Αυτό τον χρόνο μέχρι στιγμής δεν έχω βρει να διαβάσω τίποτα που να με έχει συνεπάρει και ενθουσιάσει. Πόσο μάλλον να με εμπνεύσει. Το τελευταίο είναι πάντα μια επιθυμητή παρενέργεια που σπάνια πλέον εμφανίζεται. Το πρώτο, όμως, είναι κάτι που το περιμένω, κι όταν δεν έρχεται αρχίζει να με ενοχλεί.
Έτσι, ενώ είχα τελειώσει ένα βιβλίο, δεν ήξερα τώρα ποιο να πιάσω, γιατί φοβόμουν ότι θα έπεφτα πάλι σε κάτι... αδιάφορο. (Αυτά που έχω διαβάσει ώς τώρα δεν είναι κακά, αλλά είναι κατά βάση αδιάφορα. Δεν έχουν κάτι να με κεντρίσει.) Είπα, οπότε, να διαβάσω ένα από τα βιβλία με παραμύθια του Andrew Lang τα οποία είχα κατεβάσει εδώ και καιρό (και μπορείτε κι εσείς να τα κατεβάσετε από το Gutenberg Project· είναι δωρεάν). Έπιασα, λοιπόν, τυχαία, το The Yellow Fairy Book.
Και έπαθα την πλάκα μου.
Ξέχασα ό,τι ήξερα για τα παραμύθια. Απόρησα πώς ήταν δυνατόν να είχα τέτοια εσφαλμένη εντύπωση για τα παραμύθια. Εκείνα που γνώριζα δεν ήταν πραγματικά παραμύθια· αυτά εδώ είναι τα πραγματικά παραμύθια!
Συνήθως, νομίζουμε για τα παραμύθια ότι είναι κάτι για παιδιά μόνο (όπως τα Τρία Γουρουνάκια, ας πούμε), ή ότι είναι κάτι κλασικό και προβλεπόμενο (όπως Η Λίμνη των Κύκνων), ή ότι είναι κάτι το αλληγορικό με ηθικό δίδαγμα (όπως οι Μύθοι του Αισώπου). Ειδικά το τελευταίο είδος δεν μου αρέσει καθόλου, και τα δύο πρώτα είδη με αφήνουν αδιάφορο.
Αλλά αυτά δεν είναι τα πραγματικά παραμύθια. Τα παραμύθια στο The Yellow Fairy Book είναι τα πραγματικά παραμύθια. Και δεν τα έχει γράψει όλα ο Lang ή η γυναίκα του· κυρίως έχουν κάνει την επιλογή. Και αυτά τα παραμύθια είναι... πώς να το πω;... τελείως χαοτικά, γαμώτο. Ναι μεν κρατάνε μια βασική μορφή παραμυθιού όλα – με πριγκίπισσες και πρίγκιπες, και μαγικά φίλτρα, και ξωτικά – και συνήθως έχουν καλό τέλος τύπου «ο πρίγκιπας παντρεύτηκε τη βασιλοπούλα» και «αυτοί πέρασαν καλά κι εμείς χειρότερα». Αλλά αυτά δεν είναι παρά κάποια πολύ βασικά χαρακτηριστικά. Κατά τα άλλα, οι ιστορίες ούτε αλληγορικές είναι, ούτε παιδικές ακριβώς (δεν νομίζω ότι κάνουν για πολύ μικρά παιδιά), ούτε βαρετές και προβλέψιμες. Παρουσιάζουν κάτι εξωφρενικά πράγματα, πετάνε τη λογική από το παράθυρο τελείως σε ορισμένα σημεία, και δεν δίνουν καμία σημασία ούτε καν στην αφηγηματική λογική ή σε βασικά πράγματα της πλοκής. Μπορεί, πχ, να δεις μια κακιά μάγισσα να σκοτώνεται τελικά από μια τυχαία γάτα που εμφανίστηκε μόλις πριν από τρεις παραγράφους!
