3/1/2021
Τα Βιβλία που Διάβασα Μέσα στο 2020
Μια σύντομη ανασκόπηση...
Διάβασα αρκετά λογοτεχνικά βιβλία μέσα στο 2020. Θα μπορούσα, ίσως, να είχα διαβάσει και περισσότερα. Πάντα προσπαθώ να διαβάσω περισσότερα, πάντα αποτυχαίνω. Αλλά κυρίως εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να βρω κάποιο βιβλίο που αληθινά θα με συνεπάρει, αληθινά θα με γοητεύσει, αληθινά θα το θαυμάσω· κι αυτό έχει αρχίσει να γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο εδώ και πολλά χρόνια. Ωστόσο, κάποια από τα βιβλία που διάβασα φέτος τα θεωρώ αρκετά καλά.
Ας αρχίσουμε...
The Ring of Five Dragons, The Veil of a Thousand Tears, The Cage of Nine Banestones
του Eric Van Lustbader
Γι’αυτή την τριλογία, την οποία θεωρώ από τα καλύτερα πράγματα που διάβασα ετούτη τη χρονιά, έχω γράψει μια ολόκληρη βιβλιοκριτική.
The West Is Dying
του David C. Smith
Στην αρχή, μου άρεσε πολύ. Προχωρώντας, μου άρεσε αρκετά. Προς το τέλος, ο ενθουσιασμός μου άρχισε να ελαττώνεται. Αλλά εξακολουθούσαν να μου φαίνονται υποσχόμενες οι συνέχειες του βιβλίου. Ο φανταστικός κόσμος του είναι κλασικός: μοιάζει με τον δικό μας την εποχή της Βυζαντινορωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Υπάρχει όντως μια ισχυρή αυτοκρατορία της Δύσης, και υπάρχουν και ανατολίτες που μοιάζουν «ακατανόητοι» στους δυτικούς. Υπάρχει, μάλιστα, και μια πόλη σαν την Ιερουσαλήμ, που τη διεκδικεί και η Ανατολή και η Δύση. Όλα αυτά είναι αρκετά κλισέ και ανέμπνευστα όταν αναζητάς – όπως εγώ – να διαβάσεις για παράξενους, μαγευτικούς, δημιουργικά φτιαγμένους φανταστικούς κόσμους. Όμως η όλη ιστορία, έτσι όπως παρουσιάζεται, ξεφεύγει αρκετά από τα συνηθισμένα στερεότυπα του είδους. Η μαγεία, επίσης, όπως χρησιμοποιείται, μοιάζει περίεργη, μυστηριώδης, ακατάληπτη. Ωστόσο, δεν μπορούσα πραγματικά να αγαπήσω τους χαρακτήρες. Και προς το τέλος του βιβλίου ετοιμάζεται μια επανάσταση που περισσότερο με σοσιαλιστική προπαγάνδα μού έμοιαζε. Ανεξαρτήτως αν κατά βάση συμφωνώ ιδεολογικά με κάποιες πολιτικές απόψεις, το σκηνικό δεν «έδενε» με αυτή την επανάσταση. Το βιβλίο μιλά για «το κεφάλαιο», λέει ότι ο κόσμος «δεν έχει δουλειές», και τέτοια πράγματα. Αλλά κατά τα άλλα το σκηνικό είναι σαν Βυζαντινορωμαϊκή Αυτοκρατορία... που τότε το κεφάλαιο δεν ήταν τόσο σημαντικό όσο η φεουδαρχία, και τον κόσμο δεν τον ανησυχούσε αν δεν είχε δουλειές· τον ανησυχούσε που οι άρχοντές του τον σκότωναν στη δουλειά από το πρωί ώς το βράδυ και του έδιναν έναν κομμάτι ψωμί. Εντάξει, όμως, σκέφτηκα, είναι φανταστικός ο κόσμος· μπορεί εδώ τα πράγματα να είναι λίγο διαφορετικά. Σωστά; Η συνέχεια πρέπει να είναι καλή... Και πήγα στο επόμενο βιβλίο αυτής της τριλογίας.
