Έτυχε να δω στους cyberpunk διαδρόμους του Μετρό Αθηνών ένα διαφημιστικό τοίχου για ένα site που λέγεται bookvoice.gr και πουλάει ηχογραφημένα βιβλία. Του έριξα μια ματιά και διαπίστωσα ότι όντως αυτό κάνει και συμμετέχουν πολλοί εκδότες, από πολύ μεγάλους μέχρι όχι και τόσο μεγάλους (αλλά όχι και μικρούς ακριβώς). Αναρωτιέμαι τι κονδύλια να έπεσαν εδώ και από ποιον: γιατί αμφιβάλλω ότι όλοι αυτοί οι εκδότες είχαν ξαφνικά μια επιθυμία να πληρώσουν κόσμο να ηχογραφήσει βιβλία τους.
Και μη νομίζετε ότι τα γράφω τώρα αυτά θέλοντας να δυσφημήσω το site· νομίζω ότι καταφέρνουν μια χαρά να αυτοσαμποτάρονται όταν πουλάνε τα ηχητικά βιβλία περί τα 15 ευρώ, και ζητάνε επίσης να κατεβάσεις ένα συγκεκριμένο App προκειμένου να τα χρησιμοποιήσεις. Ποτέ δεν μου άρεσαν τα websites που σου ζητάνε να εγκαταστήσεις δικό τους πρόγραμμα (App, όπως είναι τώρα της μόδας να λέγεται) προκειμένου να χρησιμοποιήσεις ένα ηλεκτρονικό αρχείο που κανονικά μπορεί να το διαβάσει οποιαδήποτε συσκευή. Αν δεν μπορεί να το διαβάσει, τότε κάποιος το έχει κάνει να μη μπορεί να το διαβάσει.
Επιπλέον, αυτές οι τιμές εμένα τουλάχιστον μού φαίνονται υψηλές για να πάρεις ένα ηχητικό αρχείο.
Αλλά κυρίως όλα αυτά έφεραν στο μυαλό μου το γιατί ποτέ δεν κατάλαβα τι νόημα έχουν τα ηχητικά βιβλία. Ειδικά στη λογοτεχνία.
Μπορώ να σκεφτώ μόνο δύο περιπτώσεις που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα.
Αν κάποιος έχει πρόβλημα υγείας και δεν μπορεί να διαβάσει ο ίδιος, οπότε ο μόνος τρόπος είναι να ακούσει το βιβλίο.
Και αν κάποιος οδηγεί όλη μέρα όχημα (ή κάποια άλλη παρόμοια δουλειά) και δεν έχει καθόλου ελεύθερο χρόνο, οπότε, εκεί που οδηγεί, ακούει κιόλας βιβλία. (Αν και οι περισσότεροι απλά ακούνε ράδιο για να μην τους παίρνει ο ύπνος.)
Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, προσωπικά μού φαίνεται τρελό να ακούς βιβλία. Τα βιβλία δεν είναι για να τα ακούς· είναι για να τα διαβάζεις. Ειδικά τα λογοτεχνικά. Είναι άλλη εμπειρία.
Κατά πρώτον, σχεδόν όλα τα λογοτεχνικά βιβλία δεν είναι γραμμένα για να διαβάζονται φωναχτά· είναι γραμμένα για να τα διαβάζεις με τα μάτια και το μυαλό. Θα έπρεπε να ήταν γραμμένα αλλιώς για να είναι για να τα διαβάζεις φωναχτά: κάτι σαν θεατρικό, ίσως. Άλλη μορφή κειμένου.
Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά θα αναφέρω δύο προφανέστατους.
Πώς κάποιος μεταφέρει με τη φωνή του τη χρήση του θαυμαστικού, ή τη χρήση των αποσιωπητικών; Πώς μεταφέρει τη χρήση παρενθέσεων; Πώς μεταφέρει διάφορα άλλα «ειδικά εφέ» του λογοτεχνικού κειμένου; Όλα αυτά είναι για να τα βλέπεις εσύ ο ίδιος επάνω στο κείμενο και, με το μυαλό σου, να τα ερμηνεύεις ανάλογα και να τα κατανοείς. (Γι’αυτό κιόλας ανέκαθεν πίστευα ότι το λογοτεχνικό κείμενο είναι θέατρο του μυαλού.) Επιπλέον, σημεία στίξης όπως η παρένθεση φαίνεται ξεκάθαρα μες στο κείμενο πού αρχίζουν και πού τελειώνουν· στην ανάγνωση, στο ηχητικό βιβλίο, δεν φαίνεται ξεκάθαρα και πιο πιθανό είναι σύγχυση να προκληθεί ή να μη δοθεί το νόημα που ο συγγραφέας είχε σκοπό να δώσει.
Δεύτερον, ο αναγνώστης όταν διαβάζει ένα βιβλίο το διαβάζει με τον δικό του ρυθμό. Μπορεί να ξαναδιαβάσει ένα κομμάτι, μπορεί να το διαβάσει πιο αργά ή πιο γρήγορα, μπορεί να πηδήσει μια παράγραφο. Οτιδήποτε. Βρίσκει τον δικό του ρυθμό. Όταν το ακούς, δεν μπορείς να βρεις τον δικό σου ρυθμό. Είναι σαν να ακούς ραδιόφωνο.
Δε νομίζω πως η λογοτεχνική εμπειρία μπορεί να γίνει ηχητική εκτός αν κάποια βιβλία είναι εσκεμμένα γραμμένα για να εκφωνούνται, και αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε να ακολουθούν άλλη μορφή, που αγνοεί τα σημεία στίξης και τέτοια πράγματα αλλά καθοδηγεί τον εκφωνητή πώς να το διαβάσει.
Αντί να πέφτουν κονδύλια για ηχογράφηση βιβλίων, μάλλον θα έπρεπε να γίνεται προσπάθεια διεύρυνσης του αναγνωστικού κοινού και προώθησης της ανάγνωσης γενικά. Αλλά αυτό φαίνεται πως είναι πιο δύσκολο. Οπότε βλέπουμε (ακόμα ένα) γιγάντιο μπάνερ να γράφει Τζουτζούκος Καρπούζος, το τελευταίο εκπληκτικό βιβλίο του, «Στον Δρόμο με τα Καρπούζια», λαογραφικής σημασίας [και στο εξώφυλλο ένα γιγάντιο καρπούζι να σου κλείνει κλέφτικα το μάτι].
Τελεία.
Και παύλα.