Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Γιατί Αφηγούμαστε Ιστορίες Μια αναζήτηση της αιτιολογίας πίσω από την αφήγηση
Η αφήγηση ιστοριών δεν είναι κάτι το καινούργιο· είναι κάτι το πανάρχαιο. Από τότε που ξέρουμε, οι άνθρωποι έλεγαν ιστορίες. Πολλοί έχουν αναρωτηθεί γιατί συμβαίνει αυτό· λίγοι έχουν φτάσει σε ικανοποιητική απάντηση. Ο λόγος νομίζω πως είναι ότι η απάντηση δεν είναι μόνο μία αλλά πολλαπλή.
Έχει ειπωθεί ότι ο άνθρωπος αφηγείται ιστορίες για να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του, για να δώσει κάποιες εξηγήσεις. Αυτό υποτίθεται ότι ισχύει για τους μύθους και τα παραμύθια. Για παράδειγμα, όταν ο άνθρωπος ήθελε να εξηγήσει γιατί χαλάει ο καιρός και ξεσπά καταιγίδα, έλεγε ότι ήταν η οργή του Δία και έφτιαχνε έναν μύθο γι’αυτό. Όπως και για το πώς έχουν δημιουργηθεί διάφορα ζώα, και τα λοιπά. Δε νομίζω ότι αυτό είναι λάθος. Ίσως να ίσχυε ώς έναν βαθμό· αλλά ώς έναν βαθμό μόνο. Προσωπικά, δεν μπορώ να πιστέψω ότι όλοι οι μύθοι και όλα τα παραμύθια λέγονταν για να εξηγήσουν κάποιο φυσικό φαινόμενο ή την ύπαρξη κάποιου θηρίου, ή οτιδήποτε άλλο. Επιπλέον, αν αυτό αλήθευε για την αφήγηση γενικά, τότε γιατί ακόμα και σήμερα αφηγούμαστε ιστορίες; Σήμερα τα πάντα – ή σχεδόν τα πάντα – έχουν εξηγηθεί. Ξέρουμε, μέσω της επιστήμης, γιατί βρέχει όταν βρέχει (ή, τουλάχιστον, νομίζουμε πως ξέρουμε). Τα μυστήρια που υπάρχουν πλέον είναι λίγα. Κι όμως εξακολουθούμε να γράφουμε ιστορίες, οι οποίες δεν επικεντρώνονται απαραίτητα γύρω από αυτά τα μυστήρια, αλλά μπορεί να είναι για οτιδήποτε άλλο: ακόμα και για θεούς που όταν οργίζονται στέλνουν καταιγίδες.
Η επιστημονική φαντασία μιας εποχής (γύρω στο 1960-70, αλλά και πιο πριν) μπορεί να ειπωθεί ότι ήταν μια προσπάθεια εξήγησης του σύμπαντος, ή μια προσπάθεια μελλοντολογίας. Αν και, βέβαια, ούτε αυτό είναι απόλυτο. Πολλές από εκείνες τις ιστορίες ήταν τόσο, μα τόσο, εξωφρενικές που οι πάντες – ακόμα κι αυτοί που τις έγραφαν – ήξεραν ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να περιγράφουν καταστάσεις που ίσως να συμβούν στο μέλλον, ή να συμβαίνουν έστω και σε κάποιον άλλο πλανήτη.
Αλλά η επιστημονική φαντασία που καταπιάνεται με άλλους πλανήτες ή με το μέλλον δεν σταμάτησε εκείνη την εποχή· συνεχίζει να γράφεται μέχρι και σήμερα, που πλέον δεν υπάρχει καμιά προοπτική μετοίκησης σε άλλους πλανήτες, ή σοβαρής εξερεύνησης του διαστήματος, ή ελπίδα για επίτευξη ρετρομελλοντικών πραγμάτων όπως ιπτάμενα αυτοκίνητα. Όλα αυτά δεν πιστεύουμε ότι θα έρθουν, αλλά στην επιστημονική φαντασία εξακολουθούν να υπάρχουν, εξακολουθούν να γράφονται.
Επομένως, δεν νομίζω ότι μπορεί να γράφουμε, ή να διαβάζουμε, επιστημονική φαντασία, ή οποιαδήποτε άλλη λογοτεχνία, μόνο και μόνο για να εξηγήσουμε τον κόσμο στον οποίο ζούμε, ούτε για να κάνουμε μελλοντολογικές υποθέσεις.
Ίσως να ισχύει εν μέρει, αλλά όχι απόλυτα. Και, για να είμαι ειλικρινής, δεν προτιμώ τις ιστορίες που κυρίως καταπιάνονται με «εξηγήσεις» (αν και υπάρχουν και εξαιρέσεις που μου αρέσουν, όπως σε όλα τα πράγματα).