Sorrowing Vengeance
του David C. Smith
Το Sorrowing Vengeance είναι η συνέχεια του The West Is Dying. Περίμενα ότι θα ήταν καλύτερο από το πρώτο βιβλίο, αλλά μου φάνηκε πολύ χειρότερο. Όλα αυτά που είχα θεωρήσει αρνητικά στο The West Is Dying εδώ εντείνονται. Το όλο θέμα μοιάζει απελπιστικά με σοσιαλιστικό κήρυγμα, και όχι μόνο αυτό αλλά δεν ταιριάζει κιόλας με το σκηνικό. Δεν ήταν έτσι τα πράγματα σε φεουδαλικό καθεστώς. Και ο κόσμος είναι φτυστός ο δικός μας αλλά με αλλαγμένα ονόματα. Επίσης, ένας χαρακτήρας πεθαίνει με τελείως απαξιωτικό τρόπο, που πάλι μου φάνηκε «παραδειγματικός», σαν να ήθελε ο συγγραφέας να δείξει ότι οι άνθρωποι «αυτού του είδους» είναι ουσιαστικά για σκότωμα. Αλλά, ακόμα κι όταν παρουσιάζεις έναν χαρακτήρα που είναι «κακός», πάλι πρέπει να έχεις κάτι να κάνεις μ’αυτόν, έστω κι αν στο τέλος σκέφτεσαι να τον καθαρίσεις. Εδώ δεν γίνεται τίποτα ουσιώδες με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα. Όλα αυτά θα τα συγχωρούσα, όμως, αν η πλοκή είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Αλλά ούτε και η πλοκή έχει πολύ ενδιαφέρον παρά μόνο στο τέλος. Και οι περισσότερες συναναστροφές των χαρακτήρων μού έμοιαζαν «νουθετιστικές» και, άρα, στημένες. Απογοητεύτηκα, γιατί το πρώτο βιβλίο δεν ήταν τόσο κακό. Ειδικά στην αρχή, ήταν αξιοσημείωτα καλό. Γι’αυτό κιόλας άργησα πολύ να προχωρήσω στο τρίτο. Σκεφτόμουν, μάλιστα, να μην προχωρήσω ποτέ. Αλλά είπα: αφού την ξεκινήσαμε τη ρημάδα την τριλογία.... Και, λίγο προτού βγει ο χρόνος, διάβασα το The Passing of the Gods.
The Passing of the Gods
του David C. Smith
Προς το τέλος του χρόνου αποφάσισα να το διαβάσω και αυτό, έτσι για να έχω ολοκληρώσει την τριλογία. Δεν περίμενα να ήταν καλύτερο από το Sorrowing Vengeance, και δεν ήταν. Ήταν χειρότερο. Πλοκή, σχεδόν ανύπαρκτη. Δημιουργικές και παράξενες ιδέες δεν υπάρχουν. Οι χαρακτήρες, από την αρχή ώς το τέλος, μιλάνε ή σκέφτονται για πράγματα όπως: τι είν’ η ζωή, τι είν’ ο άνθρωπος, τι είν’ η κοινωνία, προς τα πού βαδίζουμε. Ορισμένοι από αυτούς τους προβληματισμούς έχουν ενδιαφέρον, αλλά αν ήθελα να διαβάσω τέτοιους προβληματισμούς θα διάβαζα κάνα δοκίμιο, κανένα φιλοσοφικό σύγγραμα – κάτι τέτοιο. Όχι, πάντως, λογοτεχνία και, μάλιστα, φανταστική. Επιπλέον, αρκετοί από αυτούς τους διαλόγους δεν ξέρω κατά πόσο είναι αληθοφανείς. Και όταν δεν μιλάνε οι χαρακτήρες για το τι είν’ η ζωή, τι είν’ ο άνθρωπος, γίνεται κήρυγμα για το Καλό και για το Κακό, και για το πώς το Κακό εξαπατά· και βλέπουμε, μάλιστα, και μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο μάγους που ο ένας είναι «καλός» και ο άλλος «κακός», η οποία ουσιαστικά είναι φιλοσοφική διατριβή περί Καλού και Κακού, όχι σύγκρουση. Και, για