Είμαι γενικά «οπτικός» τύπος στα βιβλία. Θέλω να μπορώ να το οραματιστώ. Να μπορώ να το «βλέπω» μπροστά μου καθώς το διαβάζω. Μερικές φορές, όμως, το βιβλίο δεν είναι γραμμένο έτσι που ευνοεί αυτού του είδους τον εγκεφαλικό κινηματογράφο, είτε γιατί είναι τελείως αφηγηματικό – δηλαδή, απλά αναφέρει γεγονότα χωρίς να περιγράφει τίποτα παραστατικά – είτε επειδή περιγράφει πράγματα με τέτοιο τρόπο που δεν βγάζεις νόημα.
Και το θυμήθηκα πάλι πόσο με ενοχλεί αυτό επειδή έτυχε τώρα να τελειώσω το Out on Blue Six του Ian McDonald, το οποίο είναι, αναμφίβολα, ψυχεδελικό και παράξενο, αλλά είναι τόσο ψυχεδελικό και παράξενο που από την αρχή κιόλας είχα πρόβλημα να φανταστώ τι ακριβώς περιέγραφε. Δηλαδή, πού είναι οι χαρακτήρες, πώς είναι ο χώρος γύρω τους. Ναι, καταλαβαίνεις ότι είναι κάτι φουτουριστικό. Εγώ έτυχε να καταλαβαίνω και κάποια από τη φουτουριστική αργκό που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Όμως, και πάλι... ακόμα έχω απορίες για το πώς ακριβώς ήταν το σκηνικό σχεδόν από την αρχή μέχρι το τέλος.
Ίσως, βέβαια, αυτή να ήταν η πρόθεση του συγγραφέα – να γράψει ένα πράγμα σαν όνειρο. Αλλά, ακόμα κι έτσι, πάντα με ενοχλεί να μη μπορώ να το «δω» καθαρά μέσα στο μυαλό μου. Και πιο συχνά αυτό συμβαίνει με την επιστημονική φαντασία, έχω παρατηρήσει, όχι με τη φανταστική λογοτεχνία, γιατί χρησιμοποιούν οι συγγραφείς κάποια αργκό και κάποιες ορολογίες που ίσως να μην τις ξέρεις, αλλά ακόμα κι αν τις ξέρεις δεν είναι βέβαιο ότι μπορείς να οραματιστείς καθαρά τι είναι αυτό που θέλουν να περιγράψουν. Αναφέρουν σαν δεδομένα πράγματα που είναι άγνωστα και συνεχίζουν έτσι, προσθέτοντας άγνωστα πάνω σε άγνωστα, μέχρι που στο τέλος δεν ξέρεις τι σου γίνεται, και λες: Τι είναι τώρα όλα αυτά; Πού βρίσκονται οι χαρακτήρες; Είναι πόλη εδώ, είναι υπόγειος λαβύρινθος, είναι χωράφι; Τι είναι;
Πάντα με τσαντίζει αυτό.