Αυτές τις μέρες γράφω στις τελευταίες σελίδες ενός βιβλίου που έχει βγει τεράστιο. Κι αυτό – το να βγαίνει ένα βιβλίο τεράστιο – είναι κάτι που συνήθως προσπαθώ να αποφεύγω, αλλά ορισμένες φορές – αρκετές φορές – είναι αδύνατον να το αποφύγεις. Ο βασικός λόγος που δεν θέλω ένα βιβλίο να καταλήγει τεράστιο είναι ότι μετά είναι κουραστικό να το διορθώσεις. Βέβαια, διορθώνω και καθώς γράφω· κάθε φορά που ολοκληρώνω ένα κεφάλαιο, ή ένα κομμάτι (κάμποσες σελίδες), το διορθώνω προτού συνεχίσω. Όμως, στο τέλος, πάντα τα διορθώνω και όλα από την αρχή. Οπότε, όταν το βιβλίο είναι τεράστιο (όπως 900+ σελίδες), αυτό καταντά λίγο κουραστικό για εμένα, κυρίως επειδή πρέπει να σταματήσω να γράφω προκειμένου να διορθώσω – και το λογοτεχνικό γράψιμο είναι η ζωή μου· οι διορθώσεις είναι αναγκαίο κακό, σημαντικό αναγκαίο κακό.
Φυσικά, διορθώνοντας θα μπορούσα να πετσοκόψω το βιβλίο για να το κάνω μικρότερο. Αλλά αυτό είναι κάτι που γίνεται βασικά για οικονομικούς λόγους, όταν θέλεις οπωσδήποτε να έχεις λιγότερες σελίδες για να είναι μικρότερα τα τυπογραφικά έξοδα, ή για άλλους λόγους προώθησης στην Αγορά. Οι πετσοκομμένες ιστορίες, όμως, δεν φαίνονται ωραίες. Έχω δει πετσοκομμένες ιστορίες από επιμελητές εκδόσεων για λόγους οικονομικούς: Πάντα φαίνεται πως κάτι λείπει. Γιατί η ιστορία έχει ένα φυσικό μέγεθος. Όσο υποκειμενικό κι αν είναι, υφίσταται· κι όταν το αγνοείς, απλά υποβιβάζεις την ιστορία.
Αυτό δεν είναι κάτι που θα ήθελα να κάνω σ’ένα βιβλίο μου· έτσι, πάντα ακολουθώ το φυσικό μέγεθος και δεν προσπαθώ να βιάσω την κατάσταση, ούτε προς το μεγαλύτερο ούτε προς το μικρότερο. Εκτός των άλλων, αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που προτιμώ να δημοσιεύω λογοτεχνία στο διαδίκτυο και δωρεάν. Με την ηλεκτρονική μορφή, μπορείς να ξεφύγεις από τις περιοριστικές ανοησίες της Αγοράς. Γράφεις την ιστορία που θέλεις να γράψεις, στο μέγεθος που η ιστορία θέλει να είναι. Και ο αναγνώστης δεν διαβάζει κάτι κατώτερο από εκείνο που θα έπρεπε κανονικά να διαβάσει. Διαβάζει το ίδιο το πράγμα, στη φυσική του μορφή.