να είμαι ειλικρινής, νομίζω πως ο συγγραφέας έχει αρκετά περιορισμένη αντίληψη τού τι είναι Κακό και τι Καλό· αλλά, τέλος πάντων, αυτό δεν μ’ενδιαφέρει... Το βιβλίο περιλαμβάνει, επίσης, μια τρομερή κοσμική καταστροφή όπου ολόκληρος ο κόσμος αλλάζει· το πώς καταφέρνει να την κάνει τόσο βαρετή είναι εκπληκτικό. Όπως και νάχει, το μετάνιωσα τελικά που το διάβασα – αισθάνθηκα ότι έχασα τον χρόνο μου – αλλά ήθελα να την τελειώσω την τριλογία. Ίσως σε κάποιους άλλους να αρέσει ένα τέτοιο βιβλίο· δεν ξέρω. Ίσως να είναι απλά θέμα δικού μου γούστου και αισθητικής.
Dilvish, the Damned
του Roger Zelazny
Όποτε πιάνω να διαβάσω κάτι από Roger Zelazny, πάντα ψάχνω να βρω το επόμενο Amber, το οποίο και έχω λατρέψει. Μέχρι στιγμής δεν έχω βρει το επόμενο Amber, και ούτε τώρα το βρήκα. Το Dilvish, the Damned, όμως, δεν είναι άσχημο. Αποτελείται από κάμποσες μικρές ιστορίες, πάντα με πρωταγωνιστή τον ήρωα του τίτλου του βιβλίου, οι οποίες, αν και δεν είναι άμεσες συνέχειες μεταξύ τους, ακολουθούν χρονολογικά η μία την άλλη και συμπληρώνουν ένα κάποιο ψηφιδωτό. Αρχικά, είναι πολύ μυθικές, σχεδόν παραμυθένιες. Είναι αυτό που συμβαίνει όταν ο Roger Zelazny προσπαθεί να μιμηθεί τον Lord Dunsany – και δεν είναι καθόλου κακό. Όσο, όμως, οι ιστορίες προχωρούν, το μυθικό ύφος ελαττώνεται σταδιακά και τη θέση του παίρνει το συνηθισμένο περιπετειώδες ύφος του Zelazny – πράγμα που, επίσης, δεν είναι καθόλου κακό. Απλώς δεν είναι και το Amber. Η τελευταία ιστορία είναι, δυστυχώς, η χειρότερη. Μου θύμιζε επεισόδιο από τηλεοπτική σειρά ηρωικής φαντασίας· αλλά, τουλάχιστον, καλό επεισόδιο από τέτοια σειρά.
The Changing Land
του Roger Zelazny
Το Changing Land είναι η συνέχεια του Dilvish, the Damned, έχοντας πάλι τον ίδιο πρωταγωνιστή. Όμως τώρα δεν είναι πολλές μικρές ιστορίες· είναι ένα ενιαίο μυθιστόρημα. Μου φάνηκε πολύ χειρότερο από το Dilvish, the Damned, και γενικά δεν μου άρεσε. Δε μου έμοιαζε να έχει αρκετό ενδιαφέρον. Είχε, ομολογουμένως, κάποιες παράξενες ιδέες, αλλά αυτό δεν επαρκεί από μόνο του. Συνεχώς παρουσίαζε χαρακτήρες που περιφέρονταν σε αλλόκοτους χώρους. Και ξέρεις κάτι; Αν ήταν ταινία και έβλεπες όλα αυτά τα αλλόκοτα, σουρεαλιστικά σκηνικά, ίσως να ήταν καλό. Θα ήταν κάτι που θα μπορούσε να είχε φτιάξει ο David Lynch. Όμως ένα βιβλίο, για να κρατήσει το ενδιαφέρον, χρειάζεται περισσότερη πλοκή. Τουλάχιστον, για εμένα. Η εικόνα δεν περνάει καλά στα βιβλία (έχω γράψει και σχετικό άρθρο πρόσφατα). Αρκετές φορές, μάλιστα, δεν καταλάβαινα τι ακριβώς ήθελε να περιγράψει ο συγγραφέας. Το φινάλε ήταν αρκετά καλό, αλλά περιλαμβάνει κάτι τέρατα που, αν δεν τα θεωρήσεις αντιγραφή από το Hounds of Tindalos, μάλλον δεν έχεις ιδέα τι είναι αυτό.
