5/1/2019
Τα Βιβλία που Διάβασα Μέσα στο 2018
Μια σύντομη ανασκόπηση
Αυτά είναι τα λογοτεχνικά βιβλία που διάβασα μέσα στον χρόνο που μας πέρασε. Ελπίζω να μην ξεχνάω κανένα.
The Broken Isles, The Book of Transformations
του Mark Charan Newton
Τα δύο τελευταία βιβλία της τετραλογίας Legends of the Red Sun, για την οποία έχω κάνει μια ολόκληρη βιβλιοκριτική εδώ. Κοντολογίς, είναι μια περίεργη σειρά, αναμφίβολα, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να με κάνει να την αγαπήσω.
The Great Book of Amber
του Roger Zelazny
Προς τα τέλη του 2017 είχα διαβάσει την πρώτη πενταλογία που περιλαμβάνεται στο Great Book of Amber. Μόλις μπήκε το 2018 συνέχισα με τη δεύτερη πενταλογία, η οποία και είναι εξαιρετική όπως η πρώτη. Τα είχα διαβάσει και παλιότερα αυτά τα βιβλία, όταν ήμουν πιο μικρός, και με είχαν μαγέψει. Ήθελα, λοιπόν, να δω αν θα μπορούσαν να αντέξουν στη δοκιμασία του χρόνου και της κυνικότητας που επέρχεται με την πάροδο του χρόνου. Το συμπέρασμα; Φυσικά και αντέχουν. Και με το παραπάνω. Έχω γράψει για το Great Book of Amber μια ολόκληρη κριτική. Διαβάστε την.
Raven: Swordmistress of Chaos
του Richard Kirk
Αυτό το βιβλίο το διάβασα κυρίως επειδή θεωρείται καλτ και αμφιλεγόμενο. Από κάποιους, δε, θεωρείται και «πρόστυχο» – ότι, και καλά, έχει ακραία σεξουαλική θεματολογία. Η αλήθεια είναι πως η θεματολογία του δεν είναι και τόσο ακραία – ούτε από σεξουαλική άποψη ούτε από οποιαδήποτε άλλη. Σήμερα υπάρχουν βιβλία (βλ. A Song of Ice and Fire, για παράδειγμα) με πιο ακραίες ερωτικές σκηνές – μακράν πιο «πρόστυχα». Σε κάποιες σκηνές η ηρωίδα περιγράφεται με τρόπο προκλητικό, δηλαδή όπως θα περίμενες να δεις σ’ένα ερωτικό βιβλίο, αλλά αυτές οι περιπτώσεις είναι ελάχιστες, και δε νομίζω ότι το Raven μπορεί να θεωρηθεί πως εκμεταλλεύεται τη γυναίκα και άλλες τέτοιες υπερβολές. Αντιθέτως, παρουσιάζει μια πολύ δυνατή ηρωίδα χωρίς να χρειάζεται να χρησιμοποιήσει φτηνά κόλπα όπως να κάνει όλους τους άντρες γύρω της τελείως άχρηστους. Γενικά, όμως, το Swordmistress of Chaos δεν μου άρεσε και τόσο. Στην αρχή ήταν καλύτερο: πιο μυστηριώδες, πιο ατμοσφαιρικό. Μετά, ήταν η κλασική περιπέτεια ηρωικής φαντασίας που τελειώνει ακριβώς όπως θα περίμενες. Τίποτα το ιδιαίτερο. Κλισέ. Τελείως κλισέ. Ωστόσο, θα διάβαζα και τα επόμενα της σειράς αν τα έβρισκα. Δυστυχώς, δεν μπορώ να τα βρω πουθενά. Μέχρι στιγμής.
