(Μια επανάληψη από το παλιό blog.)
Το πρώτο είδος που με προσέλκυσε να διαβάσω βιβλία ήταν η φανταστική λογοτεχνία. Οτιδήποτε άλλο πριν από αυτό δεν αισθανόμουν να με τραβά αρκετά ώστε να καθίσω και να προσηλωθώ επάνω σ’ένα βιβλίο για ψυχαγωγικούς λόγους. Κι όταν σε προσελκύει η φανταστική λογοτεχνία το πρώτο πράγμα που συναντούσες την εποχή που ξεκίνησα να διαβάζω (αλλά και σήμερα, πιθανώς) ήταν η ηρωική/επική φαντασία.
Κάτι με είχε κάνει να κολλήσω πολύ άσχημα μ’αυτό το είδος. Ίσως να ήταν η αίσθηση της περιπέτειας· ίσως να ήταν οι μακρινοί, αρχαϊκοί κόσμοι· ίσως τα παράξενα, μαγικά όντα· ίσως η όλη μαγική αίσθηση που σου δημιουργεί. Ίσως να μην ήταν τίποτα από αυτά, ή όλα αυτά μαζί.
Η επιστημονική φαντασία που έβρισκα ποτέ δεν αισθάνθηκα να με έλκει το ίδιο. Συνήθως ήταν στημένη σε μια μελλοντική γη, ή έλεγε τι θα γίνει όταν βγούμε στο διάστημα. Αλλά εμένα εκείνο που ανέκαθεν με σαγήνευε ήταν οι ευφάνταστες εναλλακτικές πραγματικότητες, όχι απαραιτήτως το μέλλον. Δεν ήμουν μελλοντολόγος ή μελλοντόπληκτος. (Ούτε και τώρα θεωρώ τον εαυτό μου “μελλοντολόγο”, αν και δεν είμαι εναντίον της μελλοντολογίας. Μάλλον το αντίθετο.)
Αλλά, όταν έχεις μαγευτεί από την επική/ηρωική φαντασία, κάνεις το λάθος ν’αρχίζεις να πιστεύεις ότι κάθε φανταστική λογοτεχνία πρέπει να είναι αυτού του τύπου. Αρχίζεις να γουστάρεις τόσο πολύ τα αρχαϊκά βασίλεια, τους βασιλιάδες και τις βασίλισσες, τους πολεμιστές με τα σπαθιά και τα τόξα, τους καβαλάρηδες με τις λόγχες και τις ασπίδες, και τους μυστηριώδεις μάγους, που δεν μπορείς να φανταστείς η φανταστική λογοτεχνία να είναι τίποτε άλλο.
Προβληματικό αυτό. Γιατί η φανταστική λογοτεχνία είναι, εξ ορισμού, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Και πρέπει να μπορείς να φανταστείς οτιδήποτε, όχι μόνο σπαθοφόρους μαχητές σε αρχαϊκά σκηνικά.
Διαβάζοντας, αλλά, κυρίως, γράφοντας, έφτασα σταδιακά σ’αυτή τη συνειδητοποίηση.
Όταν άρχισα να γράφω τις ιστορίες από το Θρυμματισμένο Σύμπαν, είχα ήδη αποφασίσει ότι θα γράψω κάτι που είναι ό,τι μπορείς να φανταστείς, όχι ό,τι έχει συνηθιστεί να λέγεται fantasy. Αλλά, ακόμα και καθώς ξεκινούσα να γράφω τις πρώτες ιστορίες στο Θρυμματισμένο Σύμπαν, κάτι μού έμοιαζε αταίριαστο. Σαν να μην έπρεπε, για κάποιο λόγο, να είναι έτσι. Ή σαν να μην ήμουν βέβαιος για διάφορα πράγματα – όπως πώς περιγράφεις ένα όχημα, ή μια πόλη που δεν είναι αρχαϊκού τύπου, πώς τα εντάσσεις μέσα στην ιστορία έτσι ώστε να σου φαίνονται φυσικά.
Ήταν επειδή είχα συνηθίσει να γράφω συνέχεια σε αρχαϊκά σκηνικά. Οι ιστορίες εκείνες του Θρυμματισμένου Σύμπαντος δεν είχαν κανένα αντικειμενικό πρόβλημα στο πώς παρουσιάζονται τα στοιχεία τους. Το πρόβλημα ήταν δικό μου. Στη δική μου αντίληψη. Στο πώς είχα μάθει να φαντάζομαι. Στο Θρυμματισμένο Σύμπαν δεν είχα κάτι καθορισμένο που το παίρνεις “όπως είναι” και γράφεις πάνω σ’αυτό. Δεν ήταν ένα σκηνικό που το βγάζεις έτοιμο από το κουτί. Ήταν, και είναι, ένα σκηνικό που πρέπει να το φανταστείς από το μηδέν, γιατί ακολουθεί τις δικές του αρχές και τους δικούς του νόμους.
Και νομίζω πως αυτό είναι κάτι που γενικά οφείλει να επιδιώκει η φανταστική λογοτεχνία. Το να πλάθεις όσο το δυνατόν πιο ευφάνταστα αλλά συγχρόνως καλοδομημένα πράγματα. Και είναι κάτι που μου φαίνεται ότι έχει δυστυχώς παραγκωνιστεί, ακόμα και στο εξωτερικό (γιατί στην Ελλάδα η κατάσταση είναι φανερά τραγική – όταν γράφεις ευφάνταστες ιστορίες σε θεωρούν γαμημένο εγκληματία). Έχει συνηθιστεί να μιλάμε για τυποποιημένα πράγματα, ενώ θα έπρεπε να αναζητούμε τα πράγματα που δεν είναι τυποποιημένα.
Εξάλλου, σκέψου από πού ξεκίνησε η φανταστική λογοτεχνία… Σίγουρα όχι από τους εμπόρους που πουλάνε συνήθως το ίδιο πράγμα, συνεχώς στην ίδια συσκευασία…