Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Από μικρός (και μάλλον αυτό συνέβαινε περισσότερο όταν ήμουν μικρός παρά τώρα που έχω γεράσει) όταν έβλεπα εικόνες – πίνακες φαντασίας, κυρίως, αλλά οτιδήποτε ουσιαστικά – άρχιζα να φαντάζομαι ιστορίες για να γράψω. Το ίδιο μού συνέβαινε, αρκετές φορές, και όταν έβλεπα ταινίες – το οποίο σήμερα πλέον μου συμβαίνει πολύ σπάνια. Το ίδιο έχει τύχει να μου συμβεί, ακόμα πιο σπάνια, και όταν διαβάζω τις επικεφαλίδες των εφημερίδων στα περίπτερα. Δεν αστειεύομαι. Μου συνέβη πρόπερσι, μάλιστα, και από εκεί ξεκίνησε μια σειρά που γράφω τώρα. Είναι, όμως, πολύ σπάνιο, όπως είπα.
Εδώ θέλω να μιλήσω μόνο για τις εικόνες, και κυρίως για τους πίνακες και τις εικονογραφήσεις φαντασίας. Η σχέση της φανταστικής λογοτεχνίας με τη ζωγραφική ήταν ανέκαθεν πολύ στενή, νομίζω. Δεν χρειάζεται καν να το παρατηρήσεις, αν είσαι κι ο ίδιος συγγραφέας. Το αισθάνεσαι, συνήθως, όπως εγώ το αισθανόμουν από μικρός. Όταν έβλεπα έναν πίνακα με έναν δράκο κι έναν ιππότη το μυαλό μου άρχιζε αμέσως να κάνει ιστορίες. Ήταν σαν να έχω πάρει ψυχοτρόπα.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανα στο διαδίκτυο – το παλιό διαδίκτυο, λίγο πριν από το 2000 – ήταν να μαζεύω όσες περισσότερες εικόνες φαντασίας μπορούσα να βρω. Καθόμουν και τις κατέβαζα μία-μία, αργά-αργά – γιατί τότε το διαδίκτυο ήταν αργό, όχι όπως σήμερα. Δεν το θεωρούσα, όμως, χάσιμο χρόνου. Η κάθε εικόνα ήταν σαν μια μαγική πύλη για να οδηγηθείς στους δικούς σου κόσμους, για να σου δώσει ανεξάντλητη έμπνευση.
Σκέψεις>Αναζητώντας τον Οφιομαχητή, Μέρος 2 :: Πώς έγραψα την Αναζήτηση του Οφιομαχητή (και άλλα ενδιαφέροντα για φανταστικούς κόσμους, φανταστικά ονόματα, τρόπους γραφής, υπεράνθρωπους, οφιολατρίες...)
(Αυτό το άρθρο αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου.)
Στη φανταστική λογοτεχνία – ειδικά στην ηρωική φαντασία – συνήθως τα ερπετά είναι εχθρικά, είναι κάτι το κακό, αν όχι το ίδιο το Κακό. Αυτή είναι μια πολύ «κολλημένη» λογική, κατά τη γνώμη μου, η οποία, εκτός των άλλων, δεν βγάζει κανένα νόημα, και κυρίως υπάρχει στον δυτικό κόσμο. Στην πραγματικότητα, τα φίδια είναι απλώς ζώα κι αυτά.
Μα, θα μου πεις, το φίδι τσιμπά και σε δηλητηριάζει! Ε, και τι σημαίνει αυτό; Έτσι είναι από τη φύση του· αυτός είναι ο τρόπος άμυνας/επίθεσής του. Κατηγόρησε ποτέ κανείς το λιοντάρι επειδή έχει μεγάλα δόντια και ευέλικτο σώμα; Το λιοντάρι σκοτώνει με τα δόντια του, το φίδι με το δηλητήριό του.
Επιπλέον, όλα τα φίδια δεν είναι δηλητηριώδη. Και όλα τα ερπετά δεν είναι φίδια. Η χελώνα – που νομίζω πως όλοι τη συμπαθούν – κι αυτή ερπετό είναι.