Tides of Kregen, Renegade of Kregen, Krozair of Kregen
του Alan Burt Akers
Τα τρία επόμενα βιβλία της σειράς με τον Dray Prescot. Είχα γράψει εδώ για τα πρώτα πέντε. Μετά από αυτά, όμως, διάβασα κι άλλα (βλ. αναγνώσματα 2016 και 2017), και είναι πολύ καλύτερα από τα πρώτα. Η σειρά έχει τρομερή εξέλιξη παρά τα μειονεκτήματά της. Κυρίως, ο φανταστικός κόσμος της είναι που μ’αρέσει. Πολύ ευφάνταστος. Και συνεχώς εξελίσσεται. Ο συγγραφέας δεν παύει να προσθέτει νέα πράγματα πάνω στα παλιότερα, αλλά και πράγματα που είναι τελείως καινούργια. Κάποιες φορές μπορεί να αναρωτηθείς για την εσωτερική συνέπεια της αφήγησης (Χμμ, μα γιατί αυτό δεν μας το είχε αναφέρει πιο πριν;) αλλά όχι για πολύ. Εξάλλου, πρόκειται για αφήγηση πρώτου προσώπου, και ο αφηγητής μας τίποτα δεν μας εγγυάται ότι είναι εκατό τοις εκατό αξιόπιστος.
Vellum και Ink
του Hal Duncan
Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο βιβλίο χωρισμένο σε δύο μεγάλα βιβλία. Η βασική θεματολογία είναι η εξής: Ο κόσμος μας δεν είναι αυτό που φαίνεται· υπάρχουν διάφορες εναλλακτικές, χωροχρονικές πραγματικότητες· και υπάρχουν και «άγγελοι» – υπερβατικές οντότητες με ανθρώπινη μορφή – που κάνουν κουμάντο σ’αυτό το σκηνικό· αλλά ορισμένοι δεν το ξέρουν ότι είναι άγγελοι προτού «αφυπνιστούν». Η ιδέα δεν είναι και καμιά τόσο πρωτότυπη· έτσι όπως την ακούς, μοιάζει με εκείνα τα χιλιοχρησιμοποιημένα πράγματα στη φανταστική λογοτεχνία. Αλλά ο συγγραφέας γράφει με ιδιαίτερο ύφος – πολύ λογοτεχνικό – το οποίο προσδίδει μια διαφορετική νότα στο όλο θέμα. Και, στην αρχή, η ιστορία ήταν αρκετά καλή, αισθανόμουν να με τραβάει. Όμως από τη μέση του πρώτου βιβλίου η πλοκή άρχισε να μην κινείται και τόσο γρήγορα, να εμμένει σε διάφορα πράγματα. Ήταν όλα πολύ λογοτεχνικά γραμμένα, αναμφίβολα, αλλά αυτό δεν φτάνει για να με κρατήσει. Θέλω να γίνεται και κάτι που να βρίσκω ενδιαφέρον. Το βασικό πρόβλημα αυτής της ιστορίας, για εμένα, είναι το ότι πέφτει στην παγίδα της ανουσιότητας, με τη λογική πως, αφού υπάρχουν άπειρες εναλλακτικές πραγματικότητες, τίποτα δεν έχει αληθινή σημασία, τα πάντα είναι παραλλαγές άλλων πραγμάτων. Τα μόνα πράγματα που ίσως να έχουν κάποια σημασία είναι τα γεγονότα που μπορεί να αλλάξουν ολόκληρο το πλέγμα του σύμπαντος. Όμως, παρότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, ούτε σ’αυτό επικεντρώνεται ακριβώς η ιστορία. Επικεντρώνεται σε διάφορα μεμονωμένα επεισόδια τα οποία διαδραματίζονται σε παραλλαγές της πραγματικότητας και σε παραλλαγές των ίδιων και των ίδιων χαρακτήρων. Το κάθε επεισόδιο, δε, από μόνο του περισσότερο κάποια αισθητική αξία έχει, από καλλιτεχνικής άποψης, παρά ενδιαφέρον από άποψη πλοκής. Δεν γίνεται κάτι που να σε κρατά κολλημένο