The Adventures of Una Persson and Catherine Cornelius in the 20th Century
του Michael Moorcock
Έχω διαβάσει πολλά βιβλία του Moorcock: όλα του Elric, όλα του Corum, όλα του Hawkmoon· έχω διαβάσει το Dancers at the End of Time και την τριλογία του Bastable, και το Glorianna, και σίγουρα και άλλα που τώρα δεν μου έρχονται στο μυαλό. Έχω πια βαρεθεί αρκετά τον Moorcock. Αυτό εδώ ξεκίνησα να το διαβάζω επειδή μου φάνηκε περίεργο, ένα από τα πιο ψυχεδελικά του. Στην αρχή, μου έμοιαζε υποσχόμενο. Ύστερα, δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε και πολύ. Περιγράφει διάφορα περιστατικά από τις ζωές της Una Persson και της Catherine Cornelius τα οποία όμως δεν συνδέονται έτσι που τελικά να σχηματιστεί μια πλοκή με ικανοποιητικό τέλος. Οπότε η όλη ιστορία καταλήγει να είναι μια συλλογή από ξεκάρφωτα επεισόδια, πολλά από τα οποία είναι ερωτικού περιεχομένου σχεδόν σαν να τα είχε γράψει ο ντε Σαντ. Το όλο πράγμα έχει μια κάποια ιδιαίτερη αισθητική, αναμφίβολα, αλλά ως σύνολο δεν μπορώ να πω ότι με άφησε ευχαριστημένο.
Hero of Dreams
του Brian Lumley
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο που διάβασα από Brian Lumley· δεν έχω διαβάσει άλλα βιβλία του (ναι, ούτε τον Νεκροσκόπο – αν και τον έχω στα υπόψη). Το σκηνικό εδώ είναι οι Ονειροχώρες (Dreamlands) του Lovecraft, αλλά το βιβλίο είναι γραμμένο με τρόπο που ο Lovecraft ποτέ δεν θα έγραφε. Παρότι είναι όντως οι Ονειροχώρες, χωρίς αμφιβολία, η όλη αφήγηση δεν μοιάζει παρά ελάχιστα ονειρική. Οι δύο πρωταγωνιστές μας πολύ γρήγορα μεταφέρονται από τη συμβατική πραγματικότητα στα Όνειρα, και εκεί δρουν ως adventurers που θα νόμιζες ότι έχουν βγει από παιχνίδι Dungeons & Dragons. Τα πάντα τα παίρνουν πολύ ελαφρά, κάνουν πλάκα συνέχεια μιλώντας ο ένας στον άλλο, γκρινιάζουν σαν χαζοί· γενικά, δεν είναι και πολύ σοβαροί. Ο διάλογος είναι, ομολογουμένως, πνευματώδης αλλά μοιάζει περισσότερο με αυτά που θα έλεγαν οι παίχτες γύρω από ένα τραπέζι ενώ παίζουν D&D παρά με αυτά που θα έλεγαν κάποιοι αληθοφανείς χαρακτήρες. Τώρα θα μου πεις, βέβαια, είναι όλα ένα όνειρο, είναι οι Ονειροχώρες, άρα γιατί οι τυχοδιώκτες μας να μην αστειεύονται σαν μαλάκες; Όμως, μέσα σ’αυτά τα όνειρα, μπορείς να σκοτωθείς κανονικά· δεν έχεις ανοσία στον θάνατο. Οι κίνδυνοι είναι πραγματικοί, και πολύ, πολύ σοβαροί. Οι δύο ήρωές μας, ωστόσο, φέρονται με μια τελείως