Από το Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη:
πατερναλισμός: (ο) ουσ. η πατριαρχική ή πατρική αντίληψη για το ρόλο του προϊσταμένου επιχειρήσεως, ιδρύματος ή υπηρεσίας | (πολιτ.) η άσκηση πολιτικής με στόχο τον έλεγχο και την κυριαρχία επί των πολιτών, υπό το πρόσχημα της προστασίας: ο πατερναλισμός των δικτατόρων
Σου θυμίζει κάτι από την πρόσφατη παγκόσμια ιστορία; Εε, σαν να λέμε μέσα στους τελευταίους δύο μήνες;