στην ιστορία. Και τα επεισόδια κάποια στιγμή απλά τελειώνουν, και άλλα αρχίζουν, που μετά τελειώνουν, και άλλα αρχίζουν, που μετά τελειώνουν, και ούτω καθεξής. Αλλά κανένα δεν αισθάνθηκα να με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Δεν είχαν πλοκή. Ήταν περιστατικά. Ακόμα κι αν τα σκεφτείς υπό μια έννοια μετά-πλοκής, μιας γενικότερης πλοκής που υπερκαλύπτει όλα τα επεισόδια στις διάφορες εναλλακτικές πραγματικότητες, και πάλι δεν έχουν αρκετό ενδιαφέρον. Μοιάζουν με σχολιασμούς, ή τυχαίες σκέψεις, για τη φύση της πραγματικότητας ή της κοινωνίας. Ορισμένα αναπόφευκτα μού άρεσαν πιο πολύ από τα άλλα, όμως η γενική εντύπωση που είχα ήταν ότι ειλικρινά βαρέθηκα και ήθελα να το τελειώσω για να ξεμπερδεύω επειδή το είχα αρχίσει. Δεν μπορούσε να με μαγέψει. Και ένα ακόμα πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν το εξής: Μέσα στις τόσες εναλλακτικές πραγματικότητες αυτού του σκηνικού, όλες (ή τουλάχιστον οι περισσότερες) είναι παραλλαγές της Ιστορίας της Γης· δεν συναντάς πρωτότυπους φανταστικούς κόσμους. Το σκηνικό μοιάζει με αναμασήματα – αν και λογοτεχνικά αναμασήματα.
Empire of the East
του Fred Saberhagen
Γι’αυτό το βιβλίο είχα ακούσει πολύ καλά λόγια, έτσι περίμενα κάτι τρομερό. Εντάξει, δεν είναι άσχημο, όμως όχι και τρομερό. Αλλά δεν μετάνιωσα που το διάβασα· δεν θα ήθελα με τίποτα να μην το είχα διαβάσει· είναι, αναμφίβολα, καλτ και πολύ έξυπνο. Κατά πρώτον, δεν είναι ουσιαστικά ένα βιβλίο· είναι τριλογία, η οποία απαρτίζεται από τα εξής βιβλία: The Broken Lands, The Black Mountains, και Ardneh’s World. Από τα τρία, το δεύτερο νομίζω πως είναι και το κορυφαίο της υπόθεσης. Στην αρχή, το πρώτο βιβλίο δεν μου άρεσε και τόσο· ήταν η κλασική περίπτωση, στη φανταστική λογοτεχνία, όπου ένα χωριατόπαιδο χάνει την οικογένειά του και το σπίτι του εξαιτίας ενός κακού άρχοντα και καταλήγει να μπλέξει με επαναστάτες που είναι εναντίον αυτού του άρχοντα, και απλά ακολουθούμε συνέχεια αυτόν τον μικρό ήρωα με τον οποίο, και καλά, ταυτίζεται ευκολότερα ο αναγνώστης. Βαρεμάρα, κοινώς. Από τη μέση και μετά, όμως, το βιβλίο αρχίζει να προσθέτει και διάφορα άλλα στοιχεία και να αποκτά αληθινό ενδιαφέρον. Όταν είχα φτάσει πια στο τέλος του The Broken Lands, σκεφτόμουν ότι η τριλογία είναι πράγματι υποσχόμενη. Και συνέχισα αμέσως στο δεύτερο βιβλίο, The Black Mountains, το οποίο είναι καταπληκτικό. Εδώ παρουσιάζεται κι ένας καινούργιος ήρωας (που δεν λέω ποιος είναι γιατί αυτό θα ήταν spoiler ίσως) ο οποίος είναι με τους κακούς της υπόθεσης αλλά τώρα έχει ενδιαφέρον από μόνος του. Το σκηνικό είναι διαβολικό και μαγευτικό. Μιλάμε για τρομερές ιδέες, τρομερή ανάμιξη μαγείας και τεχνολογίας και τεχνομαγείας, και χαρακτήρες