Ένας άλλος λόγος που έχει δοθεί ως αιτιολογία για την αφήγηση ιστοριών είναι ότι ο άνθρωπος προσπαθεί να εξηγήσει τον κόσμο γύρω του αλλά όχι υπό την έννοια της επιστημονικής ή κοσμολογικής εξήγησης· απλώς, υπό την έννοια της κατανόησης τού τι συμβαίνει μέσα στην κοινωνία, γιατί οι άνθρωποι συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρονται, γιατί τα πράγματα (όπως πόλεμοι, εξεγέρσεις, κοινωνικές αναταραχές, περίοδοι γαλήνης) συμβαίνουν όπως συμβαίνουν. Αυτό, και πάλι, νομίζω ότι μπορεί να ισχύει αλλά μόνο εν μέρει. Δεν μπορώ να δεχτώ πως όλες οι ιστορίες γράφονται γι’αυτό τον λόγο – είτε είναι λογοτεχνία, είτε κινηματογράφος, είτε ηλεκτρονικά παιχνίδια, είτε οτιδήποτε άλλο. Δεν μπορώ να δεχτώ πως ισχύει ούτε καν υποσυνείδητα. Είναι δυνατόν ο οποιοσδήποτε πιάνει να γράψει μια ιστορία να το κάνει, κατά βάθος, επειδή προσπαθεί να κατανοήσει τον «χαοτικό κόσμο» γύρω του και να τον βάλει σε μια τάξη μες στο μυαλό του; Και ο οποιοσδήποτε διαβάζει ιστορίες να το κάνει για τον ίδιο λόγο;
Μου φαίνεται παράλογο. Ή, τουλάχιστον, ελλιπές. Δεν μπορεί όλοι να γράφουν ή να διαβάζουν γι’αυτό.
Διάφορες άλλες αιτιολογίες για την αφήγηση ιστοριών έχουν ακουστεί, για τις οποίες η γνώμη μου είναι περίπου ίδια: ότι, δηλαδή, ισχύουν σε κάποιες περιπτώσεις αλλά δεν μπορεί να ισχύουν γενικά. Και ούτε πιστεύω ότι η οποιαδήποτε αφήγηση ιστορίας πρέπει να εμπίπτει σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες αιτιολόγησης.
Έχει ειπωθεί ότι οι ιστορίες γράφονται για να μεταφέρουν κάποιο μήνυμα – κοινωνικό, συνήθως, ή πολιτικό. Και πράγματι, ορισμένες έχουν γραφτεί γι’αυτό τον λόγο. Πολλές έχουν γραφτεί γι’αυτό τον λόγο, ίσως. Και πολλές προσωπικά δεν θα τις έλεγα αληθινές ιστορίες, γιατί έχουν εκ φύσεως κάτι το προσποιητό. Υπάρχει μια κρυφή, ή και φανερή, ατζέντα που τις υποκινεί. Αλλά δεν θα κατακρίνω εδώ τίποτα, ούτε θα επικροτήσω τίποτα. Ας πούμε απλά ότι είναι κι αυτή μια αιτιολογία που μπορεί να δοθεί για την αφήγηση ιστοριών, χωρίς όμως να είναι πλήρης. Ναι, γράφονται ιστορίες και ως προπαγάνδα απλώς. Δυστυχώς.
Ιστορίες έχει ειπωθεί, επίσης, ότι γράφονται ως προσωπική αναζήτηση: ότι ο συγγραφέας γράφει για να λύσει τα ψυχολογικά του προβλήματα, ή για να βρει απαντήσεις στα ιδιαίτερα ερωτήματά του. Σαν κάποιου είδους ιδιωτικό ημερολόγιο, αλλά που δεν είναι και τόσο ιδιωτικό. Και ο αναγνώστης το διαβάζει προσπαθώντας να κατανοήσει τον συγγραφέα, κάτι όπως λένε «τι θέλει να πει εδώ ο ποιητής». Όπως καταλαβαίνετε, και πάλι θεωρώ ότι, ναι, συμβαίνει σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά, για να είμαι ειλικρινής, τέτοια λογοτεχνία ποτέ δεν αισθάνθηκα να με προσελκύει ούτε ως συγγραφέα ούτε ως αναγνώστη· και, για να είμαι ακόμα πιο ειλικρινής, τη θεωρώ μια κατώτερη μορφή λογοτεχνίας που μπορεί να φτάσει και πολύ χαμηλά, χωρίς να προσφέρει τίποτα. Κάποια από τα πράγματα, μάλιστα, που γράφονται έτσι, ίσως δεν θα έπρεπε ποτέ να δίνονται σε αναγνώστες γιατί είναι τελείως προσωπικά θέματα του συγγραφέα που δεν ενδιαφέρουν – ή δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρουν – κανέναν άλλο. Ωστόσο, είναι κι αυτός ένας λόγος που γράφονται ιστορίες.
