Από παλιά με εξέπλητταν κάποιες συμβουλές που δίνουν ορισμένα βιβλία για το πώς να γράφεις λογοτεχνία, ή παρόμοιες οδηγίες που δίνουν κάποια εργαστήρια δημιουργικής γραφής – αναφερόμενος, κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά, στη διεθνή λογοτεχνία. Παρουσιάζουν «κανόνες» ως γενικές αλήθειες οι οποίοι, όμως, δεν είναι γενικές αλήθειες αλλά προτιμήσεις. (Πολύ λίγα πράγματα, άλλωστε, στη λογοτεχνία είναι «γενικές αλήθειες», αν το καλοσκεφτείς.)
Μικρός, που κυνηγούσα πολύ περισσότερο πράγματα όπως βιβλία για το πώς να γράφεις, είχε τύχει να διαβάσω συμβουλές που, ακόμα και τότε, μου φαίνονταν αστείες αν όχι αρτηριοσκληρωτικές και αντιδημιουργικές. Είχα διαβάσει, για παράδειγμα, ότι ο «κακός» (villain) της ιστορίας πρέπει να έχει εμφανιστεί ώς το κεφάλαιο 3. Ή, ότι δεν μπορείς να προσθέτεις καινούργιους χαρακτήρες μετά από το 1/3 του βιβλίου. Ή, ότι η πλοκή πρέπει να ακολουθεί μια συγκεκριμένη μορφή σταδιακής ανόδου, κορύφωσης, και πτώσης (τέλους ιστορίας).
Όλα αυτά στοχεύουν στο να γράψει κανείς, υποτίθεται, καλύτερες ιστορίες για τον αναγνώστη. Αλλά τι σημαίνει «καλύτερη ιστορία» για τον αναγνώστη; Το να διαβάζει συνεχώς την ίδια και την ίδια μορφή, χωρίς παρεκκλίσεις; Να αποχαυνώνεται;
Ουσιαστικά, όλα αυτά ποντάρουν στη διαμόρφωση μιας αγοράς που θέλει να θεωρεί τους αναγνώστες λιγάκι κουτούς, ανθρώπους που ζητάνε διαρκή επανάληψη χωρίς να πεθαίνουν από την ανία.
Ορισμένες άλλες «συμβουλές» που μπορεί να ακούσεις έχουν να κάνουν ξεκάθαρα με την αγορά «την οποία έχεις στόχο». Όπως: αν θες να πουλήσεις στην αγορά τρόμου, πρέπει να γράφεις έτσι κι έτσι κι έτσι· αν θες να πουλήσεις στην αγορά ρομάντζου, πρέπει να γράφεις αυτό κι αυτό κι αυτό.
Ναι, σίγουρα υπάρχουν κάποιες διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα λογοτεχνικά είδη· όμως, αν συνεχώς αυτά τα είδη ακολουθούν παγιωμένες μορφές, τότε δεν βλέπεις και καμιά εξέλιξη...
Έτσι, ακόμα και σήμερα, που υποτίθεται πως έχουν ανοίξει οι ορίζοντες με το διαδίκτυο και ο καθένας μπορεί να κυκλοφορήσει ό,τι θέλει, δύσκολα βρίσκεις πραγματικά δημιουργικές γραφές που ξεφεύγουν από τα καθιερωμένα πλαίσια.
Στην Ελλάδα, το πρόβλημα δεν είναι ακριβώς αυτό, γιατί δεν έχουμε ουσιαστικά αγορά βιβλίου της προκοπής· αλλά έχουμε παρόμοια προβλήματα για τα οποία είχα γράψει πρόσφατα.