με σατανικές και διεστραμμένες προσωπικότητες αλλά που όμως έχουν αρκετά ανθρώπινα στοιχεία ώστε να μη μπορείς απλά να τους καταδικάσεις ως sword-fodder για τους καλούς. Ο αρχικός ήρωας της σειράς, βέβαια, ο Ρολφ (ναι, το ξέρω, απαίσιο όνομα· θυμίζει σκύλο), είναι κι αυτός εδώ, και κάνει διάφορα πράγματα. Όμως δεν εξελίσσεται με κανέναν πολύ σημαντικό τρόπο. Είναι η ίδια προσωπικότητα που ήταν, αν και λιγάκι πιο έμπειρος τώρα· αλλά αυτό δεν είναι και τίποτα το σπουδαίο από μόνο του. Ο άλλος ήρωας – ο ήρωας-έκπληξη του Black Mountains – είναι όλα τα λεφτά, και η εξέλιξή του δεν σταματά πουθενά, από την αρχή ώς το τέλος του μυθιστορήματος. Το τρίτο βιβλίο, Ardneh’s World, έχει πάλι κάποιες καλές ιδέες, όμως δεν είναι εκείνο το πράγμα που είναι το δεύτερο. Οι χαρακτήρες εξελίσσονται ελάχιστα. Ωστόσο, η ιστορία περιλαμβάνει κάμποσες εκπλήξεις, και είναι κάθε άλλο παρά προβλεπόμενη ή στερεοτυπική. Αν και το τέλος μοιάζει με πολύ χάπι εντ, ίσως. Ξέρεις, οι καλοί θριαμβεύουν, όλα διορθώνονται, οι κακοί τιμωρούνται όπως τους αξίζει. Τα γνωστά και τα όμοια. Αλλά, όπως είπα, αυτή είναι μια τριλογία που με τίποτα δεν θα ήθελα να μην έχω διαβάσει.
Half-Light
της Denise Vitola
Αυτό είναι ένα από τα άλλα μυθιστορήματα που κάποτε είχε εκδώσει η TSR· και λέγοντας «άλλα» εννοώ βιβλία που δεν διαδραματίζονται σε κόσμους του Dungeons & Dragons. Το 2016 είχα διαβάσει ένα από αυτά το οποίο ονομάζεται The Cloud People. Ήταν καλό. Επομένως, σκέφτηκα ότι ίσως και το Half-Light να ήταν εξίσου καλό. Τελικά, δεν ήταν άσχημο, αλλά σίγουρα όχι εξίσου καλό. Είναι μια περιπέτεια στο διάστημα που φέρνει περισσότερο προς φανταστική λογοτεχνία και λιγότερο προς επιστημονική φαντασία. Είναι από εκείνα τα σκηνικά όπου οι ήρωες ταξιδεύουν σε διάφορους πλανήτες στους οποίους ο κόσμος μπορεί να είναι ακόμα και οριακά μεσαιωνικός κατά περίσταση. Γίνονται διάφορες πολιτικές ραδιουργίες, κατασκοπευτικές ενέργειες, πολεμικές συγκρούσεις. Υπάρχει μαγεία υπό τη μορφή μιας εναλλακτικής πραγματικότητας στην οποία κάποιοι έχουν πρόσβαση με το μυαλό τους: ένα είδος ονείρου που δεν είναι όνειρο, και μπορεί ακόμα και να αποδειχτεί θανάσιμο. Η ιστορία διαβάζεται άνετα, αλλά το ύφος γραφής δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Μου άρεσε χωρίς να με εντυπωσιάσει.
The Gold Bug
του Edgar Allan Poe
Το Gold Bug είναι ένα διήγημα του Poe που έχει ως κεντρική θεματολογία την κρυπτογραφία, αν και στην αρχή δεν το διακρίνεις αυτό· νομίζεις ότι η υπόθεση θα εξελιχτεί με τελείως άλλο τρόπο. Η γλώσσα είναι η κλασική του Poe – μεγάλες προτάσεις αλλά καλογραμμένες. Το κρυπτογραφικό σύστημα που αναφέρει είναι σχετικά απλό, όμως ο τρόπος που ο ήρωας σπάει τον κώδικα είναι έξυπνος.
