Πρόσφατα διάβασα (στο ηλεκτρονικό περιοδικό Αναγνώστης, αν αναρωτιέστε) ότι κάποιος μιλούσε με έναν Έλληνα λογοτέχνη ο οποίος διαβάζει όλο ξένη λογοτεχνία, επιμένοντας να έρχεται σε επαφή με το πρωτότυπο κείμενο. Και ο αρθρογράφος αναρωτιέται πώς ένας τέτοιος λογοτέχνης μπορεί μετά να γράψει ελληνική λογοτεχνία. Τι κάνει; Σκέφτεται τις λέξεις σε άλλη γλώσσα και, κατόπιν, τις μεταφράζει στα ελληνικά; Πώς συντάσσει τα δικά του κείμενα;
Δεν είμαι εγώ αυτός ο λογοτέχνης στον οποίο αναφέρεται ο αρθρογράφος, αλλά θα μπορούσα να είμαι. Γιατί, κατά κύριο λόγο, διαβάζω ξένη λογοτεχνία, επιμένοντας κι εγώ να έρχομαι σε επαφή με το πρωτότυπο κείμενο αντί με το μεταφρασμένο. Επομένως, και μετά συγχωρήσεως κιόλας, πήρα το θέμα λιγάκι προσωπικά.
Επίσης, μου φάνηκε πως ως θέμα έχει όντως ενδιαφέρον· είναι άξιο σχολιασμού.
Δύο ερωτήματα τίθενται εδώ, νομίζω: (α) Γιατί διαβάζω κυρίως ξένη λογοτεχνία; (β) Πώς γράφω ελληνική λογοτεχνία αφού διαβάζω κυρίως ξένη λογοτεχνία;
Διαβάζω κυρίως ξένη λογοτεχνία όχι επειδή σνομπάρω την ελληνική ή τη θεωρώ υποδεέστερη από οποιαδήποτε άποψη αλλά, απλά, επειδή στην ξένη λογοτεχνία – αγγλόφωνη, βασικά – βρίσκω τα περισσότερα πράγματα που θα ήθελα να διαβάσω. Για να το πω πιο ξεκάθαρα: Αν οι Έλληνες έγραφαν κάτι που να με ενδιαφέρει, θα το διάβαζα. Ο λόγος που δεν το διαβάζω είναι επειδή δεν με ενδιαφέρει θεματολογικά. Δεν υπάρχει άλλος λόγος.
Πώς γράφω, λοιπόν, στα ελληνικά χωρίς να διαβάζω στα ελληνικά; Δεν είναι περίεργο; Όχι και τόσο. Διότι, πρώτον, είμαι στην Ελλάδα και τα ελληνικά τα βλέπω παντού γύρω μου· οπότε, θέλοντας και μη, έρχομαι σε επαφή μαζί τους. Δεύτερον, μπορεί γενικά να μη διαβάζω ελληνική λογοτεχνία αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν την κοιτάζω καθόλου κιόλας. Βλέπω τι γράφουν, δεν είμαι τυφλός.
Επιπλέον, γράφω χρόνια. Γράφω λογοτεχνία από μικρό παιδάκι. Ακόμα και να μην είχα καμία επαφή με τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, πάλι θα είχα άμεση επαφή με τη γραπτή ελληνική γλώσσα αφού τη χρησιμοποιώ συνέχεια, κάθε μέρα και, συνήθως, παραπάνω από μία φορά την ημέρα. Εκτός αυτού, ποτέ δεν παύω να ψάχνω τις λέξεις – από ετυμολογία μέχρι οτιδήποτε άλλο – γιατί αυτό είναι, άλλωστε, κάτι που μου αρέσει. Και ποτέ δεν έχω πάψει, ούτε θα πάψω, να πειραματίζομαι – κάτι που δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο πολλοί Έλληνες λογοτέχνες κάνουν.
Επομένως, αν κάποιος αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να γράφεις ελληνική λογοτεχνία αλλά κυρίως να διαβάζεις ξένη, τον διαβεβαιώνω πως, ναι, είναι δυνατόν. Και με το παραπάνω.