Από το 2007 μέχρι το 2012 περίπου είχαμε παγκοσμίως ένα διαφορετικό Διαδίκτυο. Τότε, όλα στο Διαδίκτυο ήταν free, ήταν δωρεάν. Εννοείτο· δεν χρειαζόταν εξήγηση. Διαδίκτυο = δωρεάν. Οι συγγραφείς έδιναν τα βιβλία τους δωρεάν σε μορφή pdf και άλλες μορφές. Πολλοί εκδότες έκαναν το ίδιο. Είχα μαζέψει πολλά ηλεκτρονικά βιβλία από τότε.
Μετά, το Διαδίκτυο έφτασε μια «κρίσιμη μάζα», ένα critical mass· δηλαδή, άρχισε να έχει αρκετό κόσμο για να μπορεί να θεωρηθεί αγορά. Τουτέστιν, τους καρφώθηκε ότι τώρα μπορούσαν να πουλάνε μέσα από το Διαδίκτυο πράγματα χωρίς υλική μορφή – ηλεκτρονικά αρχεία: βιβλία, μουσική, βίντεο, εικόνα, οτιδήποτε. Σε αυτό συνέβαλε και η άνοδος των φορητών συσκευών: τώρα ο καθείς μπορούσε να έχει μία και ν’αγοράζει μόνο μ’ένα κλικ. Ο παράδεισος της ηλεκτρονικής αγοράς! Το Internet of Things, που λέγανε – μια ορολογία που τώρα έχει ψιλοξεχαστεί.
Και κάποιοι όντως έβγαλαν, και βγάζουν, χρήματα από το Internet of Things, είτε πουλώντας ηλεκτρονικά βιβλία, είτε μουσική, είτε ηλεκτρονικά σώβρακα. Και μπράβο τους, αφού μπορούν να μαζεύουν φράγκα έτσι.
Αλλά αυτά κυρίως για τη διεθνή αγορά.
Στην Ελλάδα δεν νομίζω ότι το Internet of Things έπιασε ποτέ. Εδώ ακόμα είμαστε, κατά βάση, στο παλιό Διαδίκτυο του Δωρεάν. Ναι μεν γίνονται περισσότερες αγορές μέσω Διαδικτύου απ’ό,τι παλιά, αλλά πόσες είναι για εγχώρια ηλεκτρονικά αντικείμενα; Δεν πιστεύω ότι είναι πολλές. Ο κόσμος απλά παραγγέλνει ό,τι θα παράγγελνε παλιά από το τηλέφωνο. Το Διαδίκτυο δεν είναι αγορά από μόνο του.
Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Για να είμαι ειλικρινής, προτιμούσα πολύ περισσότερο το Διαδίκτυο της Ελευθερίας από το Διαδίκτυο των Πραγμάτων. Γι’αυτό κιόλας δίνω όλα μου τα βιβλία δωρεάν.
Αλλά, ακόμα κι αν ήθελα να τα πουλάω σε ηλεκτρονική μορφή, δυστυχώς δεν θα είχε κανένα νόημα. Εδώ δεν υπάρχει το critical mass για να κάνεις πωλήσεις. Εντάξει, μπορεί να πουλούσα μερικά αρχεία (και μου φαίνεται αστείο, για να είμαι ειλικρινής, το να πουλάς ηλεκτρονικά αρχεία – κάτι το άυλο, ουσιαστικά) αλλά πόσα λεφτά θα έβγαζα από αυτό; Ένα ασήμαντο ποσό χωρίς νόημα. Το μόνο αποτέλεσμα που θα είχε θα ήταν τα βιβλία μου να διακινούνται λιγότερο.
Πώς το ξέρω αυτό, από τη στιγμή που δεν έχω δοκιμάσει να πουλήσω ηλεκτρονικά βιβλία; Από την κατάσταση της αγοράς γενικά, κατά πρώτον· και, κατά δεύτερον, από τις δωρεές που μου γίνονται. Είναι ελάχιστες. Ο Έλληνας δεν έχει μάθει να δίνει πέντε φράγκα από μόνος του σε κάποιον επειδή απολαμβάνει κάτι που αυτός τού προσφέρει χωρίς αντίτιμο. Δυστυχώς.
Αν η κίνηση ήταν αληθινά μεγαλύτερη στην Ελλάδα, αν ήταν αρκετή για να έχεις ηλεκτρονική αγορά βιβλίων, τότε λογικά θα έπαιρνα και ένα κάποιο αξιοσημείωτο πόσο από δωρεές και μόνο.
Μου έχουν, ομολογουμένως, γίνει κάποιες δωρεές που μπορούν να θεωρηθούν μεγάλες για τον δωρητή – πχ, 20 ευρώ, ή 60 ευρώ. Και ευχαριστώ όσους έχουν κάνει τέτοιες δωρεές· καταλαβαίνω ότι το ποσό δεν είναι μικρό για αυτούς. Ωστόσο, για εμένα, συνολικά, είναι ασήμαντο. Θα προτιμούσα, πολύ περισσότερο, να λάμβανα δωρεά 5 ευρώ από 250 άτομα παρά 50 ευρώ από ένα άτομο, μέσα σε έναν χρόνο. Γιατί, στο τέλος του χρόνου, στην πρώτη περίπτωση θα είχα 1.000 ευρώ – όχι κανένα τεράστιο ποσό, αλλά κάτι που μπορεί να φανεί χρήσιμο – ενώ στη δεύτερη περίπτωση έχω 50 ευρώ... με τα οποία μπορείς να πάρεις τσιγάρα.
Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι πραγματικά φριχτή για τους δημιουργούς που έχουν στόχο το κέρδος. Ευτυχώς, δεν είμαι ένας από αυτούς. Αν ήμουν, θα πουλούσα ηλεκτρονικά βιβλία γραμμένα στα αγγλικά, για να πιάνω μεγαλύτερο πιθανό κοινό. Αλλά δεν μ’αρέσει να γράφω στα αγγλικά, όπως έχω ξαναπεί και αλλού. Αληθινά μ’αρέσουν τα ελληνικά, τα έχω κάνει κτήμα μου ύστερα από τόσα χρόνια που γράφω σ’αυτά. Και δεν τα προτιμώ μόνο επειδή είναι η μητρική μου γλώσσα.
Όταν έχεις στόχο το κέρδος γράφοντας λογοτεχνία, μπορείς να κάνεις πολλούς πειραματισμούς, και ίσως τελικά κάτι να πιάσει και να καταφέρεις να βγάλεις μερικά φράγκα. Συνήθως, όμως, μέχρι να φτάσεις εκεί θα έχεις χάσει κάτι πολύ σημαντικότερο: τον αυθορμητισμό και τον ενθουσιασμό για αυτό που γράφεις. Γιατί θα έχεις αναγκαστεί να κάνεις συμβιβασμούς, ώστε να «ταιριάξεις» μέσα στην αγορά – είτε αυτό σημαίνει να γράφεις σε άλλη γλώσσα είτε να γράφεις κάτι άλλο από εκείνο που θα ήθελες να γράφεις.
Στο τέλος, λοιπόν, θα έχεις όντως πάρει μερικά λεφτά. Αλλά ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα τότε; Μ’αυτά τα λεφτά δεν μπορείς να αγοράσεις εκείνο που σου δίνει το να γράφεις λογοτεχνία κάθε μέρα ό,τι αληθινά γουστάρεις να γράψεις. Αυτό μόνο ένα πράγμα σ’το δίνει: η ίδια η διαδικασία. Και είναι από μόνο του κάτι το Πολύ Σημαντικό.
Γι’αυτό κιόλας ανέκαθεν πίστευα, και πιστεύω, ότι η λογοτεχνία θα έπρεπε να είναι δωρεάν. Όπως και πολλά άλλα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν δωρεάν, και είναι αξιοπερίεργο το γιατί δεν είναι. Πρόσφατα ανακάλυψα αυτό το πολύ ενδιαφέρον βίντεο, και ο κύριος που μιλά λέει σχεδόν ό,τι πιστεύω κι εγώ για το θέμα, σαν να έκλεψε τις σκέψεις μου.
Ο άλλος απατηλός σκοπός που μπορεί κάποιος δημιουργός να έχει στην Ελλάδα είναι η αναγνώριση. Διαφημίζεται ως κάτι το απίστευτα σημαντικό ενώ στην πραγματικότητα είναι μια εγωκεντρική παγίδα. Εκτός αυτού, είναι επίσης κάτι το καθαρά ελεγχόμενο από συγκεκριμένους κύκλους που, αν δεν είσαι μέσα σ’αυτούς και δεν παράγεις εκείνο που αυτοί θεωρούν σωστό, θα κάνουν πάντα ότι δεν σε γνωρίζουν, ακόμα κι αν όλοι οι άλλοι σε ξέρουν. Είναι η λογική της κλίκας. Η λογική του «Αν δεν περάσεις από τη δική μου έγκριση, αν δεν έχεις τη δική μου λογική, αν δεν υπακούς στη δική μου ιδεολογία – δεν υπάρχεις». Μια οριακά φασιστική λογική, κατά βάση.
Έχουμε φτάσει, λοιπόν, στο 2020 στην Ελλάδα, έχουμε φάει κορονοϊούς, οικονομικές κρίσεις, και άλλες μαλακίες στη μάπα – δεν έχουμε μάθει τίποτα από όλα αυτά – και συνεχίζουμε στα ίδια χάλια περίπου όπως πριν από πέντε, δέκα χρόνια. Ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για την τέχνη. Ο κόσμος βλέπει με καχυποψία οτιδήποτε το πρωτότυπο και το μη άμεσα γνωστό και mainstream. Οι δημιουργοί δεν βγάζουν φράγκο, εκτός από συγκεκριμένα γνωστά πρόσωπα που γράφουν, πχ, mainstream γλειφιτζούρια – κάτι ονόματα όπως Λαλάκης Καρπούζος και Δώρα Μέντα... Οι δημιουργοί, επιπλέον, δεν γνωρίζουν καμία αναγνώριση για το έργο τους, εκτός αν είναι μέσα σε κύκλους, κομματόσκυλα, βυσματωμένοι, ή ευνοούμενοι. Αξιοκρατία μηδέν – εννοείται.
Είναι ώρα για ένα hard reset εδώ πέρα. Από καιρό.
Χρειαζόμαστε αέρα. (Ναι, σαν εκείνο τον μαύρο που του πίεζαν το στήθος τρεις μπάτσοι πεσμένοι στην πλάτη του.)