The Mystery of Marie Rogêt
του Edgar Allan Poe
Ακόμα ένα διήγημα του Poe, το οποίο μοιάζει με μυστήριο φόνου και νομίζεις ότι στο τέλος κάτι θα αποκαλυφτεί. Αλλά δεν είναι εκεί το νόημα στο Mystery of Marie Rogêt. Το νόημα είναι στο πώς βλέπει ο κόσμος τα μυστήρια και τι είδους υποθέσεις κάνει βάσει των προκαταλήψεων του. Το διήγημα παρουσιάζει κάποια εξωφρενικά σφάλματα λογικής, καθώς και διάφορους παραπλανητικούς συνειρμούς. Εκεί είναι και το ενδιαφέρον του Mystery of Marie Rogêt. Η γλώσσα, ωστόσο, είναι πολύ κουραστική ώρες-ώρες. Τρομερά μεγάλες προτάσεις, και το περισσότερο διήγημα είναι διάλογος, όμως δεν νομίζω ότι ακόμα και στην εποχή του Poe μιλούσαν έτσι οι πραγματικοί άνθρωποι. Λέω «διάλογος» αλλά, στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να πω «πελώριος μονόλογος», γιατί ουσιαστικά μόνο ένας χαρακτήρας μιλά και ο άλλος κάθεται και τον ακούει. Και ο χαρακτήρας λέει και λέει και λέει... Δε μοιάζει με κουβέντα· μοιάζει με γραπτό κείμενο. Αλλά, όπως είπα παραπάνω, το όλο νόημα του διηγήματος είναι τα σφάλματα λογικής και οι προκαταλήψεις των ανθρώπων γύρω από τα μυστήρια που μπορεί να παρουσιαστούν. Γι’αυτό το διαβάζεις.
A Voyage to Arcturus
του David Lindsay
Το Voyage to Arcturus είναι ένα από εκείνα τα κλασικά βιβλία φανταστικής λογοτεχνίας. Πολλοί το θεωρούν, μάλιστα, «πρώιμη επιστημονική φαντασία»· αλλά δεν έχει και πολλά επιστημονικά πράγματα εκεί μέσα. Τα περισσότερα πράγματα είναι τελείως φανταστικά. Και πρόκειται για ένα από τα πιο ευφάνταστα βιβλία που έχω διαβάσει στη ζωή μου. Ίσως, το πιο ευφάνταστο βιβλίο που έχω διαβάσει στη ζωή μου. Η πλοκή δεν είναι και πολύ σπουδαία – ένα ευθύγραμμο ταξίδι, απλώς – όμως η μαγεία κρύβεται σε όλα όσα παρουσιάζονται σ’αυτό το ταξίδι. Οι ιδέες είναι τρελές. Τρομερά ψυχεδελικές. Οριακά αλληγορικές, αν θέλεις – αλλά δεν σε υποχρεώνει το κείμενο να τις δεις ως τέτοιες. Δεν είναι από εκείνα τα βιβλία που κάνουν «κατήχηση», όμως νομίζω πως, κατά βάθος, είναι γνωστικιστικό κείμενο, αν σκεφτείς την κοσμοθεωρία που παρουσιάζει. Το τέλος είναι παράξενο και αινιγματικό· αλλά δεν θα περίμενα τίποτα λιγότερο από ένα τέτοιο μυθιστόρημα.
