως πήγα να τους τα παραδώσω τη συμφωνημένη ημέρα, συνάντησα εκεί μια άλλη κυρία η οποία, όχι μόνο δεν ήθελε να δεχτεί τα βιβλία, αλλά και η συμπεριφορά της ήταν άσχημη, ενώ η κοπέλα (η ίδια κοπέλα με πριν) έκανε τον Κινέζο. Ήταν σχεδόν σαν να είχε πέσει σύρμα συγκεκριμένα εναντίον μου για άγνωστο λόγο.
Και αυτοί τώρα υποτίθεται πως είναι κάποιοι από εκείνους που «ενδιαφέρονται για το είδος» στην Ελλάδα.
Ε, πίπες, με το συμπάθιο.
Λοιπόν, αν έχουμε στην Ελλάδα τέτοιους που «ενδιαφέρονται για το είδος της φανταστικής λογοτεχνίας και για τους συγγραφείς», τι να τους κάνουμε αυτούς που θα προσπαθούσαν να μας σαμποτάρουν; Ο οποιοσδήποτε δολιοφθορέας θα είχε χάσει αμέσως τη δουλειά του, ο καημένος.
Υποθέτω ότι για αυτούς το «είδος της φανταστικής λογοτεχνίας» είναι μόνο όσοι οι ίδιοι θέλουν να προβάλλουν και μόνο όσοι γράφουν αυτά που οι ίδιοι θα ήθελαν να γράφουν.
Λογικές που δεν οδηγούν παρά σε αδιέξοδα και σε επαναλαμβανόμενες ανοησίες, όπως έχει αποδειχτεί τόσα χρόνια.
Αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν θα ήταν ικανοί να προκαλέσουν καμιά ουσιαστική δολιοφθορά αν υπήρχε πραγματική αγορά του βιβλίου και πραγματικό κοινό που όντως διαβάζει.
Όπως ήδη είπα, αρκετά βιβλιοπωλεία – και μεγάλα, μάλιστα – είχαν πάρει τα βιβλία μου, και τα είχαν βάλει και στις βιτρίνες ή τις προθήκες, σε εμφανές σημείο. Και, λαμβάνοντας υπόψη και την εκτεταμένη διαφήμιση που είχα κάνει, δεν υπήρχε κανένας λόγος να μη βγάλω τουλάχιστον τα έξοδά μου, ή ένα αρκετά μεγάλο χρηματικό ποσό ώστε να πω ότι μπορώ να συνεχίσω χωρίς να είναι το εγχείρημα τελείως ασύμφορο.
Αλλά αυτό, πολύ απλά, δεν συνέβη.
Μπορεί κάποιος να πει: Παραδέξου το: το βιβλίο σου δεν ήταν καλό, άρα δεν πούλησε. Δεν άρεσε στον κόσμο.
Και, εντάξει, θα το παραδεχόμουν αυτό... αν είχε πουληθεί πρώτα μια κάποια ποσότητα που θα έδειχνε ότι ο κόσμος έχει έρθει όντως σε επαφή με το βιβλίο.
Όταν πουλάς ελάχιστα κομμάτια, ύστερα από τέτοια διαφήμιση και προσπάθεια προώθησης, το μόνο που φαίνεται είναι ότι υπάρχει αδιαφορία του κοινού, ή το κοινό είναι ελάχιστο. Ή και τα δύο.
Δεν μπορείς να πεις αν το βιβλίο άρεσε στο κοινό ή όχι, γιατί για να υπάρξει μια τέτοια αξιολόγηση πρέπει πρώτα να έχει πουληθεί μια σχετικά μεγάλη ποσότητα ώστε το κοινό να έρθει σε επαφή με το βιβλίο. Τότε, αν ύστερα από αυτή την αρχική ποσότητα, το βιβλίο δεν προχωρήσει, ναι, ίσως να σημαίνει ότι δεν άρεσε στο κοινό (για τον οποιονδήποτε λόγο). Αλλά αυτή η αρχική ποσότητα πρέπει να μπορεί να πουληθεί. Άνθρωποι πρέπει να το διαβάσουν – πέρα από 10, 20, 50 – πολλοί άνθρωποι – για να πεις αν τελικά άρεσε «στο κοινό».