επιπόλαιη νοοτροπία τύπου «Μας ζητά κάποιος να μπούμε σε επικίνδυνες σπηλιές γεμάτες τέρατα όπου όλοι όσοι έχουν πάει έχουν σκοτωθεί; Ε, εντάξει· πάμε, ρε γαμώτο! Μπορεί και νάχει πλάκα!» Πέρα από αυτά, όμως, το βιβλίο, για τα δεδομένα του, δεν είναι και τόσο κακό. Έχει, όντως, πλάκα. Και επιδεικνύει αρκετή δημιουργικότητα. Προς το τέλος, παρουσιάζεται μια κακιά δαιμόνισσα που μοιάζει να έχει βγει από μισογύνικη φαντασίωση, πολύ κιτς, αλλά ευτυχώς ταιριάζει με το όλο σκηνικό και δεν θα το κατέκρινα όπως κανονικά θα έκανα. Συνολικά, βρήκα το Hero of Dreams διασκεδαστικό, αλλά τίποτα περισσότερο από αυτό.
Ship of Dreams
του Brian Lumley
Αυτή είναι η συνέχεια του Hero of Dreams, και είναι τελείως απογοητευτική. Όλα τα αρνητικά του Hero of Dreams υπάρχουν και εδώ, αλλά πολλαπλασιασμένα. Μάλιστα, η βασική κακίστρω της ιστορίας μοιάζει πάλι σαν να βγήκε από την ίδια ακριβώς μισογύνικη φαντασίωση όπως εκείνη η δαιμόνισσα στο προηγούμενο βιβλίο. Είναι η κλασική περίπτωση πανέμορφης τύπισσας που (φυσικά) προσελκύει τον κεντρικό ήρωα στο κρεβάτι της σαν να είναι μαλάκας, αλλά όταν αρχίζουν τις ερωτοτροπίες ο ήρωάς μας διαπιστώνει ξαφνικά ότι αυτή η γυναίκα είναι τέρας – κυριολεκτικά! Μαλακίες, τουτέστιν, και τελείως κλισέ. Αλλά θα μπορούσα να το παραβλέψω αν όλα τα υπόλοιπα σ’αυτό το βιβλίο ήταν καλύτερα. Δυστυχώς, δεν είναι. Έχει ορισμένα καλά στοιχεία – επιδεικνύεται κάποια αξιοσημείωτη δημιουργικότητα και εδώ, αν και λιγότερη απ’ό,τι στο Hero of Dreams, νομίζω – όμως εν γένει το γράψιμο είναι κακό, η πλοκή είναι χειρότερη, ο διάλογος είναι σαν να μιλάνε βλαμμένοι γύρω από ένα τραπέζι ενώ παίζουν D&D, και το τέλος αναμενόμενο και κλασικό για τέτοιες ιστορίες. Σκεφτόμουν να διαβάσω και το επόμενο, το Mad Moon of Dreams, αλλά τώρα διστάζω...
Captain Blood
του Rafael Sabatini
Το Captain Blood είναι από τα βιβλία που δυσκολεύομαι να βρω: αυτά, δηλαδή, που είναι καλές περιπέτειες με πειρατές. Από άποψη πλοκής διαβάζεται άνετα ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα. Ο διάλογος, βέβαια, μοιάζει λίγο περίεργος για τις μέρες μας. Είναι καταφανώς από άλλη εποχή. Σήμερα δεν μπορείς να πιστέψεις ότι άνθρωποι θα μιλούσαν έτσι. Για όταν γράφτηκε το βιβλίο, όμως... δεν ξέρω· ίσως αυτό να θεωρείτο φυσιολογικό. Όπως και νάχει, έχω υπόψη να διαβάσω σύντομα και το επόμενο της σειράς, The Chronicles of Captain Blood.