Ανέκαθεν κάτι με ενοχλούσε σε αυτή τη νοοτροπία εναντίον των ερπετών στην ηρωική φαντασία. Νομίζω πως, στον δυτικό κόσμο, προέρχεται από εκείνο το παραμύθι στη Βίβλο, ότι ο Διάβολος πήρε τη μορφή φιδιού για να εξαπατήσει τους Πρωτόπλαστους. Δηλαδή, αν είχε πάρει τη μορφή κοτσυφιού, θα μισούσαμε όλα τα κοτσύφια; Αν είναι δυνατόν... Είναι ανόητο, αλλά νομίζω ότι δυστυχώς έχει περάσει στο υποσυνείδητο του δυτικού κόσμου, και έχει φτάσει και στη φανταστική λογοτεχνία.
Ήθελα κάπου να το ανατρέψω, και στην Υπερυδάτια είχα την ευκαιρία· γιατί εκεί υπάρχει η θρησκεία της Έχιδνας, η οποία είναι, κατά βάση, οφιολατρία. Η Έχιδνα είναι κάτι ανάμεσα στη Μέδουσα και στη Γοργόνα. Είναι μια θεά που απεικονίζεται ως φίδι από τη μέση και κάτω, και ως γυναίκα από τη μέση κι επάνω, αλλά με μαλλιά που είναι επίσης φίδια. Είναι θεά των ακτών, κυρίως, και της θάλασσας – αν και όχι τόσο πολύ της ανοιχτής. Είναι η ισχυρότερη θρησκεία στην Υπερυδάτια. Η Έχιδνα είναι μια θεότητα που οι ντόπιοι τη φοβούνται και τη σέβονται συγχρόνως. Είναι ένα σύμβολο φόβου αλλά και σοφίας.
Αυτή είναι και η λογική που υπάρχει για τα ερπετά στην Υπερυδάτια. Σίγουρα δεν είναι κάτι το κακό, αλλά ούτε ακριβώς και κάτι το καλό. Θεωρούνται ιερά, αλλά πρέπει και να τα προσέχεις. Αν είσαι ανόητος μαζί τους, θα την πατήσεις. Μπορούν να σε καθοδηγήσουν, ή να σε καταστρέψουν.
Επειδή, με το κλείσιμο των εκδόσεων Φανταστικός Ορίζοντας δημιουργήθηκε ένα πρόβλημα με τους αριθμούς ISBN που δίνει η ΕΒΕ, χρειάστηκε να αλλάξω ISBN για τον Ναυαγό της Φαρμακερής Θεάς. Όσοι έχετε κατεβάσει το προηγούμενο αρχείο pdf, καλό θα ήταν τώρα να κατεβάσετε το καινούργιο, που περιέχει και τον σωστό ISBN. (Ο προηγούμενος ISBN παραπέμπει στις εκδόσεις Φανταστικός Ορίζοντας, που όμως πλέον δεν λειτουργούν· θεωρείται άκυρος και δεν πρόκειται να ξαναεμφανιστεί.) Κατά τα άλλα, αλλαγές δεν έχουν γίνει στο αρχείο pdf πέρα από ένα ανανεωμένο link της άδειας Creative Commons.
Επίσης, έχω ανεβάσει νέους χάρτες της Υπερυδάτιας (όλων των ηπειρονήσων) για τον 3ο κύκλο του Θρυμματισμένου Σύμπαντος.
18/11/2024
Σκέψεις>Αναζητώντας τον Οφιομαχητή, Μέρος 1 :: Πώς έγραψα την Αναζήτηση του Οφιομαχητή (και άλλα ενδιαφέροντα για φανταστικούς κόσμους, φανταστικά ονόματα, τρόπους γραφής, υπεράνθρωπους, οφιολατρίες...)
Προτού ξεκινήσω την Αναζήτηση του Οφιομαχητή ήμουν σε μια φάση που δεν ήξερα ακριβώς τι να γράψω ενώ πολλές ιδέες παιχνίδιζαν μέσα στο μυαλό μου. Η Αναζήτηση του Οφιομαχητή είναι ένας συνδυασμός από διάφορες από αυτές.
