Το να στρέφεις την ανοιχτή σου παλάμη προς κάποιον – να τον μουντζώνεις, κοινώς – νομίζεις ότι είναι σαν να του λες “Στο διάολο!” ή “Άι γαργαλμήσου, μαλθάκλα”, ή κάτι τέτοιο. Σωστά; Νομίζεις ότι είναι σαν να του κάνεις κωλοδάχτυλο. Έτσι;
Ναι. Αλλά το σημάδι της ανοιχτής παλάμης δεν είχε ανέκαθεν αυτή την έννοια. Και ακόμα και σήμερα σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας το ξέρουν. Και στην Ανατολή – ειδικά στο Ιράν και στις Ινδίες, αν δεν κάνω λάθος – φτιάχνουν “μούντζες” επάνω ή γύρω από τις πόρτες των σπιτιών τους, για καλοτυχία ή για να κρατάνε έξω το Κακό.
Και αυτή ήταν η αρχική έννοια της μούντζας, το να στρέφεις την ανοιχτή παλάμη προς κάποιον ή κάτι: να κρατάς μακριά το Κακό. Υποτίθεται ότι αυτή η χειρονομία απομακρύνει μοχθηρά πνεύματα και δαίμονες. Εν ολίγοις, κανονικά, μουντζώνεις κάποιον όταν πιστεύεις ότι είναι δαιμονισμένος, ή υπό την επίδραση κάποιας βλαπτικής νοητικής ενέργειας.
Και υποθέτω πως έτσι κατέληξε να έχει τη σημερινή έννοια. Όταν κάποιος νομίζουμε ότι λέει μαλακίες, τον μουντζώνουμε. Γιατί; Διότι, για να λέει τόσο μεγάλες μαλακίες, δεν μπορεί να είναι στα καλά του· πρέπει να είναι δαιμονισμένος. Στρέφεις την ανοιχτή σου παλάμη προς τη μεριά του για να κρατήσεις μακριά το κακό πνεύμα που τον διακατέχει.
Να το έχεις υπόψη σου προτού ξαναμουντζώσεις, ή προτού σε ξαναμουντζώσουν.
