Η κουλτούρα μας συνεχώς ωθεί τους συγγραφείς να αγχώνονται και να καταπιέζονται (εντάξει, όχι μόνο αυτούς, αλλά γι’αυτούς θέλω να πω τώρα): κάτσε και παρακολούθα τι θα πει ο ένας ή ο άλλος για εσένα, κάτσε και μέτρα αστεράκια, μέτρα δολάρια ή ευρώ, μέτρα «δημοτικότητα», μέτρα «hits», βλέπε ποιος σε έχει διαβάσει, βλέπε που «εμφανίζεται» το βιβλίο σου, βλέπε ποιος «σημαντικός» σού δίνει σημασία, δώσε βάση τι λένε αυτοί γύρω σου, δώσε βάση στο «κοινό», κάνε σύγκριση των δικών σου γραπτών με αυτών ενός άλλου, διάβασε για να σε διαβάσουν... μια ατέρμονη λίστα από, κατά βάση, ανουσιότητες.
Γιατί; Επειδή η κοινωνία μας θέλει να μπλέκει τους πάντες σε ανταγωνιστικά παιχνίδια (ένα εκ των οποίων είναι και οι «κοινωνικοί» συγγραφείς). Πρέπει πάντα να επιδιώκεις κάτι παραπάνω, να συγκρίνεσαι με κάτι ή με κάποιον – για να βελτιώνεσαι, υποτίθεται.
Όλα αυτά σε κάνουν καλύτερο συγγραφέα, έτσι δεν είναι;
Αυτό δεν είναι το σωστό;
Όχι. Αυτό είναι το λάθος.
Εκείνο που, ουσιαστικά, επιτυγχάνεται (και όχι μόνο για τους συγγραφείς αλλά πάλι λέω ότι θέλω απλώς να αναφερθώ συγκεκριμένα σε αυτούς) δεν είναι να γίνονται καλύτεροι συγγραφείς: είναι να γίνονται πιο κομπλεξικοί, καταπιεσμένοι, και εν γένει ψυχάκιδες χωρίς να το καταλαβαίνουν, θεωρώντας την καταπίεση και τον ψυχαναγκασμό τους «φυσιολογική κατάσταση». Που, όμως, δεν είναι. Και αμφίβολο είναι καν αν τους κάνει καλύτερους ως συγγραφείς. Πολύ αμφίβολο.
Γιατί; Επειδή όλα αυτά τα καταπιεστικά και τα συγκριτικά έχουν τη βάση τους στον εγωκεντρισμό: βάζουν το εγώ σου να συγκρούεται ξανά και ξανά και ξανά με κάτι, ώσπου στο τέλος υποχρεωτικά ή θα τσακιστεί ή θα παραμορφωθεί και το αποτέλεσμα δεν θα είναι να είσαι καλύτερος αλλά απλώς ευκολότερα ελεγχόμενος και λιγότερο «αντιδραστικός» (πράγμα που για κάποιους, με τις δικές τους σκοπιμότητες, αυτό είναι ωφέλιμο).
Η λογοτεχνία, όμως – και η κάθε μορφή τέχνης, ουσιαστικά – είναι αντίθετη ως προς τον εγωκεντρισμό. Δεν γράφεις καλύτερα όταν γράφεις εγωκεντρικά έχοντας κάποιο σκοπό κατά νου (όπως πώς θα σε κρίνουν, τι θα πουν, πώς θα τους επηρεάσει, ή οτιδήποτε άλλο). Καλύτερα γράφεις όταν έχεις ξεπεράσει τον εγωκεντρισμό σου· όταν έχεις αφήσει το εγώ πίσω σου και έχεις προχωρήσει πέρα από αυτό, σε κάτι ανοιχτό και ατέρμονο. Από εκεί έρχονται οι καλές ιστορίες. Όχι όταν είσαι περιορισμένος σε κάτι, ή από κάτι, αλλά όταν ξεχνάς τον εαυτό σου και ακολουθείς κάτι άλλο και μπορείς να ταυτιστείς με οτιδήποτε και να καταλάβεις το οτιδήποτε.
Αυτό δεν μπορείς να το φτάσεις όταν είσαι περικυκλωμένος από ψυχαναγκασμούς και περιορισμούς. Μπορείς να το φτάσεις όταν εξασκείς τη δική σου κριτική ικανότητα και παρατήρηση επάνω στον κόσμο, παίρνοντας ό,τι νομίζεις χρήσιμο ή ωφέλιμο και παραμερίζοντας τα υπόλοιπα.
Και όλα τα παραπάνω που γράφω εδώ δεν σημαίνουν υποχρεωτικά ότι πρέπει να ακολουθεί κανείς μια σχόλη τύπου αυτόματης γραφής και να μη δίνει σημασία σε τίποτα. Σίγουρα χρειάζεται προσπάθεια και παρατήρηση για να γίνεις καλύτερος συγγραφέας. Δεν καταργώ τη μάθηση ή την εκπαίδευση. Αλλά αυτά κάποιος τα κυνηγά μόνος του, επειδή τον ενδιαφέρουν.
Όλα τα άλλα, τα εγωκεντρικά, που ακατάπαυστα προωθούνται ως «φυσιολογικό» μέσα στην κουλτούρα μας, είναι το πρόβλημα.
Τροφή για σκέψη.