Ένας άλλος λόγος που έχει ακουστεί είναι ότι οι ιστορίες γράφονται ως διαφυγή από την πραγματικότητα: και για τον συγγραφέα και για τον αναγνώστη. Αυτό υποτίθεται πως ισχύει ιδιαίτερα για τις ιστορίες φαντασίας (επιστημονικής και μη), λες και το μυθιστόρημα μυστηρίου, ή το ρομάντζο, ή το ιστορικό, ή το κοινωνικό, δεν είναι κατά βάση το ίδιο διαφυγή από την πραγματικότητα αν τα κοιτάξεις καλά-καλά στα μάτια. Ουσιαστικά, η κάθε μορφή αφήγησης είναι διαφυγή από την πραγματικότητα, αφού υποχρεωτικά ο συγγραφέας φτιάχνει μια πλασματική πραγματικότητα μέσα στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, και, άρα, ο αναγνώστης βιώνει την ιστορία μέσα από αυτή την πλασματική πραγματικότητα (η οποία, ακόμα κι αν είναι ο κόσμος μας, είναι ο κόσμος μας μέσα από το φίλτρο της αντίληψης του συγγραφέα, οπότε όχι αληθινά ο κόσμος μας).
Μια ακόμα αιτιολόγηση για την αφήγηση ιστοριών είναι η αναζήτηση νοήματος από τον άνθρωπο σε έναν κόσμο που είναι κατά βάση παράλογος, ή φαίνεται να είναι παράλογος (και έχω πρόσφατα γράψει ένα άρθρο για εν λόγω θέμα). Αυτό υποτίθεται πως ο άνθρωπος το κάνει περισσότερο ασυνείδητα παρά συνειδητά. Και ίσως να ισχύει· αλλά αναρωτιέμαι αν αυτό μπορεί να ειπωθεί ότι είναι πραγματική αιτιολόγηση του γιατί αφηγούμαστε ιστορίες. Είναι δυνατόν να είναι μόνο αυτό κατά βάθος; Κάτι με αποτρέπει απ’το να το πιστέψω απόλυτα. Σε τελική ανάλυση, όπως είχα γράψει και σ’εκείνο το άρθρο, υπάρχουν συγγραφείς που, αντί να απορρίπτουν την τυχαιότητα και τον παραλογισμό της πραγματικότητας την οποία βιώνουμε, τα αποδέχονται, τα εναγκαλίζονται, και τα περιλαμβάνουν στη λογοτεχνία τους. Αντί να προσπαθούν να βάλουν τα πάντα σε μια σειρά ώστε να «βγάζουν νόημα», τα κάνουν όλα χάος! (Είναι κι αυτό μια προσπάθεια αναζήτησης νοήματος; Η τάξη του χάους;)
Και τώρα που έχουμε αναφέρει πολλές αιτιολογίες για το γιατί αφηγούμαστε ιστορίες, ας πάμε και στην πιο ωμή απ’όλες: το κάνουν για τα λεφτά οι άνθρωποι! Φυσικά και το κάνουν για τα λεφτά. Από παλιά, υπήρχε ο παραμυθάς-γυρολόγος που περνούσε από τα χωριά, έλεγε παραμύθια, και περίμενε μια κάποια αμοιβή για τον κόπο του. Το ίδιο και για τους θεατρίνους που έπαιζαν μια αφήγηση. Αυτό συμβαίνει και σήμερα στον κινηματογράφο. Αυτό συμβαίνει και στη λογοτεχνία. Ειδικά σε διεθνές επίπεδο. Το κάνουν για τα λεφτά, και ψάχνουν κορόιδα να τους πληρώσουν. Σωστά; Απλά τους κοροϊδεύουν ώστε να βλέπουν ή να διαβάζουν ή να ακούνε σαχλαμάρες και να δίνουν λεφτά. Όπως ο θαυματοποιός που κάνει το κόλπο του κι εσύ κάθεσαι τον κοιτάς με ανοιχτό το στόμα και μετά τον πληρώνεις κιόλας για ευχαριστώ που το έκανε μπροστά σου. Δηλαδή, το όλο θέμα είναι εμπόριο της διασκέδασης. Μια απάτη, ίσως.
Ισχύει ως δικαιολογία; Όπως και πριν, θα πω: και ναι και όχι. Ισχύει εν μέρει. Για κάποιους περισσότερο, για κάποιους λιγότερο. Για κάποιους καθόλου. Εξαρτάται.
