Κυκλοφορεί ένα παραμύθι εδώ και χρόνια, και τώρα, στην εποχή του διαδικτύου, κυκλοφορεί, νομίζω, ακόμα περισσότερο: ότι ο συγγραφέας, ο λογοτέχνης, έχει ανάγκη από αλληλεπίδραση με τους αναγνώστες. Ότι αυτό είναι το φυσικό.
Αυτό είναι ένα ψέμα.
Ίσως – ίσως – να ισχύει μόνο για ορισμένους συγγραφείς· αλλά, κυρίως, είναι επίπλαστη ανάγκη.
Δηλαδή, είναι ένα ψέμα.
Τι; Νομίζετε ότι δεν είμαι αρκετά «political correct» που, καθότι συγγραφέας κι εγώ, το λέω αυτό;
Για να μην απαντήσω σε κάτι τέτοιο «στα αρχ*** μ***» και γίνω ακόμα λιγότερο political correct, θα πω απλώς: λίγο μ’ενδιαφέρει. Έως και καθόλου, βασικά.
Γιατί;
Διότι δεν μ’ενδιαφέρουν τα ψέματα. Ξέρω πολύ καλά τι αισθανόμουν όταν, από μικρός, ξεκίνησα να γράφω, και αυτό σίγουρα δεν ήταν ανάγκη για αποδοχή από όποιον μπορεί να το διαβάσει. (Όπως και όταν διαβάζω κάτι δεν με απασχολεί η συναναστροφή με τον ίδιο τον συγγραφέα αλλά με το ίδιο το έργο.)
Όλες αυτές οι ανοησίες περί ανάγκης για αποδοχή και τα λοιπά είναι επίπλαστες και σταδιακά σου εμφυτεύονται αν δεν είσαι παρατηρητικός. Είχα γράψει κι ένα άρθρο παλιότερα για τον «κοινωνικό» συγγραφέα, οπότε δεν θα επαναλάβω τα ίδια.
Εκείνο, όμως, που πρέπει να έχουν υπόψη τους πολλοί νέοι συγγραφείς (αλλά συνήθως δεν το προσέχουν γιατί παρασύρονται) είναι ότι δημιουργείται μια κατάσταση την οποία εγώ ονομάζω «συγγραφέας-πρεζόνι». Ο συγγραφέας-πρεζόνι δεν παίρνει ουσίες από το στόμα, ούτε από τη φλέβα. Αλλά παίρνει τη δόση του από το στόμα των άλλων ή από την οθόνη όπου βλέπει λέξεις γραμμένες ή likes και άλλες τέτοιες αρλούμπες. Έχει ανάγκη την αποδοχή. Και αυτό συνήθως είναι επίπλαστο. Και είναι και επικίνδυνο, για τους ίδιους λόγους που είναι επικίνδυνο το να είσαι πρεζόνι και να περιμένεις από κάποιον άλλο να σου δώσει τη δόση σου. Είναι επικίνδυνο γιατί έχεις ανάγκη κάτι που δεν εξαρτάται από εσένα αλλά από τις διαθέσεις κάποιου άλλου ή άλλων. Και, φυσικά, πολύ εύκολα έτσι σε εκμεταλλεύονται, αφού μπορούν να ρυθμίζουν τη διάθεσή σου.
Η διαδικασία της λογοτεχνίας, για τον συγγραφέα, δεν έχει να κάνει με τον αναγνώστη, ή με τον οποιονδήποτε μπορεί να του κάνει σχόλια – καλόβουλα, κακόβουλα, ή οτιδήποτε άλλο. Η διαδικασία της λογοτεχνίας είναι από μόνη της η «δόση» του συγγραφέα.
Θυμάμαι τι είχε πει η Ούρσουλα λεΓκεν κάποτε: «Δεν ήθελα ποτέ να είμαι συγγραφέας, απλά ήθελα να γράφω.»
Τι εννοούσε; Ότι το μόνο που έχει νόημα είναι το να γράφεις, όχι αυτό που οι άλλοι μοιάζει να εννοούν όταν λένε «συγγραφέας» – δηλαδή, κάτι σαν δημόσιο πρόσωπο ή σταρ. Δεν είναι αυτό το πράγμα ο συγγραφέας, και όσοι ακολουθούν το συγγραφιλίκι γι’αυτό, το ακολουθούν για τον τελείως λάθος λόγο.
Στη χώρα μας, δε, υπάρχουν ένα σωρό εργαστήρια συγγραφέων και λέσχες και όπως αλλιώς θέλεις να τις πεις αυτές τις ομάδες, όπου συγκεντρώνονται επίδοξοι και μη συγγραφείς και ακούγονται διαφόρων ειδών σχολιασμοί – τουτέστιν, ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του. Και όλα αυτά αμφίβολο είναι αν έχουν κανένα θετικό αποτέλεσμα· αλλά μπορώ να φανταστώ πολλά αρνητικά αποτελέσματα: από αποπροσανατολισμό της προσήλωσης σ’αυτό που αληθινά θες να κάνεις, μέχρι διακοπή της έμπνευσης, μέχρι αντιπαλότητες, ψυχολογική εκμετάλλευση των συγγραφέων, και άλλα τέτοια ωραία.