Εντάξει, σκέφτηκα, γιατί δεν έχω ποτέ γράψει κι εγώ τέτοια πράγματα;
Παραμύθια; Ναι, γιατί όχι; Και γιατί δεν έχω δει κανέναν άλλο σύγχρονο συγγραφέα φαντασίας να γράφει παραμύθια που να είναι και λίγο διαφορετικά, ίσως – πιο σκοτεινά, πιο περίεργα, πιο ώριμα – από τα συνηθισμένα παραμύθια, αλλά παραμύθια παρ’όλ’ αυτά; Γιατί αυτό δεν είναι «είδος» της φανταστικής λογοτεχνίας, γαμώτο;
Μα, θα μου πεις, και ο Clark Ashton Smith; Και ο Lovecraft; Αυτοί δεν είναι σύγχρονοι, όμως· κι επιπλέον, δεν είναι παραμύθια αυτά που γράφουν: δεν έχουν τη δομή παραμυθιού. Έχουν τη δομή λογοτεχνικής ιστορίας τρόμου. Είναι τελείως άλλο πράγμα. Ναι, ακόμα και οι ιστορίες στις Ονειροχώρες του Lovecraft. Δεν είναι παραμύθια όπως του Lang.
Η μόνη σύγχρονη συγγραφέας που έχει τύχει να δω να κάνει κάτι παρόμοιο είναι η Catherynne M. Valente στο In the Cities of Coin and Spice (κι αν δεν κάνω λάθος έχει γράψει ακόμα ένα σ’αυτή τη σειρά). Όμως είναι συρταρωτό μυθιστόρημα (η μια ιστορία βγαίνει μέσα από την άλλη) και η αφήγηση, αν θυμάμαι καλά, έχει μια πιο στέρεα αφηγηματική λογική – ενώ τα παραμύθια του Lang δεν έχουν τέτοιο πράγμα.
Έπεσα, λοιπόν, πάνω σ’ένα βιβλίο που με ενέπνευσε – σπάνιο στις μέρες μας – και είπα να δοκιμάσω να γράψω παραμύθια, αλλά λιγάκι διαφορετικά: πιο παράξενα, πιο σκοτεινά, πιο ώριμα. Όμως παραμύθια στη βασική δομή τους.
Έγραψα ήδη ένα, και από τη δεύτερη σελίδα κιόλας σταμάτησα και σκέφτηκα: Μα αυτό παραείναι heavy metal. Τα παραμύθια του Lang είναι πιο «χαμηλών τόνων».
Και τι κάνουμε τώρα;
Ε, στ’αρχίδια μου, σκέφτηκα. Εγώ το γράφω, όχι ο Lang. Και συνέχισα. Και διαπίστωσα και κάποια άλλα πράγματα γράφοντάς το: Είναι δύσκολο να ξεφύγεις από τη λογική της στέρεας πλοκής και των αφηγηματικών εξηγήσεων όταν έχεις συνηθίσει το μυαλό σου να λειτουργεί έτσι τόσα χρόνια. Αλλά τα παραμύθια αποφεύγουν τη στέρεα πλοκή και της αφηγηματικές εξηγήσεις. Δεν χρειάζεται να είναι λογικά όσα συμβαίνουν – ούτε καν λογικά από αφηγηματικής άποψης. Προσπάθησα να το ακολουθήσω κι εγώ αυτό, αλλά δεν το κατάφερα τελείως. Ειδικά προς το τέλος ήθελα να δώσω κάποιες βασικές εξηγήσεις, και το έκανα, ενώ σ’ένα από τα παλιά παραμύθια υποθέτω πως δεν θα δινόταν ίσως καμία εξήγηση.
Όπως και νάχει, ήταν τρομερή εμπειρία. Ένα ιστόρημα που κρατά τη βασική δομή των παραμυθιών αλλά έχει μια ξεκάθαρα heavy metal αίσθηση, και είναι πιο σκοτεινό και πιο ώριμο. Σίγουρα, όχι για παιδιά. Από μια άποψη μού θύμισε το Iron Warrior, που είναι – παραδόξως ίσως – τρομερή ταινία και πολύ σουρεαλιστική (οι άλλες δύο ταινίες Ator είναι απαίσιες).
Ίσως να το δημοσιεύσω στο βασικό μου site όταν το έχω διορθώσει. Ή ίσως να περιμένω να γράψω δυο, τρία ακόμα και να τα δημοσιεύσω όλα μαζί. Γιατί δεν σκοπεύω ν’αφήσω αυτό να είναι το τελευταίο. Μου άρεσε. Ήταν ένα ξέφρενο, σουρεαλιστικό διάλειμμα από το βιβλίο που γράφω τώρα (το οποίο, για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, δεν διαδραματίζεται στο Θρυμματισμένο Σύμπαν και μου έχει λιγάκι κλέψει το μυαλό).
Τα παραμύθια – τα πραγματικά παραμύθια – έχουν τρομερή δύναμη.