Κατά πρώτον, πάντα ήθελα να χρησιμοποιήσω μια από τις διαστάσεις/κόσμους του Θρυμματισμένου Σύμπαντος που και στον πρώτο και στον δεύτερο κύκλο δεν είχαν χρησιμοποιηθεί πολύ. Την Υπερυδάτια. Η Υπερυδάτια παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον ως φανταστικό σκηνικό, αλλά σε όλες τις ιστορίες μου μέχρι στιγμής απλώς την... προσπερνούσα, επειδή και οι χαρακτήρες μου ήταν περαστικοί από εκεί. Δεν διαδραματιζόταν καμιά βασική πλοκή στην Υπερυδάτια. Έτσι, στον πρώτο και στον δεύτερο κύκλο του ΘΣ, αυτή η διάσταση ουσιαστικά ήταν σαν μια περιοχή από την οποία κανείς περνά για να ταξιδέψει σε άλλες περιοχές – και, στην περίπτωση του ΘΣ, σε άλλες διαστάσεις/κόσμους.
Ήθελα, λοιπόν, να επικεντρωθώ περισσότερο στην Υπερυδάτια, να εξερευνήσω τις ιδιομορφίες της και την πραγματικότητά της· και τότε αποφάσισα να το κάνω. Είπα ότι η καινούργια σειρά που θα γράψω (ή το καινούργιο βιβλίο, αν αποδεικνυόταν μόνο ένα) θα είναι στην Υπερυδάτια.
Πριν από πέντε χρόνια, ένας μυστηριώδης κατάμαυρος άντρας ξεβράζεται στις ακτές της Κεντρυδάτιας, κοντά σ’έναν ναό της Έχιδνας στο Πλοκάμι των Ναυαγίων. Οι ιερωμένοι τον φροντίζουν, και διαπιστώνουν ότι διακατέχεται από μια παράξενη οργή και διαθέτει απάνθρωπη δύναμη, ενώ ποτέ – ποτέ – δεν μπορεί να κοιμηθεί. Και τα μάτια του δεν βλεφαρίζουν.
Σήμερα, ο Γεώργιος, τον οποίο πολλοί γνωρίζουν στην Υπερυδάτια και ως Οφιομαχητή, αναζητά το αντίδοτο για ένα θανατηφόρο δηλητήριο που έχει προσβάλλει τον αδελφό μιας φίλης του στη Μεγάπολη της Κεντρυδάτιας. Σύντομα, όμως, θα βρεθεί κυνηγημένος από μυστηριώδεις κυνηγούς που προσπαθούν να τον παγιδέψουν· και, ύστερα, θα εμπλακεί σε άγρια μάχη με κουρσάρους που έχουν στο πλευρό τους τη βοήθεια μιας οντότητας που κανείς δεν έχει ξαναδεί σε τούτη τη διάσταση. Μέσα στη συμπλοκή, ο Γεώργιος θα αντικρίσει μια γυναίκα με κατάμαυρο δέρμα η οποία ίσως να γνωρίζει πολλά για το ξεχασμένο, αινιγματικό παρελθόν του...
Και κάντε μου μία δωρεά, γιατί οι συγγραφείς φαντασίας στην Ελλάδα δεν αμείβονται ούτε στο ελάχιστο για ό,τι προσφέρουν.
Σημείωση για το ανανεωμένο website του Θρυμματισμένου Σύμπαντος: Η σελίδα του 3ου κύκλου έχει φτιαχτεί έτσι ώστε να προσαρμόζεται καλύτερα και σε μικρές οθόνες. Οι σελίδες των προηγούμενων δύο κύκλων δεν έχουν προσαρμοστεί ακόμα (και ίσως να μην προσαρμοστούν ποτέ, γιατί χρειάζεται πολύ copy/paste) αλλά τα βιβλία φαίνονται εύκολα αν ζουμάρεις. Οπότε το site του ΘΣ πρέπει δυστυχώς, αυτή τη στιγμή, να είναι «δύο ταχυτήτων».
