Κατά κανόνα, μ’αρέσει να πηγαίνω διακοπές στην αρχή και στο τέλος του καλοκαιριού. Η μέση δεν μου αρέσει: πολύς κόσμος, πολύς συνωστισμός. Δεν έχει πλάκα· βαβούρα είναι.
Αλλά έχω επανειλημμένως παρατηρήσει ότι η αρχή είναι πάντα πιο καλή από το τέλος. Ο καιρός είναι πιο γλυκός, το ίδιο το τοπίο πιο «καθαρό» ακόμα, και μεταφορικά και κυριολεκτικά, ο κόσμος πιο ενθουσιώδης, πιο ξεκούραστος.
Στο τέλος του καλοκαιριού, ο καιρός είναι πιο άγριος, το τοπίο είναι γεμάτο σκουπίδια από τα μέσα του καλοκαιριού (τα βλέπεις παντού: στις άκρες των δρόμων, στις πεζούλες), ο κόσμος είναι κουρασμένος. Ο ίδιος ο αέρας νομίζεις ότι είναι κουρασμένος. Έχει περάσει όλος εκείνος ο τουρισμός και έχει «φάει» το μέρος, το έχει ξεκοκαλίσει. Νομίζεις ότι έχεις έρθει για τα αποφάγια. Ή ότι περιπλανιέσαι στα ερείπια, στα απομεινάρια, του καλοκαιριού.
*
Από την άλλη, ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνο το καλοκαίρι του πρώτου lockdown: να περιπλανιέσαι γύρω και μέσα από εγκαταλειμμένα θέρετρα, παρατημένα στην άμμο και στον άνεμο, σαν από βιβλίο του Ballard, Vermilion Sands ειδικά.
Παρότι απαίσιο το lockdown γενικά, αυτή ήταν μια τρομερά σουρεαλιστική κατάσταση που κάτι μέσα μου – διεστραμμένο, ίσως – αισθάνεται τώρα να του λείπει μερικές φορές και εύχεται να το ξαναζούσε.