A Life for Kregen, A Sword for Kregen, A Fortune for Kregen, A Victory for Kregen
του Alan Burt Akers
Αυτά είναι τα τέσσερα επόμενα βιβλία στη γιγάντια σειρά με τον Dray Prescot. Αν και μου άρεσαν, ίσως, λιγότερο από κάποια προηγούμενα (εξαιρούνται βέβαια τα πρώτα πέντε που δεν είναι και τόσο καλά), η δημιουργικότητα εξακολουθεί να βαράει κόκκινο, η πλοκή να έχει συνεχώς τρομερό ενδιαφέρον, και η μία εξωφρενική κατάσταση να ακολουθεί την άλλη αλλά με τρόπο που δένει με την όλη ιστορία. Κάθε χρόνο διαβάζω και μερικά βιβλία του Dray Prescot (που το καθένα δεν είναι μεγάλο) και σκοπεύω να συνεχίσω.
The Infernal Bargain and Other Stories
Αυτή είναι μια ανθολογία ιστοριών ηρωικής φαντασίας από σύγχρονους συγγραφείς που οι περισσότεροι, αν δεν κάνω λάθος, είναι συγχρόνως και μουσικοί (χεβυμεταλλάδες). Ορισμένους τούς ακούω και οφείλω να πω ότι μου αρέσουν. Φαίνεται πως δεν είναι και τόσο κακοί συγγραφείς, επίσης. Ωστόσο, οι ιστορίες σ’αυτή την ανθολογία έχουν μια γενικά οπισθοδρομική κλίση. Οι θεματολογίες, ως επί το πλείστον, είναι σαν να έχουν έρθει κατευθείαν από το 1910. Δεν βλέπουμε κάτι καινούργιο εδώ, κάτι που να πηγαίνει το είδος προς μια νέα κατεύθυνση. Είναι sword and sorcery, αλλά τελείως sword and sorcery: βάρβαροι (ή μη) πολεμιστές ενάντια σε σκοτεινές μαγείες και τέρατα. Οι ιστορίες, όμως, είναι καλές γι’αυτό που είναι, και το ύφος τους σύγχρονο και ζωντανό. Δεν έχουν το ξύλινο ύφος που είχαν πολλές από τις αντίστοιχες παλιές ιστορίες ηρωικής φαντασίας. Δεν μπορείς να τις βαρεθείς, παρά την παλιομοδίτικη θεματολογία. Δύο ιστορίες τις ξεχώρισα: τη The Sapphire Goddess, του Nictzin Dyalhis, η οποία είναι σαν παραμύθι για μεγάλους (από εκείνα τα γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο παραμύθια όπου ο ήρωάς μας μεταφέρεται από τον δικό μας κόσμο σε έναν κόσμο όλο μαγεία και παράξενα πλάσματα)· και τη Black Genesis, του Mark Taverna, η οποία είναι μια αξιοσημείωτα σκοτεινή και ευφάνταστη ιστορία, και ίσως η μόνη από τις ιστορίες αυτής της ανθολογίας που προσπαθεί να κάνει κάτι καινούργιο με το είδος.
