Έχω πια φτάσει στο 4ο βιβλίο του Gondwane (έξι έχει η σειρά) και ομολογώ πως έχω πάθει την πλάκα μου. Καμία σχέση με το Thongor and the Wizard of Lemuria που είχα διαβάσει πριν από ένα χρόνο και ήταν, εκτός από αφόρητα κλισέ, πολύ χάλια στο φινάλε του. Φαίνεται πως είχα βιαστεί να κρίνω τον Lin Carter.
Στο Gondwane έχει ιδέες εξωφρενικές, και είναι γραμμένο με έναν τρόπο που παίζει ανάμεσα στο κωμικό – ή στο όχι και τόσο σοβαρό – και στο περισσότερο σοβαρό. Όλα αυτά δίνουν μια τρομερά παράξενη και σουρεαλιστική αίσθηση. Ο κόσμος που παρουσιάζει είναι αληθινά πρωτότυπος και δημιουργικός. Και συνεχώς εμφανίζει καινούργια πράγματα που σε εκπλήσσουν.
Μοιάζει να είναι πραγματικά τρομερή σειρά. Κατά πάσα πιθανότητα, θα γίνουν από τα αγαπημένα μου βιβλία.
Κι εδώ υπάρχουν κάποια τέλη, ή ενδιάμεσα τέλη (δηλαδή, όχι στο τέλος-τέλος του βιβλίου), που μοιάζουν με από μηχανής θεός, που σου δίνουν μια αίσθηση ότι πολύ εύκολα τελείωσαν τα πράγματα, πολύ εύκολα αντιμετωπίστηκε ο μεγάλος κακός ή μεγάλη απειλή· όμως εδώ, σε αντίθεση με το Thongor and the Wizard of Lemuria, αυτό προσδίδει κάτι στη μαγεία του αφηγήματος, δεν αφαιρεί. Μπορεί, πχ, να εμφανίζεται ένα τεράστιο τέρας και να φαίνεται ότι δεν υπάρχει καμιά σωτηρία από αυτό, και μετά να έρχεται ένας γέρο-μάγος επάνω σε ιπτάμενο όχημα, να του ρίχνει μια σκόνη, και να το μετατρέπει ξαφνικά σε ύψος πέντε εκατοστών! (Τυχαίο παράδειγμα τελείως, δεν υπάρχει μέσα στα βιβλία· απλά για να δείξω τι εννοώ.) Έχει πλάκα. Και, σε συνδυασμό με όλα τα υπόλοιπα, δεν χαλάει καθόλου την αφήγηση.
Όταν ολοκληρώσω τη σειρά – που, μάλλον, δεν θ’αργήσω – οπωσδήποτε θα γράψω κανονική βιβλιοκριτική πολύ πιο αναλυτικά.