Το 2013 είχα διαβάσει το Saga of Old City, το πρώτο βιβλίο της σειράς Gord the Rogue, του Gygax, και μου είχε αρέσει αρκετά. Μάλιστα, στα πρώτα 3/4 του βιβλίου δεν έβλεπες καν εκείνα τα γνωστά κλισέ του Dungeons & Dragons· ήταν σαν να διαβάζεις ένα μεσαιωνικό μυθιστόρημα. Στο τελευταίο τέταρτο του βιβλίου παρουσιάζονταν κάποια από τα κλισέ του D&D αλλά και πάλι δεν με ενόχλησαν καθόλου.
Είπα, λοιπόν, να προχωρήσω στο δεύτερο της σειράς, το Artifact of Evil· αλλά, δυστυχώς, εδώ η κατάσταση δεν φαίνεται να είναι ίδια. Ούτε καν παρόμοια. Από την αρχή κιόλας βλέπεις αμέσως όλα τα κλισέ του Dungeons & Dragons, και μάλιστα με έναν τρόπο κιτς. Γίνεται ξεκάθαρη αναφορά σε alignment, έναν όρο του παιχνιδιού βασικά. Διαβάζεις για έναν χαρακτήρα που μιλά για Lawful Evil, Neutral Evil, και τα ρέστα· και γενικά υπάρχει μια αναφορά σε Κακό με κεφαλαίο κάπα σαν κάποιοι – και ορισμένες ολόκληρες φυλές, επίσης – να έχουν επάνω τους ένα τατουάζ που γράφει Είμαι Κακός. Και οι ίδιοι δεν φαίνεται να έχουν πρόβλημα να θεωρούν τους εαυτούς τους Κακούς. Αλλά αυτό είναι ένα από τα κουλά σε πολλά βιβλία φανταστικής λογοτεχνίας εκείνης της περιόδου...
Το ακόμα πιο άσχημο, ίσως, είναι ότι στο Artifact of Evil χρησιμοποιούνται όροι του παιχνιδιού μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο με τέτοιο τρόπο που, αν δεν ξέρεις το παιχνίδι, θα σου φαίνεται σχεδόν ότι έχει γίνει τυπογραφικό λάθος! Για παράδειγμα, στην αρχή κιόλας, ο πρωταγωνιστής μας – που είναι κλέφτης (thief) – συναντά, μέσα σε μια πολιορκία, έναν αντίπαλο που είναι μοναχός (monk)–
Αλλά, μια στιγμή· δεν είναι βέβαιο ότι ξέρουν όλοι τι σημαίνει class στο Dungeons & Dragons. Class είναι, ας πούμε, το είδος του χαρακτήρα. Και υπάρχουν τέσσερις τέτοιες βασικές κλάσεις: warrior, thief, wizard, cleric. Ο monk είναι από τις πιο σπάνιες, τουλάχιστον στο παλιό D&D.
Ο πρωταγωνιστής μας, λοιπόν, συναντά έναν μοναχό. Μέσα στο κείμενο δεν αναφέρεται ως μοναχός γιατί εκείνο το κομμάτι είναι γραμμένο από την προοπτική του πρωταγωνιστή ο οποίος δεν ξέρει για μοναχούς ακόμα. Αλλά ο μοναχός, σε κάποια στιγμή, τον αποκαλεί κλέφτη (thief). Συγνώμη; Πώς είπατε; Μα δεν έκλεψε τίποτα ο άνθρωπος! Απλά μάχη γίνεται. Τυπογραφικό λάθος; Πώς ο μοναχός κατάλαβε ότι ο άλλος είναι κλέφτης; Έχει μαντικές δυνάμεις;
Στο D&D οι πολεμιστές (warriors) συνήθως κρατάνε μεγάλα όπλα και φοράνε βαριές πανοπλίες. Οι κλέφτες (thieves) συνήθως φοράνε δερμάτινες πανοπλίες – όπως και ο πρωταγωνιστής μας εδώ – και μπορεί να κρατάνε και δύο ελαφρά όπλα – όπως και ο πρωταγωνιστής μας εδώ. Επίσης, ο πρωταγωνιστής μας έκανε μια πολύ ευέλικτη τούμπα στην αρχή της μάχης, οπότε αυτό σημαίνει ότι μάλλον έχει μεγάλο Dexterity, και μεγάλο Dexterity έχουν συνήθως οι κλέφτες. Άρα, είναι κλέφτης!
Λογικό;
Ναι, αν ξέρεις τους κανόνες του παιχνιδιού. Είναι λογικό για το Dungeons & Dragons ως παιχνίδι. Δεν είναι λογικό να το γράψεις μέσα σ’ένα μυθιστόρημα. Επειδή, μέσα σε μια πολιορκία, βλέπεις έναν μαλάκα να είναι ντυμένος με μαύρο δέρμα, να κρατά κοντόσπαθο και ξιφίδιο, και να κάνει μια τούμπα, δεν είναι λογικό να υποθέσεις ότι είναι κλέφτης, αλλά απλά ένας ακόμα μαχόμενος.
Όμως ο μοναχός τον αποκαλεί κλέφτη σε κάποια στιγμή. Κι αν δεν ξέρεις τις ορολογίες του D&D φαίνεται λάθος. Αν τις ξέρεις, φαίνεται απλά αστείο· γιατί είναι μυθιστόρημα, γαμώτο, όχι παιχνίδι!
Κατά τα άλλα – αν εξαιρέσεις αυτές τις μπούρδες – μέχρι εδώ που έχω διαβάσει, γύρω στο 1/4 του βιβλίου, δεν είναι άσχημο ως ελαφριά περιπετειώδης αφήγηση, και ούτε το γράψιμο είναι κακό ως γράψιμο (αν και οι διάλογοι δεν είναι καλοί ούτε κατά διάνοια).
Αλλά, εντάξει, βάσει του Saga of Old City, περίμενα κάτι πολύ καλύτερο. Ο Gygax μοιάζει κάπου να είχε μπλέξει το παιχνίδι με τη λογοτεχνία, κι αυτό φαίνεται πάντα κακό μέσα στο κείμενο.
Άλλο το ένα πράγμα, άλλο το άλλο...
