Τις προηγούμενες δύο εβδομάδες ήμουν σ’ένα νησί (δεν λέω ποιο για να μη θεωρηθεί ότι προσπαθώ να διαφημίσω ή να σχολιάσω) και, γυρίζοντας στην Αθήνα, παρατήρησα εκείνο που παρατηρούσα πάντα, από μικρός: είναι σαν από τα σκληρά να πέφτεις στα μαλακά.
Η ατμόσφαιρα του νησιού είναι άγρια (χωρίς αυτό να είναι κακό). Εδώ, στην Αττική, με το που έρχεσαι, νιώθεις λες και σ’έχουν περιβάλλει με μαλακά μαξιλάρια. (Ίσως γι’αυτό να είμαστε σαν μαστουρωμένοι;) Το κλίμα είναι μαλακό. Αλλά και τα δύο μού αρέσουν: και το μαλακό και το σκληρό. Έχουν μια τελείως διαφορετική αίσθηση.
Και όσοι πιστεύουν ότι η Αθήνα είναι «κόλαση», δεν συμφωνώ μαζί τους. Πάω στοίχημα ότι δεν βαδίζουν μακρινές αποστάσεις μέσα στην Αθήνα. Η Αθήνα είναι ο απόλυτος αστικός λαβύρινθος: ατελείωτος, πάντα υπάρχουν μέρη για να εξερευνήσεις. Πώς να μη σου αρέσει, δηλαδή; (Και όλο λέω ότι θα γράψω εκείνο το άρθρο που έχω υπόψη μου για την αστική περιπλάνηση αλλά όλο το αναβάλω. Η ώρα του πλησιάζει, όμως· το αισθάνομαι.)
Στο νησί, ο κόσμος ήταν πολύς. Ειδικά για Ιούνιο μήνα. Θυμάμαι παλιά, τον Ιούνιο, να πηγαίνω στην παραλία και να είμαι εγώ και τρεις, τέσσερις άλλοι. Τώρα είχε πολύ περισσότερους. Και όχι μόνο στις παραλίες. Καταφανώς έχει γίνει μια διεξοδική εκστρατεία για να τραβήξει κόσμο στα τουριστικά κέντρα από τον Κουλοβασιλέα και τους υποτακτικούς του – αν και, μάλλον, όχι μόνο από αυτούς.
Και ο κόσμος ήρθε. Είναι εδώ. Γίνεται χαμός. Τις ημέρες προτού φύγω, μαζεύονταν ακόμα περισσότεροι. Δε μπορούσα να μείνω άλλο: στο τέλος θα με τρόμαζαν τα τουριστικά ζόμπι.
Το να έρχεται τουρισμός είναι καλό. Ένα, όμως, παρατηρείς αμέσως: Όλο αγγλικά και άλλες γλώσσες άκουγες από τους τουρίστες. Ελάχιστα ελληνικά.
Δεν ήταν Έλληνες· οι περισσότεροι ήταν ξένοι, σαν αυτούς που γεμίζουν το Μοναστηράκι, την Πλάκα, και όλη την περιοχή γύρω από την Ακρόπολη αυτές τις μέρες.
Ναι, καταφέραμε να τραβήξουμε τουρισμό από έξω· αλλά τι γίνεται ο τουρισμός από μέσα; Είναι δυνατόν ο Έλληνας να μη μπορεί να πάει να κάνει διακοπές;
Είναι.
Για να είμαι ειλικρινής, μάλλον ούτε εγώ θα πήγαινα αν δεν είχα σπίτι σ’εκείνο το νησί. Οι τιμές είναι ανεβασμένες σε όλα τα τουριστικά πράγματα. Σε μια παραλία οι ξαπλώστρες κοστίζουν ως εξής: οι δύο με το υπόστεγο, 50 €· οι δύο με την ομπρελίτσα στις μπροστινές γραμμές, 40 €· οι δύο με την ομπρελίτσα στις πίσω γραμμές, 30 €. (Και, ναι, το ξέρω, υπάρχουν και παραλίες με ακόμα υψηλότερες τιμές στις ξαπλώστρες.) (Ευτυχώς προτιμώ την άμμο για ξαπλώστρα.)
