Διαβάζω τώρα το A Place Among the Fallen, το πρώτο βιβλίο του Omaran Saga του Adrian Cole, κυρίως (αλλά όχι μόνο) επειδή έχω την περιέργεια να δω αν είναι τόσο καλό όσο ήταν η σειρά Voidal. Μέχρι στιγμής – και είμαι ακόμα στην αρχή, πρώτες 100 σελίδες – φαίνεται όντως καλό. Για το αν είναι τόσο καλό όσο το Voidal, θα δείξει. Αλλά δε νομίζω και να το μετανιώσω.
Σχόλια, όμως, γι’αυτό κάποια στιγμή στο μέλλον. Τώρα, διαβάζοντας το A Place Among the Fallen, σκέφτηκα πάλι κάτι πολύ βασικό για τη συγγραφή το οποίο έχω παρατηρήσει πολλές φορές, και γράφοντας εγώ ο ίδιος και βλέποντας αυτά που γράφουν οι άλλοι:
Δεν μπορείς να κάνεις τους χαρακτήρες ζωντανούς παρά μόνο μέσα από τη δράση (ακριβώς ό,τι κάνει και στο A Place Among the Fallen).
Έχω δει συγγραφείς να αφιερώνουν σελίδες και σελίδες και σελίδες, γράφοντάς μας για το πώς ζει ο χαρακτήρας, πώς αισθάνεται, τι πιστεύει, τι είχε συμβεί στο παρελθόν του. Ένα ατελείωτο μπλα μπλα μπλα μπλα, χωρίς όμως να κινείται τίποτα μέσα στην αφήγηση. Χωρίς να γίνεται κάτι. Χωρίς ο χαρακτήρας να δραστηριοποιείται με οποιονδήποτε τρόπο. Ή, εναλλακτικά, ενώ ο χαρακτήρας ακολουθεί παθητικά μια πλοκή που τον τραβά όπως τραβάς τον σκύλο σου από το λουρί.
Αυτό δεν κάνει τους χαρακτήρες πιο ζωντανούς. Τους κάνει πιο ανιαρούς. Το ατελείωτο αράδιασμα πληροφοριών για έναν, δύο χαρακτήρες δεν θα μας κάνει απαραιτήτως να τους αγαπήσουμε περισσότερο· πιθανότερο είναι να μας κάνει να τους βαρεθούμε πιο γρήγορα.
Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει με χαρακτήρες που συνεχώς δραστηριοποιούνται μέσα στην αφήγηση με μικρότερους ή μεγαλύτερους τρόπους. Ακόμα και ελάχιστες πληροφορίες να έχουμε γι’αυτούς, πάλι μας ενδιαφέρει να δούμε τι θα γίνει μαζί τους.