Διαβάζεις κάτι πράγματα μέσα σε λογοτεχνικές ιστορίες και σκέφτεσαι: Ο συγγραφέας σίγουρα γούσταρε πολύ γράφοντάς το αυτό· ή: Αυτό σίγουρα είχε ένα κάποιο ιδιαίτερο νόημα για τον συγγραφέα. Και μια τέτοια σκέψη συνήθως ακολουθείται από: Εμένα, όμως, δεν μου λέει σχεδόν τίποτα.
Ή, τουλάχιστον, για αυτόν που το διαβάζει, για τον αναγνώστη, η εμπειρία δεν είναι η ίδια. Δεν είναι το ίδιο έντονη. Δεν μπορεί να είναι.
Δεν το έχω παρατηρήσει αυτό μόνο διαβάζοντας αλλά και γράφοντας. Κυρίως γράφοντας. Πριν από πολλά χρόνια, έτυχε να προσέξω ότι η όλη εμπειρία που λαμβάνεις από τη λογοτεχνία είναι πολύ πιο έντονη όταν γράφεις. Ανέκαθεν, μου άρεσε πιο πολύ να γράφω παρά να διαβάζω. Ήταν (και είναι) πιο πραγματικό για εμένα.
Και νομίζω πως αυτό είναι κάτι που ισχύει γενικά. Αλλά, συνήθως, πρέπει να είσαι και συγγραφέας και αναγνώστης για να το καταλάβεις σωστά.
Τότε πάλι, πριν από χρόνια, έτυχε να σκεφτώ: Μα ο αναγνώστης, όταν διαβάζει, μπορεί να έχει την εμπειρία που είχα εγώ όταν το έγραφα; Όσο και καλά να το έχεις γράψει, όσο και να έχεις προσπαθήσει, δεν είναι δυνατόν ο αναγνώστης να λάβει την ίδια εμπειρία. Τουλάχιστον, όχι το ίδιο έντονη.
Και το έβλεπα αυτό διαβάζοντας άλλων τα βιβλία – και ακόμα το βλέπω. Σίγουρα έχεις μια κάποια εμπειρία από αυτά που διαβάζεις, αλλά σίγουρα δεν είναι όπως όταν γράφεις εσύ, και αμφιβάλλω αν είναι αυτό που καταλάβαινε/αισθανόταν ο συγγραφέας όταν το έγραφε.
Στον αναγνώστη έρχεται δέκα σκάλες πιο ασθενικό.
Είναι απλά γεγονός. Δεν μπορεί να αλλάξει.
Ίσως, βέβαια, να υπάρχουν και συγγραφείς που δεν έχουν καμιά σπουδαία εμπειρία γράφοντας λογοτεχνία, που απλά βάζουν τη μια λέξη πίσω από την άλλη· ίσως να το κάνουν μόνο επειδή πληρώνονται γι’αυτό. Αλλά νομίζω ότι οι περισσότεροι πραγματικοί συγγραφείς την έχουν αυτή την εμπειρία που η ανάγνωση δεν μπορεί να τη φέρει. Αλλιώς, γιατί να γράφεις καν;
(Είχα γράψει παλιότερα κι ένα άρθρο που το αγγίζει αυτό το θέμα.)