Το πρόβλημα είναι ότι εδώ, στην Ελλάδα, δεν έχουμε πραγματικό κοινό για τη φανταστική λογοτεχνία, ειδικά για την εγχώρια, και πιθανώς και για την παγκόσμια. Εντάξει, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που τη διαβάζουν αλλά δεν είναι αρκετοί για να τους πεις «αγορά». Δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις κάτι και να είσαι σίγουρος ότι θα πουληθεί μια κάποια ποσότητα, ότι θα βγάλεις τα έξοδά σου ή ένα μεγάλο μέρος τους.
Και γι’αυτή την κατάσταση δεν φταίνε οι αναξιόπιστοι διανομείς που τη μια σου λένε ότι θα πάρουν το βιβλίο σου και την άλλη δεν το παίρνουν· δεν φταίνε οι διαφημιστές και το κράτος που προσπαθούν να σε γδάρουν για να βάλουν μια εικόνα σε μια σελίδα· δεν φταίνε τα τυπογραφικά έξοδα· σίγουρα δεν φταίνε οι βιβλιοπώλες, ακόμα και οι κακοπροαίρετοι· δεν φταίνε ούτε καν οι «σκοτεινές δυνάμεις» που θέλουν να κρατάνε τον χώρο του βιβλίου μόνο για την πάρτη τους.
Φταίει το ότι δεν υπάρχει κοινό και, άρα, δεν υπάρχει παρά μια πολύ μικρή αγορά της πλάκας για τα βιβλία. Πόσω μάλλον για τα βιβλία φαντασίας και άλλα μη-συμβατικά βιβλία.
Και μην πιστεύετε διάφορους που προσπαθούν, μέσα από περιοδικά ή εκδηλώσεις, να το κάνουν να φανεί σαν να υπάρχει όντως κοινό, ακόμα και για τη συμβατική λογοτεχνία. Το κοινό, στην πραγματικότητα, είναι πολύ μικρό. Και οι περισσότεροι από αυτούς απλά μιλάνε στον εαυτό τους και στον κύκλο τους, αλλά τα λένε έτσι που είναι σαν να αναφέρονταν σε ολόκληρο πλήθος.
Μέσω του διαδικτύου, δε, είναι πολύ εύκολο ο καθένας να αλλοιώσει όπως θέλει τα στατιστικά του, οπότε μπορεί να δεις ξαφνικά να επιδεικνύουν 80.000 επισκέπτες μόλις εμφανίζεται ένα άρθρο για κάποιο βιβλίο.
Σοβαρά τώρα, παιδιά, αν είχατε 80.000 αναγνώστες, ε, δεν θα έρχονταν και προς εμάς, τους κακομοίρηδες, καμιά 1.000άδα να βγάλουμε κάνα φράγκο;
Σε διαφήμιση επάνω σε έντυπο έχω δει ακόμα και αστεία πράγματα: να γράφουν ότι βιβλίο φαντασίας έχει πουλήσει 100.000 αντίτυπα στην Ελλάδα. Ναι, μεταφρασμένο βιβλίο, όχι ελληνικό – αλλά και πάλι, ρε γαμώτο· νομίζουν ότι είμαστε τόσο εύπιστοι; 100.000 αντίτυπα; Σοβαρά; 100.000 αντίτυπα, όταν πουλάει ένα βιβλίο, βγαίνει στα best-seller των NY Times. Ακούς εκεί βιβλίο φαντασίας στην Ελλάδα να πουλά 100.000 αντίτυπα! Εκτός αν έγινε λάθος στα μηδενικά και έβαλαν δυο, τρία παραπάνω...
Α, ναι, κάπου εδώ θέλω να κάνω μια παρένθεση. Να γράψω κάτι που έπρεπε να το είχα γράψει πιο πάνω αλλά τώρα βαριέμαι να πάω ν’αλλάξω το κείμενο. Θέλω να πω το εξής: Εκτός από τη διαφήμιση που έκανα εγώ, παρατήρησα ότι και κάποια περιοδικά έβαλαν το βιβλίο μου στις σελίδες τους χωρίς καν να τους το έχω ζητήσει. Αυτούς όλους τους ευχαριστώ θερμά. Δείχνει ότι δεν είναι, τελικά, όλα ψόφια και χρηματιζόμενα σε τούτη τη χώρα.
