Στις λογοτεχνικές ιστορίες, πολλές φορές, κάνουμε το λάθος να υποθέτουμε ότι οι χαρακτήρες δρουν βάσει απόλυτης λογικής. Αλλά αυτό δεν θα έπρεπε, ίσως, να είναι έτσι. Γιατί, στον “πραγματικό” κόσμο, οι άνθρωποι σπάνια δρουν βάσει απόλυτης λογικής και, μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις δρουν τελείως παράλογα. Βλέπε, για παράδειγμα, πολλά ιστορικά, ή κοινωνικά, ή οικονομικά, γεγονότα. Φαίνονται παράλογα, ακόμα κι αν προσπαθούμε να δώσουμε κάποια “λογική” εξήγηση για να ικανοποιήσουμε την ανθρώπινη ανάγκη να τα εξηγεί όλα.
Ας πούμε ότι έχεις έναν χαρακτήρα που θέλει, βαδίζοντας μέσα σε μια πόλη, να πάει από το σημείο Α στο σημείο Β. Το λογικό είναι να πάρει τον πιο ευθύ δρόμο, σωστά; Αυτός είναι και ο πιο γρήγορος δρόμος, άλλωστε. Η απλή λογική λέει ότι, αν δεν έχει λόγο να λοξοδρομήσει, από εκεί θα πάει... Αλλά οι άνθρωποι δεν είναι απόλυτα λογικοί. Ο τύπος αυτός μπορεί να πάρει έναν δρόμο που δεν είναι ευθύς – χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Εσύ, ο συγγραφέας – ή εσύ, ο αναγνώστης – που βλέπεις τα πράγματα από έξω, που βλέπεις ίσως και τον χάρτη της πόλης όπου βαδίζει ο χαρακτήρας, μπορεί να το θεωρείς “παράλογο”· αλλά οι άνθρωποι είναι παράλογοι. Αυτό είναι το φυσικό τους.
Ασφαλώς, υπάρχει και ένα όριο κάπου εδώ. Αν οι χαρακτήρες δρουν τελείως παράλογα και ανεξήγητα μέσα σε μια λογοτεχνική ιστορία, τότε πρέπει να υφίσταται και κάποιου είδους αιτιολογία.