(Μια επανάληψη από το παλιό blog.)
Στην καθημερινότητα, όταν αφηγούμαστε ένα περιστατικό, συχνά μπλέκουμε τον Ενεστώτα με τον Αόριστο, παρότι πρόκειται πάντα για παρελθοντική αφήγηση.
Πχ, μπορεί να πεις: Και του λέω “Μην πας, ρε, αποκεί”, αλλά εκείνος πηγαίνει, και μετά τρέξαμε και τον πιάσαμε λίγο προτού πέσει.
Εδώ μπλέκονται δύο χρόνοι.
Στη λογοτεχνία δεν το κάνεις αυτό. Γράφεις, συνήθως, ή σε Αόριστο ή σε Ενεστώτα. Και αν κάποια στιγμή αλλάζεις μεταξύ τους το κάνεις για συγκεκριμένο αφηγηματικό λόγο ‒ πχ, για να δείξεις αλλαγή στον χρόνο, ή για να δημιουργήσεις διαφορετική αίσθηση. Δεν το κάνεις τυχαία. Το να το κάνεις τυχαία, συνήθως σημαίνει ότι δεν ξέρεις να γράφεις και πολύ καλά.
Και συμφωνώ με όλα αυτά. Ούτε εμένα μ’αρέσει ν’αλλάζει τυχαία ο χρόνος μέσα στην αφήγηση. Πχ, αν δω κάποιος να γράφει έτσι–
Ταξίδευαν τρεις μέρες στις ερημιές και έβλεπαν μόνο κάκτους και βράχους, αλλά την τέταρτη μέρα, ενώ ο ήλιος είναι ψηλά στον ουρανό, ο Τζοκ βλέπει μια πελώρια σκιά στον ορίζοντα και νομίζει πως είναι κάτι το ζωντανό. “Τι είναι αυτό;” ρώτησε τη Μάριαν.
–δεν θα μου αρέσει. Εκτός αν έχει κάτι εξαιρετικό να πει, ή αν το κάνει για συγκεκριμένο λόγο.
Είναι όμως να αναρωτηθείς γιατί έχουμε αυτή τη συνήθεια της… σταθερότητας του χρόνου μέσα στην αφήγηση. Όπως είπα παραπάνω, στην καθημερινότητα συνεχώς αλλάζουμε χρόνο όταν αφηγούμαστε παρελθοντικά περιστατικά ‒ μια στον Αόριστο, μια στον Ενεστώτα, σαν να μην υπάρχει διαφορά καμία. Και κανένας δεν έχει πρόβλημα να καταλάβει τι λες.
Τροφή για σκέψη, ίσως.