Εκείνο που διακρίνω εγώ είναι πως καμία από τις αιτιολογήσεις που δίνονται για την αφήγηση ιστοριών δεν είναι ικανοποιητική. Θα μπορούσα, ίσως, να προσθέσω και μερικές ακόμα (όπως το wish-fulfillment dream που λένε) αλλά δεν έχει νόημα. Στο ίδιο θα κατέληγα πάλι: ότι όλα αυτά ισχύουν εν μέρει. Ή μπορεί να ισχύουν κατά περίσταση. Ή μπορεί και να μην ισχύει κανένα: μια ιστορία να λέγεται χωρίς να μπορούμε να βρούμε καμιά καλή αιτιολόγηση γι’αυτό.
Υπάρχει, αναρωτιέμαι, κάποια αιτιολόγηση που κρύβεται πίσω από όλες αυτές τις άλλες αιτιολογήσεις; Κάποια αιτιολόγηση που τις ενώνει; Που αποτελεί βάση τους; Ορισμένες από αυτές δεν έχουν καν κοινές ρίζες. Αλλά, αν αναζητήσουμε εξήγηση υπό αυτή την έννοια, μπορούμε ακόμα και να φτάσουμε σε μεταφυσικό επίπεδο.
Διότι, αν το καλοσκεφτείς, δεν υπάρχει καμιά λογική αιτιολογία για την αφήγηση ιστοριών. Είναι, πολύ απλά, παράλογο το να κάθεσαι και να αφηγείσαι πράγματα που είναι πλασματικά, ή να κάθεσαι και να τα ακούς από κάποιον άλλο. Δεν έχει καμία πρακτική χρησιμότητα. Όπως και η τέχνη, βέβαια. Μην ξεχνάμε ότι ο Oscar Wilde το έλεγε: η τέχνη είναι, κατά βάση, άχρηστη. Όπως και η ομορφιά. Όπως και η οποιαδήποτε αισθητική.
Το ίδιο συμβαίνει και με την αφήγηση ιστοριών. Είναι μια αισθητική, μια ομορφιά, μια τάση, μια παρόρμηση. Είναι, νομίζω, κάτι το έμφυτο στον άνθρωπο: του αρέσει ή να λέει ιστορίες ή να τις ακούει· ή και τα δύο. Υπάρχουν, βέβαια, και άνθρωποι που δεν τους αρέσει τίποτα από αυτά. Αυτούς δεν θα τους χαρακτηρίσω· είναι εκείνο που είναι. Ο καθένας και η φύση του. Μην κρίνετε τους άλλους, μόνο.
Δε νομίζω ότι υπάρχει τίποτα που μπορεί να συγκριθεί με την αίσθηση που σου προκαλεί μια αφήγηση, είτε ως συγγραφέας είτε ως αναγνώστης είτε ως θεατής – και ο καθένας από αυτούς έχει μια διαφορετική αίσθηση που μπορεί να κυμαίνεται σε ένταση. Προσωπικά, δεν πιστεύω ότι μπορεί τίποτα να με κάνει να αισθανθώ όπως όταν γράφω λογοτεχνία. Δεν υπάρχει ιστορία που μπορεί να διαβάσω ή να παρακολουθήσω και να με κάνει να νιώσω έτσι. Δεν γίνεται.
Νομίζω πως όσο περισσότερο προσπαθούμε να βρούμε μια αιτιολογία για την αφήγηση ιστοριών, ή και πολλές αιτιολογίες για την αφήγηση ιστοριών, τόσο χάνουμε την ουσία της αφήγησης ιστοριών. Και η ουσία δεν είναι η εξήγηση του φυσικού κόσμου, ούτε η κατανόηση της κοινωνίας, ούτε το να λύνεις τα ψυχολογικά σου προβλήματα, ούτε το να μεταδίδεις κάποιο μήνυμα, ούτε το να βγάζεις λεφτά. Μπορεί κατά περίσταση να είναι κάτι από αυτά. Αλλά κατά βάση δεν είναι τίποτα από αυτά. Και όποιος εμμένει σ’αυτά καταλήγει ή να ρίχνει την ποιότητα της αφήγησης και να την ξεφτιλίζει, ή να χάνει εκείνο που η αφήγηση ιστοριών μπορεί πραγματικά να προσφέρει.
Αφηγούμαστε ιστορίες, και διαβάζουμε ή ακούμε ή παρακολουθούμε ιστορίες, γιατί είναι μια έμφυτη τάση. Ίσως να συμβαίνει επειδή δεν είμαστε μόνο μέρη του κόσμου αλλά και δημιουργοί του συγχρόνως. Διότι η αφήγηση είναι και δημιουργία. Όταν κάποιος λέει «Ήταν ένα μεγάλο, σκοτεινό δάσος στους πρόποδες μιας οροσειράς» έχει μόλις δημιουργήσει μες στο μυαλό σου ένα δάσος και μια οροσειρά. Τα έχει δημιουργήσει από το μηδέν, μέσα από λέξεις. Ε, δεν είναι αυτό κάτι το θαυμαστό; Τι άλλη αιτιολογία χρειάζεσαι;