Όμως, και πάλι, παρ’όλ’ αυτά – πληρωμένη και μη διαφήμιση – το κοινό είναι ακούνητο. Υπάρχουν κάποιοι λίγοι που διαβάζουν φανταστική λογοτεχνία. Οι περισσότεροι διαβάζουν μόνο τσόντα, βαρετό κοινωνικό βιβλίο, και «σοβαρό» βιβλίο (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό). Αυτούς είναι πολύ δύσκολο να τους βάλεις να διαβάσουν οτιδήποτε άλλο. Μπορεί ν’ακούσεις απόψεις που κυμαίνονται από «δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά, είναι παράξενα» μέχρι «αυτά εμένα με τρομάζουν» μέχρι «έχει πολλά περίεργα ονόματα και δεν μπορώ να τα συγκρατήσω», και άλλες τέτοιες μπαρούφες. Ενώ απλά δεν θέλουν να αφήσουν τον εαυτό τους να ανακαλύψει κάτι καινούργιο, κάτι πέρα από τα συμβατικά, επαναλαμβανόμενα, ανιαρά μονοπάτια που τους έχουν μάθει να ακολουθούν.
Ίσως σήμερα το κοινό της φανταστικής λογοτεχνίας να είναι λίγο περισσότερο απ’ό,τι παλιά. Όμως δεν είναι αρκετό για να δημιουργηθεί σοβαρή αγορά.
Το συμπέρασμα είναι πως, αν θέλεις να γράφεις φανταστική λογοτεχνία ακριβώς όπως εσύ θέλεις να τη γράφεις – όχι ημίμετρα και μαλακίες, όχι «περιορισμός σελίδων», όχι κατευθυνόμενη θεματολογία – πρέπει να τη γράφεις μόνος σου και να την κυκλοφορείς μόνος σου δωρεάν στο διαδίκτυο. Οτιδήποτε άλλο είναι σε μια κατάσταση «ο Γιάννης κοροϊδεύει τον Γιάννη».
Και, επειδή δεν σκοπεύω να σταματήσω να γράφω φανταστική λογοτεχνία ακριβώς όπως εγώ την θέλω για τα επόμενα 150 χρόνια, ακολουθώ τον δρόμο αυτό.
Και αποφάσισα πως ήταν καιρός να βγάλω στο διαδίκτυο και τους Εξόριστους της Σερανβέλ. Μέχρι στιγμής δεν το έκανα απλά και μόνο επειδή είχα τσαντιστεί που έδωσα τόσα λεφτά και δεν έβγαλα παρά ελάχιστα. Το έβλεπα πως πλέον δεν κινείται κάτι. Πέρα από τα αρχικά κομμάτια που πουλήθηκαν και κάποια μετά από αυτά, η υπόθεση ήταν αστεία. Δεν είχε νόημα. Δεν μπορώ να δίνω 5-10 βιβλία τον χρόνο στα βιβλιοπωλεία· δεν έχει κανένα όφελος αυτό για εμένα. Το παράτησα, γιατί θα ήταν ανούσια κούραση να ασχοληθώ περισσότερο.
Και η οικονομία δεν φαινόταν να πηγαίνει καλύτερα. Σε μια αγορά όπως του βιβλίου η ζημιά θα ήταν τραγική, είμαι σίγουρος.
Το δυστυχές είναι πως, ακόμα και στο διαδίκτυο, οι δωρεές που γίνονται είναι λίγες. Ορισμένοι άνθρωποι μού έχουν στείλει κάποια ποσά που δεν είναι μικρά (και τους ευχαριστώ), αλλά αυτά από μόνα τους δεν μπορούν να θεωρηθούν κέρδος. Θα ήθελα πολλοί άνθρωποι να δίνουν από λίγα λεφτά ο καθένας. Τότε ίσως να είχα κάποιο κέρδος.
Ποτέ δεν είναι αργά για να ξεκινήσετε.
