Χτες, με αφορμή ένα άρθρο που είχα δει, έγραψα ένα post για το πώς είναι δυνατόν κάποιος να διαβάζει κυρίως λογοτεχνία σε άλλη γλώσσα αλλά ο ίδιος να γράφει ελληνική λογοτεχνία. Σήμερα σκέφτηκα κάτι παραπλήσιο, κάτι που είναι εξίσου γλωσσολογικό ουσιαστικά, που έχει να κάνει με τη δύναμη και τις αδυναμίες της γλώσσας.
Ποτέ δεν έχει σχέση η γλώσσα στην οποία γράφεις. Η γλώσσα είναι πάντοτε αδύναμη να εκφράσει αυτό που θέλεις. Μπορεί να έχω μια κατάσταση μέσα στο μυαλό μου, πολύ έντονα – μπορεί να είναι μια σκηνή κυνηγητού, ή κάποιες σκέψεις ενός χαρακτήρα, ή κάποια συναισθήματα – και ξέρω ακριβώς πώς είναι αυτή η κατάσταση. Όμως ό,τι λέξεις κι αν πληκτρολογήσω, για κάποιο λόγο, μου φαίνονται λάθος. Δεν μου φαίνεται ότι μπορούν να εκφράσουν σωστά εκείνο που «βλέπω» μέσα στο μυαλό μου. Με τσαντίζει αυτό κάπου-κάπου. Είναι σαν να προσπαθείς να καταγράψεις μια βιωματική εμπειρία – κάτι που είναι, ουσιαστικά, ανέφικτο. Η πραγματικότητα δεν περιγράφεται με λέξεις· βιώνεται μόνο.
Αργότερα, όταν ξανακοιτάζω το κείμενο που έχω γράψει, απορώ με την αρχική μου αντίδραση. Συνήθως σκέφτομαι: Μα γιατί αυτό δε μου φαινόταν καλό; Δεν έχει κανένα πρόβλημα. Μια χαρά είναι οι λέξεις. Σου δίνουν να καταλάβεις τι γίνεται. Και ούτε είναι κακογραμμένες.
Τη στιγμή, όμως, που γράφω μπορεί να έχω μια τελείως διαφορετική εντύπωση για το θέμα. Γιατί προσπαθώ να γεφυρώσω εκείνο το αγεφύρωτο ουσιαστικά κενό ανάμεσα στη νοητική εμπειρία και στον γραπτό λόγο. Και υπάρχει περίπτωση οι λέξεις να μη μου φαίνονται αρκετές, η γέφυρα να μου μοιάζει πως έχει ανοίγματα, τρύπες, πως δεν είναι ολοκληρωμένη, πως θα πατήσεις σε μια από αυτές τις τρύπες και θα πέσεις.
Και προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως δεν είναι έτσι, πως η εμπειρία που έχω στο μυαλό μου μεταφέρεται μια χαρά στο γραπτό κείμενο. Άλλοτε τα καταφέρνω, άλλοτε όχι. Συνήθως το θέμα είναι παραισθητικό, όπως και οι περισσότερες ανθρώπινες εμπειρίες.
Όπως και νάχει, οι λέξεις ποτέ δεν είναι αρκετές. Αν κάποιος πρέπει να αναρωτηθεί για κάτι, είναι πώς θα μπορούσαν ποτέ να επαρκούν για να γεφυρώσουν αυτό το κενό από τη σκέψη στο γραπτό κείμενο. Σε οποιαδήποτε γλώσσα.