Πάντα διορθώνω τα βιβλία μου δύο φορές. Η πρώτη διόρθωση, που είναι και η πιο βασική, γίνεται σταδιακά καθώς το γράφω: τελειώνω καμιά δεκαριά σελίδες, τις διορθώνω, και πάω παρακάτω. Η δεύτερη διόρθωση γίνεται αφότου έχω τελειώσει όλο το βιβλίο και το κοιτάζω ξανά από την αρχή.
Και αρκετές φορές έχει τύχει το εξής φαινόμενο: Βρίσκω, στην πρώτη διόρθωση, κάτι που δεν μου αρέσει και το αλλάζω. Και αργότερα, όταν πάω στη δεύτερη διόρθωση, το αλλάζω ξανά – το κάνω όπως ήταν στην αρχή! Και, συνήθως, δεν το καταλαβαίνω αμέσως· ύστερα το συνειδητοποιώ, και παθαίνω πλάκα. Απορώ πώς πριν μου φαινόταν λάθος.
Δεν πρόκειται, φυσικά, για κανένα αντικειμενικό λάθος, όπως κάτι το τυπογραφικό, ή νοηματικό λάθος, ή συντακτικό λάθος από εκείνα που αν τα αφήσεις έτσι οι προτάσεις δεν βγάζουν νόημα.
Όχι, είναι από εκείνα τα συντακτικά “λάθη” που μπορεί ο ένας να το νομίζει για λάθος αλλά ο άλλος να το νομίζει για σωστό. Μπορεί ακόμα κι εσύ ο ίδιος όταν το κοιτάξεις τώρα να σου φαίνεται λάθος αλλά όταν το κοιτάξεις μετά από κάποιο καιρό να σου φαίνεται σωστό.
Και, τελικά, τι στο διάολο ισχύει; Ποια από τις δύο, ή τρεις, παραλλαγές μιας πρότασης είναι σωστή και ποια είναι λάθος;
Καμία, νομίζω. Είναι όλες λάθος – ή όλες σωστές. Διάλεξε και πάρε. Βγάζουν νόημα; Ναι. Το πώς θα τις δεις εξαρτάται από τη φάση στην οποία βρίσκεται το μυαλό σου εκείνη την ώρα.
Κι αυτό πιστεύω πως λέει κάτι πολύ σημαντικό για τη λογοτεχνία αλλά και για τον γραπτό λόγο εν γένει. Πολλά πράγματα είναι τελείως υποκειμενικά.