Ο κ. Μπασκόζος έχει αναρτήσει αυτό εδώ το άρθρο στον Αναγνώστη, το οποίο αναφέρεται σε μια μελέτη για την εκδοτική πραγματικότητα σήμερα στην Ελλάδα και έχει αρκετό ενδιαφέρον.
Μιλά, κυρίως, για όσα γράφει η κ. Χριστίνα Μπάνου στη μελέτη της Μέσα από τον Καθρέφτη. Αξίζει να ρίξετε μια ματιά (και περισσότερες από μία).
Εμένα με εκπλήσσει που μιλάνε ακόμα για «ναρκισσισμό» των συγγραφέων που θέλουν να κάνουν αυτοέκδοση. Συγκεκριμένα, αναφέρομαι σε αυτό εδώ το κομμάτι:
Αυτό που είναι πραγματικά νέο φαινόμενο σε έκταση είναι οι αυτοεκδόσεις. Η συγγραφέας σημειώνει ότι εκτός από τυπογραφεία που μετατράπηκαν σε εκδοτικούς οίκους πολλοί εκδοτικοί οίκοι (μερικοί και από τους μεγάλους) προχωρούν σε συνεκδόσεις με τους συγγραφείς (και ο εκδότης δεν χάνει και ο ναρκισσισμός του συγγραφέα παραμένει αλώβητος). Ένα επίσης καινούργιο στοιχείο είναι η εμφάνιση κοινοτήτων αναγνωστών κυρίως στα κοινωνικά δίκτυα, στις λέσχες ανάγνωσης αλλά και γύρω από τα νέα μικρά βιβλιοπωλεία που άνοιξαν μέσα στην κρίση και δημιούργησαν ομάδες φίλων με έμφαση στην εντοπιότητα.
Με εκπλήσσει που αναφέρεται με τέτοια εχθρική διάθεση προς τους συγγραφείς, δεδομένου τού πόσο αυτή η χώρα τούς έχει – γιατί να το λέμε πιο όμορφα; – χεσμένους.
Θα έπρεπε να αναφέρεται σε κάτι άλλο, πολύ πιο σημαντικό: Το γεγονός ότι είναι, ξεκάθαρα, εκμετάλλευση του συγγραφέα να πληρώνει για να εκδίδεται το βιβλίο του.
Στις πολιτισμένες χώρες, αν δώσετε βάση, θα δείτε να λένε όλοι το εξής στους συγγραφείς (και εσκεμμένα εδώ τα κεφαλαία, γιατί συνήθως λέγεται με μεγάλη έμφαση): ΜΗΝ ΠΛΗΡΩΝΕΤΕ ΠΟΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΕΚΔΙΔΟΥΝ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΑΣ. ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ ΑΝ ΣΑΣ ΤΟ ΖΗΤΑΝΕ ΑΥΤΟ.
Και εννοείται, γαμώτο, δεν εννοείται; Ο εκδότης δεν πρέπει να παίρνει λεφτά από τον συγγραφέα. Πρέπει να δίνει λεφτά στον συγγραφέα και να πουλά το βιβλίο του προκειμένου να βγάλει λεφτά ο ίδιος. Αυτή είναι η υγιής οικονομική δραστηριότητα.
Και μόνο που εδώ θεωρείται «κανονικό» το να πληρώνει ο συγγραφέας για να εκδίδεται το βιβλίο του σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά.
Υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα. Και το πρόβλημα είναι κυρίως ότι υπάρχουν πάρα πολλά βιβλία και πάρα πολύ λίγοι πραγματικοί αναγνώστες.
Πέρα από αυτό, φαίνεται να υπάρχει και, γενικά, ελάχιστη οργάνωση και πολλά κοινωνικοπολιτικά συμφέροντα, που όλα αυτά ευνοούν στο να επικρατεί μια σύγχυση (ίσως και εσκεμμένη).
Είπα ότι είναι λάθος να μιλάμε για «ναρκισσισμό» από τη μεριά του συγγραφέα, και το εννοώ. Διότι είμαστε σε μια τέτοια χώρα που δεν υπάρχουν διέξοδοι. Αν ο άλλος γράφει και θέλει να συνεχίσει να γράφει, συνήθως (εκτός κι αν έχει τρομερές διασυνδέσεις ή αν είναι τρομερά τυχερός) δεν μπορεί να κάνει και πολλά... εκτός από αυτοέκδοση, με κάποιον τρόπο.
Γι’αυτό και οι αυτοεκδόσεις είναι πάρα πολλές.
Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει τίποτα που να υποστηρίζει τους συγγραφείς. Ούτε το Κράτος, ούτε ατζέντηδες, ούτε κανένας. Οπότε, ή πρέπει να κινηθούν από μόνοι τους, ή πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης ώστε να πληρώνουν για να τους εκδίδουν τα βιβλία τους. Και υπάρχει και μια μικρή μερίδα που είναι οι ευνοημένοι οι οποίοι εκδίδονται κανονικά είτε γιατί είναι παλιοί και τους ξέρουν είτε γιατί παίζουν κομματικά συμφέροντα είτε κάτι άλλο παρόμοιο.
Τίθεται, βέβαια, ένα ερώτημα ποιότητας: Θα έπρεπε να εκδίδουν όλοι αυτοί που αυτοεκδίδουν; Είναι όλα αυτά καλά;
Φυσικά και όχι. Ορισμένα, μάλιστα, είναι χάλια· είναι περιπτώσεις που κάποιος γράφει πρώτη φορά ένα βιβλίο μες στον ενθουσιασμό του και κατευθείαν θέλει να το εκδώσει νομίζοντας ότι είναι τρομερό.
Κι αυτός, όμως, από κάπου πρέπει ν’αρχίσει. Ίσως τελικά να βελτιωθεί.
Το άλλο ερώτημα είναι: Αν βελτιωθεί και είναι καλός, ποιος θα τον εκδώσει; Πάλι, κανένας. Πάλι θα πρέπει να πληρώσει.
Μιλάμε για έναν φαύλο κύκλο.
Και υπάρχει και το επιπλέον ερώτημα που κι αυτό δεν πρέπει να το αγνοούμε: Είναι, μήπως, καλά όλα τα βιβλία που εκδίδονται «κανονικά»;
Όποιος απαντήσει εδώ Ναι, μάλλον δεν ξέρει τι του γίνεται.
Κι αν νομίζει κάποιος ότι εγώ μιλάω τυχαία και όπως μου έρθει, ένα θα πω: Ας ρίξει μια ματιά σ’αυτά που γράφω. Και άλλο ένα θα πω: Γράφω 30 χρόνια λογοτεχνία. Ε, ύστερα από τόσο καιρό, κάτι πρέπει να ξέρω... ασχέτως αν ανθρώπους σαν εμένα δεν τους υποστηρίζουν οι «επίσημοι» φορείς (και παριστάνουν ότι «δεν υπάρχουμε») γιατί έχουν να κουβαλήσουν στην καμπούρα τους τη δική τους ατζέντα.
Επομένως, κατά βάση, έχουμε μια κατάσταση ευνοημένων και μη ευνοημένων, και σε τέτοιες καταστάσεις πάντα οι μη ευνοημένοι αντιδρούν. Οπότε, επικρατεί ένας αχταρμάς μετά.
Αλλά η ρίζα του προβλήματα είναι, όπως πάντα, μία: Δεν υπάρχει πραγματικό αναγνωστικό κοινό. Τους ψάχνεις με το τουφέκι.
Ε, τι να κάνεις άμα σ’αρέσει να γράφεις; Η λογική λέει πως ή τα παρατάς γιατί δεν έχει ψωμί, ή συνεχίζεις ούτως ή άλλως.
*
Το άρθρο φαίνεται να καταλήγει με μια ελπιδοφόρο διάθεση. Εγώ δεν έχω και τόσες ελπίδες, γιατί δεν νομίζω ότι ουσιαστικά έχει τίποτα αλλάξει. Κάντε μια βόλτα στα βιβλιοπωλεία του κέντρου της Αθήνας· θα σας πείσει. Ίσως να είναι και χειρότερα τα πράγματα, όχι καλύτερα.
Επιπλέον, το τρομερά απογοητευτικό είναι ότι ακόμα ο Έλληνας δεν έχει καταλάβει τη χρησιμότητα και τη χαρά του ηλεκτρονικού βιβλίου. Είστε σοβαροί; Πόσοι το έχετε πραγματικά δοκιμάσει και δεν σας αρέσει; Εγώ από τότε που ξεκίνησα να διαβάζω ebooks, κόλλησα. Έχεις μια μικρή e-ink* συσκευή, ελαφριά στο χέρι, και διαβάζεις ό,τι θέλεις. Γιατί να κουβαλάς βαρύ βιβλίο και να προσέχεις μη σου φύγει η σελίδα;
(*Δώστε σημασία στο e-ink· παίζει διαφορά σε σχέση με το κινητό σου.)