Ξεκίνησα να γράφω τον Άρμπεναρκ πριν από 25 χρόνια περίπου. Αυτός είναι πολύς καιρός. Δύο ζωές και μισή, έτσι όπως τα υπολογίζω εγώ. Και έχω γράψει πολλά πράγματα από τότε (Το Παιχνίδι των Ράζλερ, ιστορίες από το Θρυμματισμένο Σύμπαν, και άλλα) που θεωρώ πολύ καλύτερα. Αλλά ο Άρμπεναρκ ήταν το πρώτο πράγμα που έγραψα το οποίο θεωρούσα αρκετά καλό. Τα προηγούμενά μου τα θεωρώ άνευ λόγου τελείως. Από τον Άρμπεναρκ είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ και να αισθάνομαι κάποια πράγματα, και να βγάζω κάποια συμπεράσματα που με εκπλήσσουν ακόμα και σήμερα: και με τα οποία συμφωνώ ακόμα και σήμερα.
Εκείνη την περίοδο που ξεκίνησα να γράφω τον Άρμπεναρκ, είχα επίσης ξεκινήσει να διαβάζω και φανταστική λογοτεχνία πιο ευρέως και πιο συστηματικά. Όχι πως και πριν δεν διάβαζα. Διάβαζα· αλλά ήμουν μικρός, και δεν έβρισκα και όσα πράγματα θα ήθελα να βρω. Τότε, όμως, υπήρχε ανάπτυξη στο Διαδίκτυο και, εκτός των άλλων, παράγγελνα και πολλά βιβλία κατευθείαν από το Amazon· δεν περίμενα να τα βρω εδώ (πράγμα δύσκολο ακόμα και τότε).
Διάβαζα, λοιπόν, αρκετά, και ήμουν ενθουσιώδης με αυτό. Διάβαζα ιστορίες που θεωρούσα γαμάτες, και με είχαν όντως εντυπωσιάσει.
Και, συγχρόνως, έγραφα τον Άρμπεναρκ.
Και είχα παρατηρήσει το εξής: Παρότι είναι καλό να διαβάζεις, είναι ακόμα καλύτερο να γράφεις. Το να γράφεις σε κάνει να γουστάρεις ακόμα περισσότερο. Η ανάγνωση, οποιουδήποτε λογοτεχνικού βιβλίου, είναι σαν νερωμένο κρασί σε σχέση με το να γράφεις ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Πολύ απλά, η εμπειρία είναι πιο έντονη.
Αναρωτήθηκα, μάλιστα, αν τα βιβλία είναι περισσότερο για τον αναγνώστη ή, τελικά, για τον συγγραφέα. Γιατί εγώ, ως αναγνώστης και συγγραφέας συγχρόνως, αν έπρεπε να διαλέξω το ένα από τα δύο θα διάλεγα, χωρίς καμιά σκέψη, το δεύτερο – τον συγγραφέα.
Και ακόμα και σήμερα το ίδιο αισθάνομαι. Αν όχι περισσότερο. Και λέω περισσότερο επειδή ο ενθουσιασμός μου για την ανάγνωση βιβλίων σήμερα δεν είναι τόσο μεγάλος όσο όταν ήμουν μικρός και είχα ξεκινήσει να διαβάζω. Ακόμα μού αρέσει, αλλά, εντάξει, ύστερα από τόσα βιβλία που έχω διαβάσει, δεν αισθάνομαι το ίδιο όπως όταν είχα ξεκινήσει να διαβάζω.
Παραδόξως (ή ίσως όχι παραδόξως, τελικά) αισθάνομαι σχεδόν το ίδιο όπως όταν ξεκίνησα να γράφω. Μπορεί αυτά που γράφω να είναι διαφορετικά, και καλύτερα, αλλά η εμπειρία δεν παύει να είναι το ίδιο έντονη.
Και, πραγματικά: τα βιβλία είναι, τελικά, περισσότερο για τον αναγνώστη ή, μήπως, για τον συγγραφέα;
Δηλαδή, ποιος περνά πιο καλά με ένα λογοτεχνικό βιβλίο; Ο συγγραφέας δεν είναι;
Ίσως κάποιοι συγγραφείς να διαφωνούν· δεν το αποκλείω. Και δεν τους καταλαβαίνω. Ειδικά εδώ, στο Ελλάντα, που είμαστε στα όρια του τριτοκοσμικού, αν δεν αισθάνεσαι έτσι, τι λόγος υπάρχει για να γράφεις λογοτεχνία; Ειδικά, φανταστική λογοτεχνία; Οικονομικό όφελος δεν υπάρχει, ηθικό όφελος δεν υπάρχει. Αλλά υπάρχει εκείνο που έχει όντως σημασία και κανένας μαφιόζος δεν μπορεί να το κλέψει.
Όμως, και παγκοσμίως, σε οποιαδήποτε χώρα – ακόμα και αγγλόφωνη – μοιάζει λιγάκι ανόητο σ’εμένα να γράφεις λογοτεχνία αν δεν αισθάνεσαι έτσι.
Αν κάποιος γράφει για άλλο λόγο, ίσως θα έπρεπε να σταματήσει. Αν θέλεις να πετύχεις κάτι άλλο, υπάρχουν και πιο εύκολοι δρόμοι.
Καλό είναι να βγάζεις λεφτά από τη λογοτεχνία (ή από οτιδήποτε άλλο), αν είναι εφικτό· αλλά δεν μπορεί αυτό να είναι η βάση από την οποία ξεκινάς. Αλλιώς κοροϊδεύεσαι, και οι αναγνώστες δυσκολεύονται να βρουν πραγματικά εμπνευσμένα και γαμάτα βιβλία για να διαβάσουν.