Για βαστάτε λίγο, ρε παιδιά. Ο άλλος έρχεται να κάνει διακοπές. Αν το δωμάτιο είναι 50+ € την ημέρα, η ξαπλώστρα άλλα 30, το μεσημεριανό άλλα 20 (άσε το πρωινό· πες ότι δεν το τρως), το βραδινό άλλα 20, και το ποτό το λιγότερο 7,5 € (δεν υπολογίζω καν τον καφέ), όλα αυτά βγαίνουν πάνω από 127 ευρώ την ημέρα. Και μιλάω για ένα άτομο τώρα, κι αν είναι σχετικά συγκρατημένο. Γιατί μπορεί και να μην είναι. Έβλεπα στο νησί πολλά νέα καταστήματα (ή όχι και τόσο νέα) που έχουν ανοίξει, τα οποία είναι μπουτίκ και κοσμηματοπωλεία, και οι τιμές τους δεν είναι χαμηλές. Ε, αν θες να πάρεις και κάτι από αυτά, τρέχα-γύρευε πόσο πάνε τα έξοδα. Μπορεί να φτάσουν και τα 500 € την ημέρα.
Ο μέσος Έλληνας δεν έχει να πληρώσει για να πάει να μείνει, πχ, 10 μέρες σε ένα τέτοιο θέρετρο. Και ο τουρισμός που έρχεται από το εξωτερικό είναι, προφανώς, πλούσιος τουρισμός – γι’αυτό και ανοίγουν τόσα κοσμηματοπωλεία. Είναι άνθρωποι που δεν το σκέφτονται να δώσουν 250 € για να πάρουν ένα κολιέ από ένα ελληνικό νησί.
Κι εγώ, εν τω μεταξύ, την έβγαζα με λιγότερα από 30 € την ημέρα κατά μέσο όρο. Αλλά, είπαμε, έχω σπίτι εκεί. Μπορεί να θέλει κάποια μερεμέτια κάθε τόσο, και όλο κάποια ζημιά βρίσκω που πρέπει να φτιάξω, και επειδή είναι παλιό όλο πρέπει να στοκάρω και να ξαναβάφω πράγματα· όμως είναι μεγάλη διαφορά σε σχέση με το να πρέπει να πληρώνεις δωμάτιο και εστιατόριο κάθε μέρα.
Γι’αυτό δεν ακούς ελληνικά από τους τουρίστες: γιατί δεν είναι Έλληνες.
Και, από την άλλη, δεν μπορείς να κατηγορήσεις τους ανθρώπους στα τουριστικά κέντρα για υψηλές τιμές, γιατί, όπως ξέρω πολύ καλά, αυτή την περίοδο περιμένουν για να ζήσουν όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Φυσικά και θα τα βαράνε όσο πιο πολύ μπορούν, αφού κάποιοι έρχονται και τους πληρώνουν. Ειδικά αν σκεφτείς ότι τα προηγούμενα χρόνια είχαν καταστραφεί οι άνθρωποι με τις κορονομαλακίες που είχαν συμβεί.
Κάτι όμως θα έπρεπε να γίνει και για τον μέσο Έλληνα, κάπως θα έπρεπε κι αυτός να πάει διακοπές.
Το Κράτος, ως συνήθως, επιδεικνύει οξύ σταρχιδισμό για το θέμα. Αλλά θα μπορούσε και να είχε κάνει δραστηριοποιηθεί.
Για παράδειγμα, θα μπορούσε να δίνει μια «κάρτα τουρισμού» στους Έλληνες βάσει του εισοδήματός τους, κι αν είχες αυτή την κάρτας να πληρώνεις μόνο το 50% στα θέρετρα για τα πάντα.
Δυστυχώς, αυτά είναι επιστημονική φαντασία σε τούτη τη χώρα της απάτης. Οπότε, τουλάχιστον, τραβάμε πλούσιο τουρισμό από το εξωτερικό, βαράμε τρελές τιμές, και περιμένουμε έτσι να βγάλουμε τα σπασμένα και να επιβιώσουμε.
(Έλεγα να γράψω και για το Vermilion Sands αλλά αυτό μάλλον θα πάει για το επόμενο κειμενάκι στα Σκιώδη Παραλειπόμενα, γιατί αυτό βγήκε αρκετά μεγάλο.)