Όπως έχω κατά καιρούς πει, υπάρχουν πάρα πολλά αναπάντητα ερωτήματα για το πώς γράφεις λογοτεχνία (ή, μάλλον, για το πώς γράφεις γενικά). Ερωτήματα στα οποία, αν και μπορούν να δοθούν διάφορες απαντήσεις, αυτές οι απαντήσεις δεν είναι δυνατόν ποτέ να είναι πλήρεις ή απόλυτες. Συνήθως, είναι υποκειμενικές ή σχετικές.
Ένα τέτοιο ερώτημα είναι και το Πού αλλάζεις κεφάλαιο. Ίσως από τα πιο δύσκολα να απαντηθούν βάσει σκληρής λογικής, αλλά επίσης από τα πιο εύκολα να απαντηθούν διαισθητικά. Οι περισσότεροι συγγραφείς δεν το σκέφτονται καν· απλώς αλλάζουν κεφάλαιο εκεί όπου νομίζουν ότι πρέπει. Και υπάρχουν και κάποιοι συγγραφείς που δεν χωρίζουν καθόλου τα βιβλία τους σε κεφάλαια (όπως ο Terry Pratchett, αν δεν κάνω λάθος): τα αφήνουν ως μια συνεχόμενη ροή κειμένου.
Εδώ, οπότε, θα αναφέρω μερικές νοοτροπίες για το πού αλλάζεις κεφάλαιο και για το τι είναι το κεφάλαιο. Γιατί και τα δύο μεταβάλλονται, δεν είναι σταθερά. Εξαρτώνται από το άτομο που γράφει, αλλά και από την περίοδο στην οποία βρίσκεται. Σε παλιότερες εποχές, νομίζω πως αντιλαμβάνονταν το κεφάλαιο λιγάκι διαφορετικά απ’ό,τι το αντιλαμβανόμαστε σήμερα.
Όλα όσα θα αναφέρω, φυσικά, αφορούν στη λογοτεχνία και μόνο, όχι σε άλλα είδη γραφής, όπως το δοκίμιο ή το επιστημονικό ή το δημοσιογραφικό κείμενο. Αυτά είναι... άλλου μάγου ευαγγέλιο.
Κάποιοι συγγραφείς γράφουν γρήγορα, κάποιοι αργά. Σε αυτό το άρθρο φοβάμαι πως θα είμαι προκατειλημμένος. Κάνοντας σύγκριση ανάμεσα στη γρήγορη και στην αργή γραφή, δεν μπορώ να βρω και πολλά πλεονεκτήματα της αργής. Ίσως να φταίει που πάντα ήμουν γρήγορος συγγραφέας.
Υπάρχουν πολλές προκαταλήψεις για τους γρήγορους συγγραφείς. Υπάρχει, κατ’αρχήν, εκείνο το παλιό γνωμικό που μας λέει ότι «το καλό το πράγμα αργεί να γίνει». Όπως όλα τα γνωμικά, όμως, δεν αληθεύει πάντα. Όταν εδώ μιλάω για γρήγορη γραφή, δεν μιλάω για βιαστική γραφή, Έχει τύχει να μου πουν «Γιατί βιάζεσαι να το τελειώσεις;» ή «Άσ’ το να ωριμάσει». Αλλά ποτέ δεν βιάζομαι να τελειώσω τίποτα· απλά γράφω με τον φυσιολογικό μου ρυθμό. Και πάντα θέλω να δω τι θα γίνει παρακάτω στην ιστορία που γράφω: και ο μόνος τρόπος για να το μάθω αυτό είναι να γράψω κι άλλο. Όσο για το να «ωριμάσει», τι είναι, ρε παιδιά; Φρούτο; Η ωριμότητα έρχεται μέσα από την ίδια τη διαδικασία, μέσα από την ίδια την πράξη, όχι από την απραξία. Και η συγγραφή είναι πράξη.
