GREECE DAY ONE:
Κάτι βάρβαροι βγαίνουν από τις σπηλιές τους, στενεύοντας τα μάτια για να μην τους ενοχλήσει ο ήλιος. Είναι ντυμένοι με κουρέλια και άπλυτοι, αλλά τουλάχιστον φοράνε μάσκες και γάντια, οπότε νομίζουν ότι όλα είναι καλά. Είναι φετιχιστικό θέμα γι’αυτούς.
Μερικά χιλιόμετρα παραπέρα, ο Κούλης ο Κουλός και το τσούρμο του με τους άλλους 299 κάθονται και τρώνε τα λάφυρα που μάζεψαν από προτού ο Υιός της Κορόνας κυριαρχήσει και πιστεύουν ότι θα τους κρατήσουν ώς το τέλος του κόσμου. Έχουν πια μαστουρώσει από το χόρτο και σκάσει από το παστό κρέας. Αλλά όλα είναι ωραία στον κόσμο.
Οι βάρβαροι τούς μυρίζονται και έρχονται προς το μέρος τους. Μερικοί από τους πειρατές πολύ αργά τούς μπανίζουν. «Ωχ! Τι γαμήσαμε, ρε πούστηδες!» φωνάζει ο Κοντός Μάλαξ ο Τρομερός. «Ξυπνήσανε οι τρωγλοδύτες!» Αρχικά, οι άλλοι δεν τον πιστεύουν–
(«Κάτσε κάτω, ρε μαλάκα, και σνίφαρε λίγο κι εσύ, και θα σου περάσει,» του λέει η Λολώ η Παλαβώ)
–αλλά μετά βλέπουν όλοι τους βαρβάρους. Αρχίζουν να τρέχουν ενώ τους κυνηγάνε με ρόπαλα και σφεντόνες. Δυστυχώς, έχουν πια παχύνει πολύ και δεν μπορούν να πάνε μακριά...
Οι βάρβαροι δεν το κάνουν από κακία, ούτε από δικαιολογημένη εκδίκηση. Το κάνουν επειδή η πείνα τούς θερίζει, και θέλουν πια κάτι, ή κάποιον, να φάνε.
Από ένα ξεχασμένο ηχείο ακούγεται ένα περίεργο τραγούδι με καραμούζες...