Dragonfly
του Raphael Ordoñez
Τα τελευταία χρόνια είχα διαβάσει κάποια σύγχρονα μυθιστορήματα φαντασίας που προσπαθούν να μιμηθούν το ύφος των παλιών συγγραφέων αλλά δεν φαίνεται να τα καταφέρνουν και πολύ καλά. Στο Dragonfly ο συγγραφέας δεν ξέρω αν προσπαθεί το ίδιο πράγμα, όμως το καταφέρνει παρ’όλ’ αυτά. Σου δίνει εκείνη την παράξενη αίσθηση παλιών ιστοριών όπως του Clark Ashton Smith. Ωστόσο, το ύφος του δεν είναι αντιγραφή κανενός· είναι δικό του. Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και παρουσιάζει ένα σκηνικό αρκετά μεγάλης παραδοξότητας, που σε κεντρίζει να δεις τι γίνεται παραπέρα. Αλλά οι χαρακτήρες του δεν μπορώ να πω ότι με σαγήνεψαν το ίδιο. Δεν είναι κακοφτιαγμένοι, μα δεν δίνουν και την αίσθηση ολοκληρωμένης προσωπικότητας με πολλές πτυχές. Το ίδιο ισχύει και για την πλοκή: δεν είναι άσχημη αλλά, ειδικά από τη μέση και μετά, είναι αρκετά προβλεπόμενη. Σε τελική ανάλυση, όμως, το βιβλίο μού άρεσε, και θα ήθελα να διαβάσω και τις συνέχειές του. Αν και δεν τελειώνει κοφτά· είναι, από μόνο του, μια ολοκληρωμένη ιστορία.
Ares Express
του Ian McDonald
Το Ares Express είχα ακούσει ότι είναι συνέχεια του Desolation Road το οποίο είχα διαβάσει την προηγούμενη χρονιά και με είχε συνεπάρει. Από τα πιο τρομερά βιβλία που έχω διαβάσει στη ζωή μου. Αναρωτιόμουν τι είδους συνέχεια θα μπορούσε να υπάρξει, διότι το Desolation Road είναι αρκετά ολοκληρωμένο ως ιστορία. Η απάντηση του Ares Express είναι η εξής: Αποτελεί συνέχεια μόνο υπό την έννοια ότι διαδραματίζεται στον ίδιο κόσμο και γίνονται κάποιες αναφορές σε χαρακτήρες από το Desolation Road. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα κάτι το κακό· απλώς είναι ένα γεγονός. Το Ares Express θα μπορούσε να ήταν τόσο καταπληκτικό όσο το Desolation Road – ίσως. Αλλά δεν είναι. Πολύ απλά, δεν είναι. Παρουσιάζονται κάμποσες παράξενες και σουρεαλιστικές καταστάσεις, μα δεν είναι ούτε κατά διάνοια τόσο παράξενες, σουρεαλιστικές, και πολυμορφικές όσο στο Desolation Road. Και για την πλοκή, ούτε συζήτηση: Στο Ares Express είναι μια μέτρια πλοκή τύπου περιπλάνησης-ωρίμανσης-επιστροφής· στο Desolation Road την πλοκή είναι αδύνατον να την περιγράψεις με τρεις λέξεις ενωμένες με παύλες (ούτε καν με δεκατρείς λέξεις ενωμένες με παύλες, μάλλον). Επομένως, απογοητεύτηκα γιατί περίμενα κάτι καλύτερο. Δεν είναι άσχημο το Ares Express – έχει πλάκα, έχει αρκετό σουρεαλισμό, έχει αρκετές τρελές στιγμές – όμως δεν είναι Desolation Road...
Damnation Alley
του Roger Zelazny
Με τον Zelazny δεν μπορείς να κάνεις λάθος επιλογή – σωστά; Ίσως. Έχω διαβάσει και βιβλία του που δεν μου άρεσαν και τόσο, παρότι έχω ερωτευθεί το Amber. Το Damnation Alley δεν είναι ένα από αυτά τα βιβλία. Είναι αρκετά καλό, για μια παράξενη περιπέτεια (αν και, βέβαια, δεν είναι Amber). Σ’αυτό το μυθιστόρημα φαντασίας ο κόσμος μας υποτίθεται ότι έχει ψιλοκαταστραφεί, και είναι δύσκολο από τις δυτικές ακτές της Αμερικής να φτάσεις στις ανατολικές, γιατί στο ενδιάμεσο συμβαίνουν πράγματα που μόνο «αλλόκοτα» μπορείς να τα χαρακτηρίσεις. Ο ήρωάς μας πρέπει να διασχίσει αυτό τον ενδιάμεσο χώρο μέσα σ’ένα θωρακισμένο όχημα υψηλής τεχνολογίας, για να μεταφέρει φάρμακα από τη δυτική ακτή στην ανατολική. Επίσης, οφείλει να ειπωθεί πως είναι καθαρά αντιήρωας: κακοποιός και φονιάς. Ο Zelazny χρησιμοποιεί, φυσικά, το συνηθισμένο ύφος του – λιτό και άνετο, όπως πάντα, με διαλόγους που μοιάζουν αληθινοί. Μια συναρπαστική περιπέτεια με τέλος που δεν είναι και τόσο χαρούμενο.
