Έπιασα να διαβάσω το Escardy Gap των Peter Crowther και James Lovegrove. Δεν το είχα ξανακούσει ποτέ. Έτυχε, κάποτε, να το βρω σ’ένα παλαιοβιβλιοπωλείο (όπως και πολλά βιβλία μου) και είπα να το ξεκινήσω – και φαίνεται ωραίο ήδη από τις πρώτες 40 σελίδες. Το έψαξα και σε ηλεκτρονική μορφή αλλά, δυστυχώς, στα συνηθισμένα κυβερνοσοκάκια που περιφέρομαι δεν το βρήκα, οπότε αναγκαστικά το διαβάζω στο χαρτί. (Σόρυ σ’εσάς τους λάτρεις των «κανονικών» βιβλίων αλλά ειλικρινά βρίσκω τα ηλεκτρονικά βιβλία πιο βολικά στο χέρι και στο μάτι· δεν το λέω για πλάκα τόσο καιρό, ούτε απλώς επειδή βγάζω κι εγώ τα δικά μου σε ηλεκτρονική μορφή.)
Το Escardy Gap πρέπει να είναι αυτό που αποκαλούν meta-fiction γιατί, στον πρόλογο, ξεκινά με τον συγγραφέα που μετά αρχίζει να το γράφει. Και, ξέρεις, αυτός ο συγγραφέας είναι ο... κλασικός συγγραφέας; Είναι ο συγγραφέας που συχνά παρουσιάζεται ως «συνήθης», ως «αρχετυπική μορφή». Ο τύπος που μένει μόνος του στη Νέα Υόρκη, μαζί με μια γάτα και τη γραφομηχανή του· και τώρα δεν έχει ιδέες, δεν του έρχεται τίποτα να γράψει, κι αισθάνεται σκατά, και η γραφομηχανή, σαν δαίμονας με πλήκτρα, όλο τον κολάζει... ώσπου τελικά έρχεται μια ιδέα στο μυαλό του ωσάν αστραπή κι αρχίζει να γράφει σαν μανιακός.
Αυτός ο συγγραφέας είναι μιας άλλης εποχής άνθρωπος;
Και δεν εννοώ μόνο λόγω της γραφομηχανής (αφού όλοι σήμερα γράφουν σε υπολογιστή). Εννοώ και από άλλες απόψεις. Αυτή υποτίθεται πως είναι η εποχή πριν από πενήντα χρόνια στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ, όπου ο συγγραφέας έγραφε ένα διήγημα τη βδομάδα, το πουλούσε στα περιοδικά, και πλήρωνε το νοίκι (που ήταν κι αυτό εβδομαδιαίο, και ίσως ακόμα έτσι να είναι στις ΗΠΑ – δεν είμαι σίγουρος). Συγχρόνως, ο συγγραφέας αυτός περίμενε να του έρθει μια καλή ιδέα, ώστε να γράψει ένα βιβλίο και να βγάλει περισσότερα λεφτά από αυτό. Και έτσι ζούσε. Το μόνο του πρόβλημα ήταν να του έρθει η ιδέα, που δυσκολευόταν να του έρθει, δυσκολευόταν να καθίσει να γράψει στη γραφομηχανή. Αλλά, όταν έγραφε, θαύματα γίνονταν και τα λεφτά πέφτανε από το ταβάνι.
Υπήρχε ποτέ αυτός ο συγγραφέας; Υποτίθεται πως υπήρχε. Κάποτε. Στις ΗΠΑ.
Και είναι μια αρχετυπική φιγούρα συγγραφέα που εμφανίζεται συχνά, και πολύς κόσμος νομίζει ότι (αν είναι δυνατόν) έτσι είναι οι συγγραφείς γενικά.
Εμένα αυτός ο συγγραφέας μού είναι άγνωστος (και πιστεύω πως και σε πολλούς άλλους σύγχρονους συγγραφείς είναι επίσης άγνωστος). Δεν έχω πρόβλημα ποτέ να μου έρθει μια ιδέα για να γράψω· πάντα ιδέες έρχονται: κι ακόμα κι άμα δεν έρθουν, έχω σημειωμένες κάπου Χ εις τη ν επί ω ιδέες, οπότε μπορώ να αρχίσω να γράφω μία από αυτές. Το laptop μου ποτέ δεν με κοιτάζει παραπονιάρικα. Αν μη τι άλλο, με κοιτάζει σαν την ερωμένη που ξυπνάς το βράδυ και την πασπατεύεις ξανά και σου λέει: Ε όχι ξανά, ρε φίλε! Ποτέ δεν αναρωτιέμαι: Μα πώς γράφουν οι άλλοι τόσες όμορφες λέξεις επάνω στη σελίδα; ενώ εγώ δεν μπορώ να τις γράψω. Δεν τρώω «συγγραφικές μελαγχολίες», writer's block, και άλλα τέτοια ποιητικά. Πάντα έγραφα, και τολμώ να πω ότι πάντα θα γράφω· είναι ένα με το είναι μου.
Εκείνο μόνο που αναρωτιέμαι είναι πώς κυκλοφόρησε – έστω και παγκοσμίως – ότι το μόνο που πρέπει να κάνεις, ως συγγραφέας, για να βγάλεις λεφτά είναι να γράφεις. Το αιώνιο παραμύθι – που είναι γουστόζικο ως παραμύθι αλλά δεν έχει καμιά σχέση με τη σημερινή τουλάχιστον πραγματικότητα – ότι, αν ο συγγραφέας ξεπεράσει το μπλοκάρισμα μέσα του κι αρχίσει να γράφει, θα αρχίσουν να πέφτουν και λεφτά από το ταβάνι. Αυτό, ακόμα και στη διεθνή αγορά (γιατί άσε την ελληνική· είναι για κλάματα), πολύ απλά δεν συμβαίνει.
Έχει πλάκα, όμως, ως παραμύθι. Οπότε, ακόμα συνεχίζουμε να το λέμε.
Όπως έχει πλάκα και αυτή η αρχετυπική φιγούρα του μπλοκαρισμένου, μελαγχολικού συγγραφέα που παλεύει με τη γραφομηχανή του–
(Αλλά τώρα σταματάω να γράφω γιατί το laptop μου απειλεί ότι θα μου ρίξει κουτουλιά.)