Σήμερα είχα ακούσει ότι θα έπεφτε λίγο η ζέστη.
Ξυπνάω το πρωί και βλέπω μουντάδα απέξω. Συννεφιά; σκέφτομαι. Μετά, ανοίγω τη μπαλκονόπορτα και βγαίνω...
...και τρώω όλη τη στάχτη κατάμουτρα.
Δεν είναι μουντός ο καιρός, τελικά. Είναι οι φωτιές του.
Τρομοκρατήσανε τον κόσμο με την «τρομερή» πανδημία τους προτού ακόμα έχουμε έναν άρρωστο από αυτήν. Γαμήσανε όλη τη χώρα με τα θλιβερά lockdown που δεν πρόσφεραν τίποτα εκτός από οικονομική και ψυχική καταστροφή. Δεν ενίσχυσαν ποτέ, ούτε λίγο, το σύστημα δημόσια υγείας το οποίο ήταν ανέκαθεν σε μαύρα χάλια – αν μη τι άλλο, του έκαναν και καταστροφή. (Αγόρασαν, όμως, θωρακισμένα αστυνομικά οχήματα και αύρες.) Ξεπουλήσανε, στη συνέχεια, τη χώρα στη Μεγάλη Φάρμα, και απειλούν να εξαπλώσουν σιχαμερή εμβολιοχούντα προς κάθε σημείο του ορίζοντα. Και ώς πότε αυτά; Άγνωστο το μέλλον, τέκνον μου... Φυσικά.
Ε, τώρα, είπαν να τα αποτελειώσουν όλα. Να κάψουν και τα πάντα, να πάνε στο διάολο.
Η χειρότερη κωλοκυβέρνηση που έχει περάσει από αυτό τον τόπο τα τελευταία 850 χρόνια.