Ένα πράγμα που αληθινά με έχει κάνει να απορώ όλα αυτά τα χρόνια είναι πώς στο διάολο μπορεί ένας συγγραφέας λογοτεχνίας, στην Ελλάδα, να βγάλει λεφτά από τα βιβλία του. (Και εννοώ λεφτά που να έχουν κάποια σημασία: δεν εννοώ 500 ευρώ τον χρόνο και αν.)
Παλιότερα είχα κάνει εκδόσεις και ο ίδιος, οπότε έχω δει πολλά πράγματα και με τα μάτια μου, όχι μόνο από φήμες. Κατέληξα πως το καλύτερο είναι να δίνεις τα βιβλία δωρεάν σε ηλεκτρονική μορφή και να παίρνεις δωρεές (όταν τυχαίνει να τις πιάσεις σαν να ψαρεύεις) γιατί αυτός είναι ο μόνος λογικός δρόμος αν δεν θέλεις να εγκαταλείψεις τελείως τη δημοσίευση ή να χρεοκοπήσεις.
Εξακολουθώ να απορώ κάθε τόσο πώς είναι ποτέ δυνατόν, στη χώρα μας, συγγραφέας να βγάλει λεφτά από τα βιβλία του. Ειδικά αν γράφει φανταστική λογοτεχνία, που είναι ένα «δύσκολο» είδος για την Ελλάδα.
Το δυστυχές είναι πως, κατά πάσα πιθανότητα, δεν μπορεί να βγάλει λεφτά, ακόμα κι αν δεν γράφει φανταστική λογοτεχνία αλλά κάποιο άλλο λογοτεχνικό είδος. Εκείνο που έχω καταλάβει εγώ είναι ότι, για να έχει ο συγγραφέας κάποια πιθανότητα να βγάλει λεφτά, πρέπει να γράφει, όχι ό,τι θέλει εκείνος, αλλά ό,τι θέλει κάποιος άλλος. Ο άλλος μπορεί να είναι είτε κάποιος εκδότης με επιρροή είτε κάποιος πολιτικάντης είτε κάποιος – οποιοσδήποτε που πάλι να έχει επιρροή. Ή ίσως να είναι κάποια ομάδα που να έχει επιρροή. Το ίδιο κάνει.
Το θέμα είναι ότι πρέπει να γράφεις κάτι που κάποιος άλλος να πιστεύει ότι κάπως εξυπηρετεί μια ατζέντα, είτε πολιτική είτε κοινωνική είτε κάτι τέτοιο. Οπότε και προωθεί τα βιβλία σε ένα συγκεκριμένο κοινό που περιμένει καθοδήγηση για το τι να διαβάσει. Και όταν λέω «καθοδήγηση», μη φανταστεί κανείς στρατιωτικές διαταγές. Συνήθως αυτό γίνεται μέσω προτάσεων από φίλους ή γνωστούς ή παρόμοιους ιδεολογικά, και τα λοιπά. Έτσι ο συγγραφέας μπορεί να έχει κάποια πιθανότητα να πουλήσει το βιβλίο του ή να πάρει δωρεές.
Και αυτό είναι κάτι που φαίνεται να υφίσταται γενικευμένα στην Ελλάδα. Τα βιβλία διαβάζονται κατόπιν συστάσεων. Φαίνεται να ισχύει ακόμα και για κοινωνικά δίκτυα τύπου Goodreads σχετικά με το ποιος παίρνει βαθμολογήσεις ή likes και ποιος όχι.
Δεν φαίνεται να υπάρχει εκείνο το τελείως ανεξάρτητο αναγνωστικό κοινό που απλά ψάχνει από μόνο του και διαβάζει ό,τι του αρέσει.
Πράγμα το οποίο με εκπλήσσει, γιατί εγώ είμαι ένας αναγνώστης ακριβώς αυτού του τύπου. Δεν περιμένω κανείς να μου υποδείξει τι να διαβάσω· απλά διαβάζω ό,τι νομίζω ότι θέλω να διαβάσω.
Αν δεν υπάρχει τέτοιο, ανεξάρτητο αναγνωστικό κοινό, δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση συγγραφέας, και δη λογοτεχνίας, να βγάλει λεφτά. Εκτός αν έχει πάτρωνα, που λένε – δηλαδή, κάποιον (ή κάποιους) που να τον προωθεί επειδή, κάπως, εξυπηρετεί την προσωπική του ατζέντα. Και πάλι, θα τον προωθεί σε ένα στοχευμένο κοινό, οπότε μιλάς για περιορισμένη εμβέλεια και το πόσα λεφτά βγαίνουν έτσι σχετικό είναι.
Αλλά, όπως και νάχει – και 2000 ευρώ το μήνα να βγάζεις έτσι – είναι απαίσιο.
Τι δεν πάει καλά, τελικά, σ’αυτή τη χώρα; Μετά αναρωτιόμαστε γιατί δεν υπάρχει ανάπτυξη και γιατί οι δημιουργοί δεν κάνουν τίποτα. Μα, αφού κανείς δεν τους υποστηρίζει οικονομικά, πώς να κάνουν; Κι εγώ αν δεν μπορούσα να ζω αλλιώς, δεν θα έγραφα. Απλά είμαι τυχερός ώστε να μπορώ να γράφω.
Αυτό όμως δεν είναι λογικό. Θα έπρεπε να βγάζω λεφτά από τα βιβλία μου, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο. Θα έπρεπε να υπάρχει συγκεκριμένος τρόπο να βγάζω λεφτά από τα βιβλία μου – χωρίς να υπηρετώ την ατζέντα κάποιου, και χωρίς να το παίζω ψαράς με το καλαμίδι.