Τις προάλλες τριγύριζα στις ηλεκτρονικές λεωφόρους και στα κυβερνοσοκάκια του Διαδικτύου. Το κάνω συχνά γιατί αναζητώ υλικό για τις Επιλογές μου αλλά και για προσωπικούς λόγους: ψάχνω πάντα κάτι το ενδιαφέρον. Και, γι’ακόμα μια φορά, παρατήρησα εκείνο που παρατηρώ συνήθως τα τελευταία χρόνια, και ίσως, μάλιστα, τώρα να είναι λίγο χειρότερο:
Επικρατεί μια νωθρότητα στο Διαδίκτυο, μια γενική βαρεμάρα. Ειδικά σε μέρη που παλιά έβρισκα διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα – όπως σε οτιδήποτε έχει σχέση με φανταστική λογοτεχνία και επιστημονική φαντασία – τώρα δεν βρίσκω σχεδόν τίποτα. Θυμάμαι, παλιά, κόσμο να μιλά με πάθος για διάφορα θέματα, είτε υπέρ είτε εναντίον – να θάβει ή να εξυμνεί γνωστούς συγγραφείς εκείνης της εποχής. Τώρα δεν συμβαίνει το ίδιο. Τα πάντα είναι χλιαρά. Βλέπεις κάτι ουδέτερες διαφημίσεις διάφορων βιβλίων που κυκλοφορούν, αλλά δεν είναι ικανές να σου τραβήξουν πραγματικά το ενδιαφέρον, γιατί δεν έχουν ενδιαφέρον. Κανείς δεν κάνει αληθινό σχολιασμό πλέον, κανείς δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται. Ή, αν το κάνουν, το κάνουν ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάχτυλα, και δύσκολα τούς βρίσκεις.
Το ρετρό μοιάζει να έχει πιο ενδιαφέρον από το σύγχρονο. Κακό σημάδι. Πολλά websites – όχι μόνο σχετικά με φανταστική λογοτεχνία, αλλά γενικά – είναι, κατά κύριο λόγο, στραμμένα στο ρετρό. Σαν σήμερα τίποτα το σημαντικό να μη συμβαίνει ή να μη μπορεί να συμβεί. Σαν να υφίσταται μια γενικευμένη κατάσταση στασιμότητας.
Α, ναι, εκτός από αυτή την παλιοϊστορία με τον κορονοϊό, η οποία φαντάζει να είναι το μοναδικό θέμα που πραγματικά ενδιαφέρει κανέναν τούτες τις μέρες. Μια ιατροφασιστική απάτη που έχει μαστουρώσει το 80% της ανθρωπότητας.
Όταν έχουμε φτάσει σε σημείο που ένα τέτοιο πράγμα έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο Διαδίκτυο, τότε μιλάμε για κατάντια.
*
Αν έπρεπε να κάνω μια υπόθεση για το πότε άρχισε το κακό, θα έλεγα ότι ήταν από τότε που το Διαδίκτυο εμπορευματοποιήθηκε, από τότε που έγινε εκείνο που έλεγαν internet of things. Χάθηκε το ενδιαφέρον και η δημιουργικότητα· τα ρούφηξαν η διαφήμιση και το χρήμα.
Τώρα πλέον, αν και ακόμα υφίσταται αγορά μέσω του Διαδικτύου, δεν νομίζω πως είναι τόσο δυνατή όσο τότε. Παρά την κρίση του κορονοϊού, που εξανάγκαζε τους ανθρώπους να μένουν μέσα και να κάνουν αγορές μέσω Διαδικτύου, η αγορά του Διαδικτύου δεν έχει πάρει τα πάνω της. Έχει, αν δε λαθεύω, καθοδική πορεία. Και κάποιες από τις παλιότερες, πιο αυθόρμητες και δημιουργικές τάσεις έχουν αρχίσει να επανεμφανίζονται. Αλλά δειλά, πολύ δειλά.
Ψάχνεις να βρεις το επόμενο πράγμα που θα σε κεντρίσει, και δεν μπορείς.
Κατάντια.
*
Ούτε καν κάποιος συγγραφέας φαντασίας δεν έχει ξεχωρίσει τα τελευταία χρόνια. Κάποιος που άλλοι θα βρίζουν και άλλοι θα εξυμνούν. Παλιότερα, θυμάμαι, πχ, οι μισοί να βρίζουν τον Robert Jordan (που προσωπικά δεν μου αρέσει) και οι άλλοι μισοί να τον εξυμνούν. Διάφοροι άλλοι συγγραφείς ακολούθησαν, αντικαθιστώντας τους παλιούς, έγιναν γνωστοί, έγιναν θέμα σχολιασμού. Και μετά... αυτό σταμάτησε. Μείναμε εκεί, και τέλος. Τίποτα καινούργιο δεν εμφανίζεται που να μπορεί να παθιάσει τον κόσμο. Βλέπεις μερικές διαφημιστικές βιβλιοπαρουσιάσεις μόνο αποδώ κι αποκεί. Μια γενικευμένη βαρεμάρα: κανείς δεν δίνει αληθινή σημασία σε τίποτα.
Το ίδιο πιστεύω υφίσταται παντού, όχι μόνο στον χώρο της φανταστικής λογοτεχνίας. Το ίδιο παρατηρώ σε όποια ηλεκτρονική λεωφόρο και όποιο κυβερνοσοκάκι περάσω: παλιά μηχανοικήματα που υπολειτουργούν, βιτρινοθόνες γεμάτες ρετρό κυβερνοπράγμα, πετάμενες ηλεκτροεφημερίδες και φυλλάδια αποδώ κι αποκεί, γάτες με ηλεκτρονικά μάτια να σε παρατηρούν από τις σκιές, ένα ψηφιακό μήνυμα που έχει κολλήσει μέσα σε συνεχόμενο loop που δεν μπορεί να σπάσει με κανέναν κώδικα και κάνει τους δρόμους παράδοξα σπειροειδείς και επαναλαμβανόμενους...
Κατάντια.
Αλλά κι αυτή, από μια άποψη, έχει τη γοητεία της. Όπως όταν τριγυρίζεις σε μια πόλη που έχει υποστεί lockdown και σου θυμίζει παρατημένο σκηνικό από κακή ταινία.