Ξαπλωμένος σε έρημες παραλίες διανοήθηκα να διαβάσω William Gibson. To Count Zero, το οποίο είχα αρκετό καιρό υπόψη να διαβάσω αλλά όλο, για κάποιο λόγο, το ανέβαλλα. Εκτός των άλλων, το Neuromancer (μεταφρασμένο στα ελληνικά ως Νευρομάντης – αλλά εγώ το είχα διαβάσει στα αγγλικά) δεν μου είχε αρέσει και τόσο. Το έχω διαβάσει δυο φορές – μία φορά όταν ήμουν μικρός (που είχα καταλάβει ελάχιστα πράγματα) και μια φορά πριν από μερικά χρόνια. Το βασικό πρόβλημα αυτού του βιβλίου, για εμένα, είναι η συνεχής χρήση τεχνολογικών όρων που ο αναγνώστης πιθανώς να μη γνωρίζει καθώς και η χρήση μιας ειδικής τεχνοαργκό του ίδιου του συγγραφέα. Πολλές φορές δεν μπορείς να καταλάβεις για τι ακριβώς μιλάει. Είναι όχημα; Είναι οίκημα; Είναι συσκευή; Τι στο διάολο είναι; Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Κατά τα άλλα, έχει ομολογουμένως κάποιες ενδιαφέρουσες ιδέες που, σήμερα πλέον, μπορούν άνετα να χαρακτηριστούν ρετροφουτουριστικές, υποθέτω. Ωστόσο, γενικά, δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε ιδιαίτερα ως μυθιστόρημα παρά τα όλα όσα ακούγονται γι’αυτο.
Το Count Zero το έχω σχεδόν τελειώσει· μερικές σελίδες απομένουν. Και μου άρεσε πολύ περισσότερο. Από την αρχή κιόλας. Μετά, είχε πάλι μια περίεργη τεχνοαργκό και κάτι τεχνικές ορολογίες, αλλά τις συνηθίζεις πολύ πιο εύκολα απ’ό,τι στο Neuromancer και βρίσκεις το ενδιαφέρον στην ιστορία και στους χαρακτήρες.
Το Count Zero υποτίθεται ότι είναι συνέχεια του Neuromancer, αλλά διαβάζεται άνετα και από μόνο του τελείως. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα τώρα από το Neuromancer, όμως δεν είχα πρόβλημα με το Count Zero. Απλά τα δύο αυτά βιβλία διαδραματίζονται στον ίδιο κόσμο – που είναι ο δικός μας α λα cyberpunk στο μέλλον-που-ποτέ-δεν-ήρθε.
Υπάρχουν άνθρωποι που χαρακτηρίζουν τον William Gibson «προφήτη». Πραγματικά δεν ξέρω αν συμφωνώ μ’αυτό, ή αν είναι τρελά υπερεκτιμημένος. Όμως το ύφος του σ’αυτό το βιβλίο μού άρεσε – απλό, άνετο, ποτέ δεν σταματάει να κινείται η ιστορία, έξυπνος διάλογος, χαρακτήρες που μοιάζουν ζωντανοί από την ίδια τους τη δραστηριότητα, όχι επειδή κάποιος γράφει ατελείωτες βαρετές παραγράφους γι’αυτούς.
Ορισμένες τεχνικές ορολογίες μπορεί να μην ξέρεις ακριβώς τι είναι, όμως από τα συμφραζόμενα καταλαβαίνεις πιο εύκολα απ’ό,τι στο Neuromancer. Αν και είναι και κάποια πράγματα που σχετίζονται τελείως με την εποχή που γράφτηκε το βιβλίο – 1986. Για παράδειγμα, αναφέρεται σε γαιοδεσικούς θόλους (geodesic domes) σαν να είναι κάτι το δεδομένο που θα έπρεπε να ξέρεις, όπως λέμε τι είναι η πολυκατοικία. Δυστυχώς, σήμερα ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν ιδέα τι είναι αυτή η καταπληκτική ιδέα του Buckminster Fuller, πόσω μάλλον για τις πιο παράξενες και αντισυμβατικές ιδέες του.
Έχω τη γενική εντύπωση πως από το 1990 και ύστερα, τα πάντα άρχισαν να πηγαίνουν σταδιακά κατά διαόλου. Όλα τα καταπληκτικά και εμπνευσμένα πράγματα φαίνεται να έγιναν 1960-1980. Δυστυχώς δεν προχώρησαν από τότε. Κάποιο φρένο μπήκε. Ως συνήθως.