Ανθύλη
του Ρένου Ηρακλή Αποστολίδη
Ένα παλιό ελληνικό βιβλίο – και φαίνεται. Πώς είναι δυνατόν να μην είχα ξανακούσει για τον κύριο Ρένο; Είναι τελείως σουρεαλιστικά τα πράγματα που γράφει εδώ. Τελείως τρελά. Ποιος λέει ότι δεν έχει γραφτεί παλιότερα στην Ελλάδα σουρεαλισμός σε παράξενους φανταστικούς κόσμους; Εντάξει, η Ανθύλη δεν διαδραματίζεται πλήρως σε φανταστικό κόσμο· στην αρχή, είμαστε στην Αθήνα, αλλά μετά δεν είμαστε πια εκεί. Ούτε ξέρουμε πού σκατά είμαστε. Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, και σε ύφος που θυμίζει αυτόματη γραφή αλλά από κάποιον που ξέρει να γράφει προτάσεις. Είναι αυτό που λένε συνεχόμενη ροή συνείδησης (stream of consciousness), και συχνά ο συγγραφέας το παρακάνει. Υπήρχαν σημεία που οι προτάσεις ήταν τόσο ψυχεδελικά γραμμένες, ή τόσο μπλεγμένες αναμεταξύ τους (παρενθέσεις μέσα σε παρενθέσεις μέσα σε παρενθέσεις, κυριολεκτικά!), που, ειλικρινά μιλάω, δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήθελε να πει ο άνθρωπος. Και το τέλος είναι μακράν πιο αινιγματικό και αλλόκοτο από οποιοδήποτε άλλο σημείο του βιβλίου. Τι έγινε τελικά; Τι ακριβώς έγινε εκεί πέρα; Ήταν όλα αυτά αλληγορικά; Δεν θα ήθελα να πιστέψω ότι είναι απλά ένα αλληγορικό βιβλίο. Η Ανθύλη είναι σίγουρα καλτ για εμένα. Ίσως κάποια στιγμή να το ξαναδιαβάσω – άλλωστε, δεν είναι μεγάλο, και μπορεί να το καταλάβω καλύτερα με μια δεύτερη ανάγνωση. Σε γενικές γραμμές, μου άρεσε, αν και είναι ομολογουμένως κείμενο ακραίου σουρεαλισμού. Θα μπορούσες να το αποκαλέσεις και επιστημονική φαντασία, αν επιμένεις. Θα μπορούσες. Τεχνητές νοημοσύνες; Εικονικές πραγματικότητες; Ποιος ξέρει...
