Όσοι έχουν διαβάσει κάτι από αυτά που γράφω θα έχουν καταλάβει ότι δεν είμαι από τους συγγραφείς που γράφουν μικρές ιστορίες κυρίως αλλά μεγάλες ιστορίες που, πολλές από αυτές, τραβάνε σε συνέχειες σαν τηλεοπτική σειρά. Αυτό το κάνω επειδή μου αρέσει να ασχολούμαι με τα φανταστικά σκηνικά που επινοώ και με τους χαρακτήρες το ίδιο. Δε μ’αρέσει απλά να γράψω μερικές χιλιάδες λέξεις γι’αυτά τα πράγματα και μετά να τα παρατήσω.
Και το ίδιο κάνουν και αρκετοί άλλοι συγγραφείς, ειδικά φανταστικής λογοτεχνίας. Υπάρχει κάτι στη φανταστική λογοτεχνία που σε ωθεί να γράφεις συνέχειες και ιστορίες επί ιστοριών. Ίσως να είναι το ότι το σκηνικό είναι πλασματικό και, άρα, μπορείς να συνεχίζεις να το ανακαλύπτεις και να το μεταλλάσσεις επ’άπειρον. Είναι μαγεία.
Υπάρχει, όμως, και μια παγίδα εδώ στην οποία μπορεί εύκολα να πέσεις αν δεν σταθείς λίγο και αναρωτηθείς: Και πού σταματάω;
Θεωρητικά, μπορείς να γράφεις για πάντα για ένα φανταστικό σκηνικό ή για κάποιους χαρακτήρες μέσα σ’αυτό το σκηνικό. Ειδικά από ένα σημείο και έπειτα, αυτό έρχεται φυσικά. Η ίδια η εξέλιξη της ιστορίας σε ωθεί να το κάνεις, μέσα από τα ερωτηματικά που γεννιούνται και από τα γεγονότα που συμβαίνουν. Μπορείς, οπότε, να τελειώσεις ένα βιβλίο και, μετά, ν’ακολουθήσεις ένα αφηγηματικό παρακλάδι που βγαίνει από αυτό, ή ένα άλλο παρακλάδι. Ή μπορείς να εξερευνήσεις μια άλλη περιοχή στο ίδιο φανταστικό σκηνικό από την οποία οι χαρακτήρες της προηγούμενης αφήγησης είχαν, υποχρεωτικά, περάσει επί τροχάδην. Και όταν τα έχεις γράψει κι αυτά, παρουσιάζονται κι άλλα παρακλάδια, κι άλλα πράγματα που θα είχαν ενδιαφέρον να γράψεις πάνω σ’αυτό το σκηνικό, ή με αυτούς τους χαρακτήρες.
Πού σταματάς;
Ορισμένοι συγγραφείς δεν σταματάνε ποτέ. Γράφουν συνεχώς στο ίδιο σκηνικό, ή ιστορίες με τους ίδιους χαρακτήρες. Ένας τέτοιος συγγραφέας που μπορώ να σκεφτώ αυτή τη στιγμή επιτόπου είναι ο Raymond Feist. Αν δεν κάνω λάθος, ακόμα για τη Midekemia (ελπίζω να τη γράφω σωστά) γράφει.
Προσωπικά, προτιμώ να αναγκάζω τον εαυτό μου να το αφήσει κάπου. Να πει Εντάξει, εδώ τελειώσαμε τώρα. Ώστε να πάμε και σε κάτι άλλο. Να δούμε κάτι τελείως καινούργιο. Να εξερευνήσουμε πράγματα με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Δεν ωφελεί, νομίζω, να μένεις παγιδευμένος σε ένα μόνο σκηνικό ή σε μερικούς χαρακτήρες.
Γιατί, όμως, αυτό να είναι κακό;
Δε λέω ότι είναι «κακό» ακριβώς. Απλώς εμένα δεν μου αρέσει.
Και τώρα πάλι, καθώς τελείωσα μια σειρά, το αισθάνθηκα ξανά: αισθάνθηκα να με τραβάει να γράψω κι άλλα γι’αυτό το σκηνικό και γι’αυτούς τους χαρακτήρες. (Είναι μια σειρά που δεν έχω δημοσιεύσει ακόμα· είπα ότι θα ξεκινήσω πάλι από το 2025, και το κρατάω.) Θα ήθελα να γράψω κι άλλες ιστορίες εκεί. Αλλά κάπου πρέπει να πεις ότι έχεις τελειώσει: και ο φανταστικός κόσμος που έχεις πλάσει είναι ζωντανός, και μπορεί να προχωρήσει και χωρίς εσένα. Αυτό είναι και το θέμα, έτσι; Ότι το φανταστικό σκηνικό, καθώς γράφεις και γράφεις και γράφεις, από ένα σημείο και μετά ζωντανεύει. Γίνεται σαν πραγματικό. Γίνεται πιο πραγματικό από το πραγματικό. Αρχίζει να σε τραβάει, γιατί είναι ατέρμονο, όπως όλα τα ζωντανά πράγματα.
Αν ήθελα, μπορούσα να γράφω ακόμα Θυγατέρες της Πόλης, αλλά, φυσικά, δεν το κάνω. Κάπου έπρεπε να σταματήσω.
Αν ήθελα, μπορούσα να γράφω ακόμα και Άρμπεναρκ – αν είναι δυνατόν... Ναι, και όμως. Από τον καιρό της λάσπης. Μπορούσα να γράφω ακόμα εκεί, αν ήθελα. Αλλά δεν θα είχε νόημα, νομίζω. Δεν θα είχα εξερευνήσει άλλα πράγματα, ούτε από άποψη γραφής ούτε από άποψη σκέψης. Και, εκτός των άλλων, τα πρώτα βιβλία του Άρμπεναρκ δεν είναι και πολύ καλά (δεν ήμουν και τόσο καλός συγγραφέας τότε), και θα ήμουν καταδικασμένος πάντα αυτά να είναι τα «πρώτα βιβλία» μου που θα έπρεπε κάποιος να διαβάσει για να προχωρήσει.
Γενικά, μια καινούργια αρχή πάντα ωφελεί. Μια αρχή από το μηδέν.
NULL to INFINITY.