κορονογράφος: άτομο που γράφει λεξικά, ή άλλα κείμενα, για τον κορονοϊό· άτομο που γράφει λογοτεχνία ή ποίηση για τον κορονοϊό· παραδοξογράφος σε περίοδο κορονοκατάστασης (βλ. λ.).
κορονόδουλος: πολίτης χώρας κατά την περίοδο κορονοκατάστασης (βλ. λ.) ο οποίος διαμένει σε κορονοτρύπα (βλ. λ.), υφίσταται κορονοτρομοκρατία (βλ. λ.), κινδυνεύει από κορονομαστούρα (βλ. λ.), και ίσως να πάσχει από κορονοφοβία (βλ. λ.) ή κορονοπαράνοια (βλ. λ.).
κορονοϊός: το γνωστό, δημοφιλές μικρόβιο Covid-19 που έχει αγαπηθεί από τα ΜΜΕ και εξυπηρετεί τα συμφέροντα αρχόντων που θέλουν να βάζουν τον κόσμο σε παράλογα δύσκολες καταστάσεις για δικό τους όφελος.
κορονοκατάσταση: υποτιθέμενη «καραντίνα» που επικρατεί όταν παρουσιαστεί κορονοϊός, ήτοι γενική παράλυση της κοινωνίας και της οικονομίας, παράλογες διώξεις πολιτών από κορονοφρουρούς (βλ. λ.), κορονοτρομοκρατία (βλ. λ.), και τα λοιπά· καταπίεση· χούντα· καταστροφή σε μεγάλη κλίμακα.
κορονοκέφαλος: άτομο που τη βρίσκει με την κορονοκατάσταση (βλ. λ.) για διάφορους προσωπικούς λόγους· ίσως να είναι επίσης κορονογράφος (βλ. λ.).
κορονομαστούρα: η κατάσταση κατά την οποία το άτομο συνεχώς παρακολουθεί τις εξελίξεις για τον κορονοϊό από τα ΜΜΕ, τα social media, το διαδίκτυο, και συνεχώς συζητά μόνο για τον κορονοϊό μέχρι που ο κορονοϊός γίνεται όλος ο κόσμος του.
κορονοπαράνοια: παθολογικός φόβος ότι τα πάντα γύρω σου – άνθρωποι, αντικείμενα, οτιδήποτε – μεταφέρουν τον κορονοϊό· μη αποδεδειγμένα πιστεύω ότι ο κορονοϊός μπορεί να προέρχεται από τον αέρα, από κατάρες, από ηλεκτρομαγνητικά κύματα, από εξωγήινους, από τα όνειρα.
κορονοφοβία: παθολογικός φόβος ότι θα κολλήσεις τον κορονοϊό παρότι οι πιθανότητες να συμβεί αυτό είναι πολύ μικρές.
[Κλείσ’ τα να μην τα βλέπω]
Το Λεξικό Κορονοϊού που γράφω δεν είναι επίσημο. Δεν αναφέρεται σε θέματα ιατρικά, χημικά, ή βιολογικά σχετικά με τον COVID-19, ούτε σου λέει πώς να τον αντιμετωπίσεις. Το Λεξικό Κορονοϊού μου είναι λογοτεχνικού χαρακτήρα, για να σχολιάσει, με σατιρικό τρόπο, την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί με τον κορονοϊό.
[Κλείσε]