Là-bas
του Joris-Karl Huysmans
Αυτό το μυθιστόρημα, απ’ό,τι είχα διαβάσει, θεωρείται κυρίως ενδιαφέρον επειδή περιγράφει τα πιστεύω σχετικά με τον σατανισμό και τη μαγεία στη Γαλλία της εποχής που εκδόθηκε. Επίσης, αναφέρεται και σε παλιότερα γεγονότα στη Γαλλία, πάλι σχετιζόμενα με τον σατανισμό, μιλώντας για τη ζωή του Gilles de Rais, καθώς γράφει γι’αυτήν ο συγγραφέας πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ονόματι Durtal. Προς το τέλος, το βιβλίο έχει και μια ζωντανή περιγραφή του black mass«Μαύρη λειτουργία» στα ελληνικά; των σατανιστών, η οποία υποτίθεται πως είναι πολύ ακραία. Και, γενικά, το Là-bas θεωρείται πως έχει ακραίες περιγραφές μαγικών και σατανιστικών καταστάσεων. Γι’αυτό έπιασα να το διαβάσω, για να είμαι ειλικρινής· είχα την περιέργεια να δω τι είναι. Στην πραγματικότητα, όμως, το βιβλίο δεν είναι και τόσο ακραίο όσο φημολογείται. Εντάξει, σίγουρα περιγράφει κάποια πράγματα που είναι αποκρουστικά και αποτρόπαια – ειδικά αυτά που έκανε παλιότερα ο Gilles de Rais, καθώς και η διαδικασία του σύγχρονου black mass. Όμως, εκτός από αυτά, το βιβλίο είναι ουσιαστικά ένα κοινωνικό μυθιστόρημα που επικεντρώνεται γύρω από μερικούς τύπους που μοιάζουν αρκετά παρακμιακοί και συντηρητικοί και φαίνεται να νοσταλγούν τον Μεσαίωνα. Δήθεν ότι στον Μεσαίωνα τα πράγματα ήταν πιο «αγνά» και ο κόσμος είχε περισσότερη πίστη, ενώ τώρα δεν έχει πίστη σε τίποτα και τα ήθη του είναι πεσμένα, και τα λοιπά και τα λοιπά. Ω! τι εποχές! που λένε, και τέτοιες καραμέλες. Δεν ξέρω αν αυτές ήταν και οι πραγματικές πεποιθήσεις του συγγραφέα, Joris-Karl Huysmans, ή αν είναι μόνο των χαρακτήρων του, και δεν μ’ενδιαφέρει στο ελάχιστο. Όμως τους βρήκα λιγάκι αστείους αυτούς τους τύπους που θεωρούσαν τον Μεσαίωνα πιο εξευγενισμένη εποχή. Όχι πως πιστεύω ότι η δική τους εποχή ήταν καλύτερη, αλλά, σε τελική ανάλυση, όλες οι κοινωνίες είναι προβληματικές. Αυτή είναι η φύση των κοινωνιών. Και δε νομίζω ότι η κοινωνία του Μεσαίωνα ήταν εξαίρεση, με τα τόσα προβλήματά της. Τέλος πάντων, αυτό είναι ένα ιδεολογικό θέμα, όχι απαραίτητα κάτι για να κρίνεις την αξία του μυθιστορήματος ως μυθιστόρημα. Αλλά και ως μυθιστόρημα δεν με ξετρέλανε. Ένα τελείως γελοίο ρομάντζο, πλοκή που τείνει στο μηδέν, και κάτι παρακμιακοί τύποι που τρώνε μαζί κάθε τόσο (με ιδιαίτερη περιγραφή στα φαγητά, σαν να βγήκε από βιβλίο του GRR Martin) και o tempora! o mores! μπουχουχουχου. Επιπλέον, ο πρωταγωνιστής έχει διαρκώς την τάση να παραμιλά όταν είναι μόνος του. Και, όχι, δεν εννοώ ότι σκέφτεται. Ο συγγραφέας δεν γράφει σκεφτόταν· γράφει έλεγε, και όλα είναι μέσα σε εισαγωγικά, παράγραφοι επί παραγράφων, σελίδες επί σελίδων. Κάποιος παραμιλά σαν να γραφεί! Ναι, εντάξει... Και, επειδή τυχαίνει να έχω ακούσει ανθρώπους που έχουν το πολύ κακό συνήθειο να μιλάνε μόνοι τους, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ένας άνθρωπος που παραμιλά σίγουρα δεν μιλά στον αέρα σαν να γράφει πραγματεία: μιλά σαν τα νεύρα του να έχουν ξεφύγει τελείως. Όπως και νάχει, το Là-bas δεν είναι και χωρίς τα προτερήματά του. Φαίνεται να το έθαψα πολύ, αλλά δεν είναι κάτι που δεν θα πρότεινα να το διαβάσεις. Αυτά που γράφει έχουν όντως ενδιαφέρον αν θες να δεις τι πίστευαν για τον σατανισμό και τον μυστικισμό στη Γαλλία της εποχής του.