Count Zero
του William Gibson
Το Neuromancer του Gibson το έχω διαβάσει δύο φορές – μία όταν ήμουν μικρός και μία πιο πρόσφατα. Ούτε τότε ούτε τώρα μού άρεσε ιδιαίτερα. Το Count Zero μού άρεσε πολύ περισσότερο. Είναι χαρακτηριστικό του είδους cyberpunk. Η γραφή είναι λυτή χωρίς να είναι απλοϊκή. Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται ορισμένες αργκό ορολογίες που δεν εξηγούνται επαρκώς, και σε αφήνουν παραξενεμένο, αλλά αυτό δεν αισθάνθηκα εδώ – σε σύγκριση με το Neuromancer – να αποτελεί πρόβλημα. Έχω γράψει μια πρόχειρη βιβλιοκριτική για το Count Zero στα Σκιώδη Παραλειπόμενα.
Tales of Chinatown
του Sax Rohmer
Δεν είχε τύχει να ξαναδιαβάσω Sax Rohmer, αν και θεωρείται κλασικός· είναι ο συγγραφέας που έφτιαξε τον γνωστό villain Fu Manchu, τον ραδιούργο ανατολίτη. Το Tales of Chinatown είναι ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος του: ιστορίες από την Chinatown. Είναι διηγήματα μυστηρίου, και τα περισσότερα δεν είναι το συνηθισμένο μυστήριο φόνου: όλα έχουν κάτι το τελείως αλλόκοτο. Ορισμένα, μάλιστα, νομίζω πως θα μπορούσες να τα χαρακτηρίσεις ακόμα και ακατανόητα. Η όλη θεματολογία είναι βασισμένη στη λογική ότι «αυτοί οι ανατολίτες είναι πολύ παράξενη φάρα» – που το ξέρω ότι είναι καθαρά ρατσιστικό. Ωστόσο, οι ιστορίες δεν μου φάνηκαν ρατσιστικές. Δεν διακρίνεται κανένα μίσος ή γενικευμένη αντιπάθεια προς τους ανατολίτες· περισσότερο, ένα δέος προς αυτούς, θα έλεγα. Οι ανατολίτες παρουσιάζονται ως πολύ μυστηριώδη όντα. Για να είμαι ειλικρινής, λίγες από τις ιστορίες μπορώ να πω ότι πραγματικά μου άρεσαν. Δε θα ήθελα να μην τις είχα διαβάσει, είχαν ενδιαφέρον, όμως δεν με συγκίνησαν κιόλας. Έφταιγε το ύφος; Έφταιγε η θεματολογία; Έφταιγε το γεγονός ότι κάποια από αυτά τα πράγματα παραήταν παράξενα από άποψη λογικής ή νοοτροπίας; Αληθινά, δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Σε όσους διαβάζουν βιβλία μυστηρίου, πάντως, προτείνω το Tales of Chinatown ως κάτι το τελείως διαφορετικό από τα συνηθισμένα.
The Iron Dragon's Daughter
του Michael Swanwick
Αυτό το βιβλίο είναι σαν σουρεαλιστικό όνειρο ναρκομανούς. Παρουσιάζει έναν κόσμο που μοιάζει με αλλοιωμένη αντίληψη του δικού μας αν στον κόσμο μας υπήρχαν πλάσματα όπως elves, trolls, pixies, και τέτοια. Οι δράκοι, δε, είναι κάτι σαν αεροσκάφη με δική τους νοημοσύνη. Είναι μηχανές αλλά με λογική. Μαγεία υπάρχει, φυσικά, εν μέρει βασισμένη στην κλασική μυστικιστική παράδοση, εν μέρει κάτι το τελείως παλαβό. Θα έπρεπε αυτό το βιβλίο να μου αρέσει – είναι σίγουρα αρκετά πρωτότυπο – αλλά δεν μου άρεσε παρά στην αρχή μόνο. Μετά, έχασα το ενδιαφέρον μου. Η «αλλοιωμένη πραγματικότητα» ενός σχολείου δεν είχε τίποτα για να με συγκινήσει. Αλλά το βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει και καμιά σπουδαία πλοκή. Δε σου δίνει την αίσθηση ότι συμβαίνει κάτι εδώ πέρα. Απλά μας περιγράφει πώς περνά την αλλόκοτη ζωή της μια κοπέλα που ευελπιστεί να γίνει μάγισσα. Και τα περιστατικά δεν έχουν τίποτα το συναρπαστικό – τουλάχιστον, όχι για εμένα. Στο τέλος αποκαλύπτεται κάτι που μπορείς να πεις ότι ανατρέπει το όλο σκηνικό, αλλά κι αυτό δεν με εξέπληξε, ούτε με συγκίνησε. Σίγουρα το The Iron Dragon's Daughter είναι αρκετά διαφορετικό – ή, ίσως, αρκετά αλλοιωμένο – σε σχέση με άλλα βιβλία φαντασίας· αλλά και τι μ’αυτό;
The Republic of Thieves
του Scott Lynch
Διάβασα το The Lies of Locke Lamora, το πρώτο της σειράς Gentleman Bastards, πριν από κάποια χρόνια. Μου άρεσε πολύ, και από άποψη ύφους και από άποψη πλοκής και από άποψη δημιουργικότητας. Μετά, διάβασα το δεύτερο βιβλίο αυτής της σειράς, το Red Seas Under Red Skies. Στην αρχή ήταν καλό. Μετά, στο κυρίως μέρος του, καθόλου καλό· θυμάμαι ότι μου είχε φανεί βαρετό και ανούσιο. Στο τέλος έγινε πάλι, για λίγο, καλό. Γενικά, με άφησε με μια ανάμεικτη αίσθηση. Τώρα διάβασα το τρίτο της σειράς, το The Republic of Thieves, ελπίζοντας ότι θα ήταν όπως το πρώτο. Δυστυχώς, ήταν χειρότερο από το δεύτερο. Στην αρχή, έχει κάποιο σχετικό ενδιαφέρον αλλά τίποτα το σπουδαίο. Και, αποκεί και πέρα, το βιβλίο αναλίσκεται σε εξηγήσεις του παρελθόντος, σε ένα ρομάντζο που μου φάνηκε μάλλον παιδαριώδες, και σε μια θεατρική παράσταση. Η πλοκή δεν είναι και αρκετά μπλεγμένη· μάλλον ανιαρή. Ο διάλογος είναι πολύς και πολύ ανούσιος – ακόμα και για εμένα, που μ’αρέσει ο διάλογος στα μυθιστορήματα. Νομίζεις ότι οι χαρακτήρες ανακυκλώνουν τα ίδια και τα ίδια. Επίσης, προσπαθούν να δοθούν κάποιες εξηγήσεις για τους μάγους στον φανταστικό κόσμο του Gentleman Bastards τις οποίες δεν ξέρω κατά πόσο θα χαρακτήριζα πειστικές. Κατά τα άλλα, η μαγεία δεν έχει τίποτα το πιο περίεργο εδώ από ό,τι σε πολλά άλλα βιβλία φαντασίας. Και αυτό ισχύει γενικά για τη δημιουργικότητα. Πού πήγε εκείνη η άκρατη δημιουργικότητα του The Lies of Locke Lamora; Στο The Republic of Thieves τέτοιο πράγμα δεν διακρίνεται πουθενά παρά μόνο στο τέλος. Βασικά, οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου ήταν, κατά τη γνώμη μου, οι καλύτερες, και από άποψη ύψους και από άποψη ιστορίας και από άποψη δημιουργικότητας. Πάντως, ως σύνολο, το The Republic of Thieves δεν με άφησε καθόλου ικανοποιημένο. Είναι σαν ο συγγραφέας να εξάντλησε όλη του τη δημιουργικότητα στο The Lies of Locke Lamora – πράγμα που είναι παράξενο, επειδή, κατά κανόνα, η δημιουργικότητα είναι σαν μια φωτιά που όσο την αναμοχλεύεις τόσο φουντώνει: όσο πιο πολύ γράφεις τόσο πιο δημιουργικός γίνεσαι, όχι το αντίστροφο. Τουλάχιστον, έτσι το βλέπω εγώ.
