(Μια επανάληψη από το παλιό blog.)
Λατρεύω τα παλιότερα λεξικά. Έχουν λέξεις που φαντάζουν περίεργες ή, πολύ απλά – συγνώμη για τον γαλλικό όρο – γαμηστερές.
Έτυχε, τελευταία, να πέσει στα χέρια μου ένα τέτοιο λεξικό, και κοίτα τι λέξεις έχει:
γλέπω: βλέπω, βλ. λ.
θηριώ: μεταμορφώ εις άγριον θηρίον 2. θηριούμαι: εξαγριούμαι
θηριομαχώ: αγωνίζομαι κατά θηρίον (χρησιμοποιείται και μεταφορικά)
γυριστής: ο γυρίζων κάτι, ο κάμνων γυρίσματα· 2. επί προσώπου: ο περιοδεύων, ο φερέοικος*, ειδ. επιθ. του ήλιου. [Δικό μου σχόλιο: Δηλαδή, ο ήλιος λέγεται και γυριστής!]
[* φερέοικος: αυτός που κουβαλά μαζί του το σπίτι του (όπως το σαλιγκάρι, η χελώνα κτλ.)]
γυρομαντεία: η μαντεία δια γραμμάτων κατανεμημένων εντός κύκλων τεμνόντων αλλήλους. [Δικό μου σχόλιο: Και τι είναι τώρα αυτό; Κάποια τεχνική από φανταστικό μυθιστόρημα;]
γυρόμαντις: ο μαντευόμενος δια λεπτότατου αλεύρου, ο αλευρομάντης 2. ο ασκών γυρομαντεία.
Και διάφορες άλλες εξίσου περίεργες και τρομερές λέξεις.
Στα σύγχρονα λεξικά πολύ δύσκολα βρίσκεις τόσο περίεργες λέξεις. Τα περισσότερα σού δίνουν την αίσθηση ότι είναι απλά διαδικαστικά, ακόμα και παιδικά, περιορίζοντας το λεξιλόγιο αντί να το διευρύνουν.
Αλλά πάντα μου άρεσαν οι ιδιόμορφες και ασυνήθιστες λέξεις. Είναι, ειδικά, άψογες όταν γράφεις φανταστική λογοτεχνία και θέλεις να ονομάσεις διάφορα πράγματα, ή απλά θέλεις να χρησιμοποιήσεις μια λέξη που φαίνεται πιο εξωτική.
Ένα καλό, παλιό λεξικό είναι ένας σκονισμένος, μυστηριακός, παλιός θησαυρός της γλώσσας.