Σε όλες τις μεγάλες ιστορίες υπάρχει ένα αρχικό «μούδιασμα», μπορείς να πεις. Δεν ισχύει για τις μικρές ιστορίες, για τα διηγήματα και ίσως και για τις νουβέλες. Στις μικρές ιστορίες το αρχικό μούδιασμα είναι τόσο λίγο (μια, δυο σελίδες στην αρχή, συνήθως) που δεν το προσέχεις· γίνεται αμελητέο.
Στις μεγάλες ιστορίες, όμως, είναι αισθητό. Και αυτό δεν υφίσταται μόνο στη λογοτεχνία αλλά και στο θέαμα, ειδικά στις τηλεοπτικές σειρές. Οι ταινίες μπορούν να θεωρηθούν μικρές ιστορίες. Οι σειρές, όμως, είναι μεγάλες.
Το μούδιασμα είναι μια αίσθηση ότι ακόμα η πλοκή δεν ξέρει ακριβώς πού πηγαίνει, δεν έχει εδραιωθεί όπως θα έπρεπε, ή/και ότι οι χαρακτήρες δεν έχουν ακόμα βρει τον χαρακτήρα τους, δεν έχουν μπει στο πετσί τους. Δεν είναι εύκολο να ορίσεις αυτό το αρχικό μούδιασμα, γιατί μπορεί να είναι πολλά πράγματα συγχρόνως. Αλλά είναι συνήθως εκεί. Και το διακρίνεις περισσότερο όταν συγκρίνεις την αρχή μιας ιστορίας με αυτά που ακολουθούν μετά μέσα στην ιστορία, όταν πια η πλοκή έχει ευθυγραμμιστεί καλύτερα, οι χαρακτήρες έχουν βρει τον χαρακτήρα τους, και ο διάλογος μοιάζει πιο αληθινός.
Το έχω παρατηρήσει το φαινόμενο ακόμα κι όταν γράφω. Στην αρχή μιας ιστορίας, ή σε μια βασική καμπή της, αισθάνομαι μερικές φορές όντως ένα «μούδιασμα», μια αβεβαιότητα. Αλλά δεν μπορείς να το αποφύγεις. Και, ίσως, ούτε θα έπρεπε να το αποφύγεις. Είναι μέρος της φυσιολογικής διαδικασίας της αφήγησης. Την κάνει σαν ζωντανό πλάσμα, που γεννιέται μες στην αβεβαιότητα, μεγαλώνει, ενηλικιώνεται, και, τελικά, αναπόφευκτα, γερνά και σβήνει κάποια στιγμή, όταν έρθει το τέλος.