Τα βιβλία που διαβάζω τώρα είναι το Beasts of Antares, του Alan Burt Akers, και το The Throne of Bones, του Brian McNaughton.
Το πρώτο είναι το 23ο της σειράς του Dray Prescot, την οποία ξεκίνησα να διαβάζω το 2015 και έγραψα μια κριτική τότε για τα πρώτα πέντε βιβλία της. Μου είχε φανεί μέτρια αλλά κάτι με τραβούσε να τη συνεχίσω, και συνεχίζοντας είδα ότι γίνεται πολύ καλύτερη. Έκτοτε, κάθε χρόνο διαβάζω και μερικά από τα βιβλία της (το καθένα είναι σχετικά μικρό). Έχω κάνει λίγα σχόλια γι’αυτά το 2016, το 2017, το 2018, το 2019, και το 2020.
Τώρα έχω διαβάσει πάνω από το μισό Beasts of Antares (δεν είναι μεγάλο· περί τις 200 σελίδες μόνο) και, αν και αρκετά καλό, νομίζω ότι έχει χάσει λίγο από τον δυναμισμό που είχαν τα προηγούμενα. Σαν να είναι η όλη σειρά λιγάκι «κουρασμένη» πλέον κάτω από όλο αυτό το βάρος των πληροφοριών και των καταστάσεων. Ωστόσο, ελπίζω να κάνω λάθος και στο τέλος να βγει καλύτερο. Επίσης, δεν είναι παρά το πρώτο από τα βιβλία του τμήματος της γιγάντιας σειράς Dray Prescot το οποίο ονομάζεται Spikatur cycle.
Το άλλο βιβλίο που διαβάζω αυτό τον καιρό, το The Throne of Bones, είναι φαντασίας/τρόμου που φαίνεται να θέλει να ακολουθήσει την παράδοση του Clark Ashton Smith. Δεν είναι ένα ενιαίο μυθιστόρημα αλλά πολλές ιστορίες που νομίζω πως όλες διαδραματίζονται στον ίδιο φανταστικό κόσμο. Για τον Clark Ashton Smith έχω γράψει και παλιότερα στα Σκιώδη Παραλειπόμενα. Τρομερός συγγραφέας φαντασίας/τρόμου, αλλά αρκετά επαναληπτικός: άμα διαβάσεις μερικές ιστορίες του, μετά ξέρεις πάνω-κάτω πώς θα τελειώσει οποιαδήποτε ιστορία του Clark Ashton Smith. Ευτυχώς, παρότι ο Brian McNaughton είναι καταφανώς επηρεασμένος από τον Smith, μοιάζει να έχει πάρει τα καλά του στοιχεία αλλά όχι αυτή την τάση για επανάληψη. Δεν μπορώ, βέβαια, να είμαι και σίγουρος – έχω διαβάσει περίπου το ένα τρίτο του βιβλίου ώς τώρα – αλλά έτσι μου φαίνεται μέχρι στιγμής.
Η πρώτη ιστορία, Ringard and Dendra, είναι πραγματικά ένα μαγευτικό, εφιαλτικό παραμύθι. Μετά ακολουθεί το The Throne of Bones, που είναι σαν νουβέλα ένα πράγμα, αλλά κι αυτό περιλαμβάνει επιμέρους διηγήσεις που δεν είμαι σίγουρος ακόμα αν όλες τελικά θα συνδεθούν μεταξύ τους. Είναι, επίσης, εξαιρετικά πεθαμενατζίδικο: ασχολείται με νεκροπόλεις, νεκρόφιλους, τυμβωρύχους, και ghouls που τρώνε τους νεκρούς. Συνήθως δεν μ’αρέσουν τέτοιες μαλακίες. Το ότι εδώ αισθάνομαι να έχω κολλήσει, μάλλον σημαίνει κάτι καλό γι’αυτό το βιβλίο.
Επιπλέον, για να καταλάβει κανείς πόσο πωρωμένος πρέπει να ήταν ο συγγραφέας (δυστυχώς δεν είναι μαζί μας πια· πέθανε πρόσφατα) με τον Clark Ashton Smith φτάνει να δει πώς έχει ονομάσει μια πλατεία μέσα σε μια μεγάλη πόλη του φανταστικού κόσμου του: Τη λέει Ashclamith Square. Αν το όνομα αυτό σού μοιάζει με σπασμένο αναγραμματισμό του ονόματος Clark Ashton Smith, δεν είναι τυχαίο.
Ash(ton)Cla(rk)(S)mith.