Όλα αυτά μοιάζουν να προσπαθούν να καλύψουν, ή να κρύψουν, ένα τεράστιο κενό που υπάρχει στη χώρα μας, μια γιγάντια τρύπα, τον ελέφαντα μέσα στο σαλόνι: που είναι ότι οι λογοτέχνες δεν μπορούν να βγάλουν λεφτά από αυτό που κάνουν.
Και αυτό είναι τραγικό.
Τα σχόλια του καθενός – το μακρύ του και το κοντό του· ασχέτως αν σε ικανοποιούν βιτσιόζικα ή σε τσαντίζουν ή οτιδήποτε χειρότερο – δεν τρώγονται, και δεν έχουν καμία χρησιμότητα. Συνήθως, δε, ούτε καν για να βελτιώσεις το γράψιμό σου (αυτό μπορείς να το κάνεις με πολύ πιο αποτελεσματικούς και ουσιώδεις τρόπους).
Πέρα από το ότι γράφοντας λογοτεχνία κάνεις τη ζωή σου καλύτερη (και εγώ προσωπικά θα σταματούσα να γράφω λογοτεχνία μόνο αν ήμουν νεκρός και για κανέναν άλλο λόγο) θα ήταν πολύ σωστό – ηθικά σωστό – να βγάζεις και λεφτά από αυτό.
Σε τελική ανάλυση, κάτι παράγεις.
Πολιτισμό.
Τι; Υπάρχει τέτοιο πράγμα; Αυτό δεν είναι μόνο, εεε, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, ο Κερατάς Εν Αυλίδι, το Κάψιμο της Σμύρνης, και η Μαγκιά στο Μεσολόγγι;
Ε, όχι, παιδιά, δεν είναι μόνο αυτό. Και δυστυχώς ούτε αυτό δεν πληρώνεται καλά.
Όλοι οι άλλοι που γράφουμε πιο... παράξενα (και καλά) πράγματα δεν βγάζουμε φράγκο. Αποδώ το ψάχνεις, αποκεί το ψάχνεις – φράγκο δεν βγάζεις. Μπορεί να χάσεις κιόλας! Αλλά, σίγουρα, δεν βγάζεις.
Εγώ τριάντα χρόνια συνεχόμενα γράφω φανταστική λογοτεχνία. Θα έπρεπε πλέον να μου στέλνουν λεφτά απλά και μόνο για λόγους παλαιότητας.
Συμβαίνει; Δεν συμβαίνει.
Έχω έναν κουμπαρά στο βασικό μου website για δωρεές ο οποίος μαζεύει κάτι ελάχιστα ευρώ. Και ευχαριστώ όσους έχουν στείλει (και, μάλιστα, ορισμένοι δύο και τρεις φορές) – thank you! – αλλά αυτό δεν είναι εισόδημα. Ούτε κατά προσέγγιση. Είναι απλώς ένα «ευχαριστώ» που θα μπορούσε να σου πει κάποιος.
Το ερώτημα είναι: πώς είναι δυνατόν να είμαστε τόσο χάλιες, ως λαός, ως Κράτος, ως χώρα, που να μην πληρώνουμε τους συγγραφείς;
Και θα μου πείτε ότι το λέω επειδή περιμένω να ζήσω γράφοντας, ή (ας γελάσω) να πλουτίσω γράφοντας... Αλλά, όχι, δεν το λέω γι’αυτό. Μια χαρά ζω και έτσι, ενώ συγχρόνως γράφω κιόλας. Δεν έχω θέμα, ευτυχώς.
Όμως το ζητούμενο εδώ δεν είναι αυτό. Το ζητούμενο είναι τι είναι σωστό, γαμώ την κοινωνία μου.
Και το σωστό είναι ο συγγραφέας να πληρώνεται με κάποιο τρόπο αφού παράγει κάποιο έργο.
Ναι μεν είμαστε μικρή χώρα, και, προφανώς, πόσα λεφτά θα μπορούσαν να έρθουν από δωρεές; Σίγουρα όχι χιλιάδες ευρώ τον μήνα. Αλλά σίγουρα, επίσης, θα μπορούσαν να έρχονται περισσότερα ευρώ απ’ό,τι έρχονται.
Κάνε τώρα λίγο στάση στη σκέψη σου και αναλογίσου τι σημαίνει αυτό για εμάς, ως λαό, ως Κράτος, ως χώρα.
Είναι τραγικό...