Διαβάζοντας τώρα το Mistress of Mistresses, του Eddison (το οποίο έχει κάποια σχέση με το The Worm Ouroboros αλλά δεν νομίζω ότι αποτελεί και συνέχειά του), απορώ κυρίως για ένα πράγμα: πώς είναι δυνατόν, ακόμα και το 1930, να έγραφαν τέτοιο διάλογο.
Αποκλείεται, φυσικά, οι πραγματικοί άνθρωποι εκείνη την εποχή να μιλούσαν έτσι.
Οι χαρακτήρες σ’αυτό το μυθιστόρημα δεν είναι σαν να μιλάνε: είναι σαν να απαγγέλλουν ποίηση και, μάλιστα, στην καθαρεύουσα! Νομίζεις ότι διαβάζεις την Ιλιάδα. Η αφήγηση είναι γραμμένη πιο πεζά από τον διάλογο. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, παρότι έχω διαβάσει πάρα πολλά αγγλικά βιβλία και δεν έχω πρόβλημα να κατανοήσω το οτιδήποτε στα αγγλικά, σε πολλά σημεία δυσκολεύομαι να καταλάβω τι θέλουν να πουν οι χαρακτήρες του Eddison ενώ σε κάποια άλλα σημεία απλά δεν καταλαβαίνω. Ίσως να πρέπει να το διαβάσεις σαν να κάνεις ανάλυση κειμένου, όχι σαν να διαβάζεις τεμπέλικα ένα μυθιστόρημα· αλλά αυτό δεν είμαι πρόθυμος να το κάνω.
Απορώ, πάντως, και πάλι, πώς είναι δυνατόν, ακόμα και το 1930 – ή και παλιότερα – να έγραφαν τέτοιο διάλογο. Τι σκοπό μπορεί να εξυπηρετεί; Μια αίσθηση μεγαλείου; Ίσως. Μια αίσθηση μυθικότητας; Ίσως. Αλλά, μπροστά στη σύγχυση που προκαλεί, δε νομίζω ότι αξίζει.
Σήμερα, δεν πιστεύω κανείς να γράψει έτσι τον διάλογο. Ή, αν το κάνει, δεν τον έχω μέχρι στιγμής συναντήσει.. Ακόμα και όσοι γράφουν πιο αρχαϊκά, δεν φτάνουν σε αυτό το άκρο.
Προσωπικά, για να είμαι ειλικρινής, δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να γράψω κάτι αντίστοιχο στα ελληνικά παρά μόνο με εξωφρενική προσπάθεια. Θα έπρεπε, όχι μόνο να χρησιμοποιείς πολύ εξεζητημένες λέξεις, αλλά να γράφεις και στην καθαρεύουσα και με εσκεμμένα μπλεγμένη σύνταξη.