Υπάρχει η προκατάληψη ότι αυτός που γράφει γρήγορα γράφει βιαστικά, δηλαδή τσαπατσούλικα, απρόσεχτα, όλο λάθη πάσης φύσεως. Δεν είναι αλήθεια. Όταν μιλάω για γρήγορη γραφή, δεν προτείνω κανείς να κάνει κάτι λιγότερο από το καλύτερο δυνατό που μπορεί εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Ούτε να γράφει πιο γρήγορα απ’ό,τι μπορεί. Απλώς να μη χρονοτριβεί, να μη χάνει χρόνο άδικα. Δεν θα ωριμάσει αν το αφήσεις «στο συρτάρι». Το πιο πιθανό είναι ότι μπορεί να ξεχαστεί και να σαπίσει.
Η γρήγορη γραφή δεν είναι κακογραφία. Λέγοντας γρήγορη γραφή, εννοώ ότι πρέπει – φυσικά – να είναι και καλή. Δεν έχει νόημα να γράφεις κάτι αν δεν το γράφεις όσο καλύτερα μπορείς.
Αυτή είναι μια συλλογή με διηγήματα και νουβέλες του Robert E. Howard τα οποία έχει επιλέξει ο S.M. Stirling. Δεν είναι ιστορίες με τους πιο δημοφιλείς ήρωες του Howard, όπως Κόναν, Καλ, και Σόλομον Κέιν. Είναι κάποιες από τις λιγότερο γνωστές ιστορίες του, οι οποίες όμως με γοήτευσαν με το βαρβαρικό μεγαλείο τους. Είχα καιρό να διαβάσω βιβλίο που να μη βλέπω την ώρα να το ξαναπιάσω για να δω τι γίνεται παρακάτω. Και ήταν διηγήματα και νουβέλες, όχι ένα ολόκληρο μυθιστόρημα. Κι όμως – ούτε μία από αυτές τις διηγήσεις δεν έτυχε να με απογοητεύσει.
Η συλλογή περιλαμβάνει τις εξής ιστορίες: House of Arabu· The Garden of Fear· The Twilight of the Grey Gods· Spear and Fang· Delenda Est· Marchers of Valhalla· Sea Curse· Out of the Deep· In the Forest of Villefère· και Wolfshead.
Οι μισές από αυτές διαδραματίζονται στο μακρινό παρελθόν του κόσμου μας, το οποίο είναι, ουσιαστικά, σαν άλλος κόσμος. Ή είναι μια φανταστική εποχή, ή μια εποχή που η φαντασία του Howard την έχει αλλοιώσει έτσι που μοιάζει σαν φανταστική. Παντού υπάρχουν εφιαλτικοί δαίμονες και παράξενη μαγεία.
Σκέψεις>Παλιοί Χάρτες :: Πώς φτιάχνουμε τους χάρτες αρχαϊκών κόσμων με σύγχρονη λογική
Ανέκαθεν οι χάρτες με μάγευαν. Έχω γράψει και παλιότερα ένα άρθρο για τη σχέση των χαρτών με τη λογοτεχνία – και όχι μόνο τη φανταστική. Οι χάρτες έχουν μια ιδιαίτερη, σχεδόν μαγική, σχέση με τη λογοτεχνία είτε το πιστεύετε είτε όχι. Πολλές φορές, ο χάρτης είναι απαραίτητος για να γράψεις κάτι – έστω κι ένας απλός, βασικός χάρτης, ο οποίος μπορεί να είναι ο χάρτης ενός δωματίου σε ένα μυστήριο φόνου. Σε άλλες περιπτώσεις, πάλι, ο ίδιος ο χάρτης μπορεί να σε εμπνεύσει για να γράψεις μια ιστορία, ή για να την προχωρήσεις προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση που, χωρίς τον χάρτη, δεν θα φανταζόσουν. Τα ξέρω καλά αυτά: μου έχουν συμβεί και τα δύο. Μου συμβαίνουν πολύ συχνά όταν γράφω.
Δεν με πείθουν αυτοί που λένε ότι οι χάρτες στα βιβλία – ειδικά στα βιβλία φαντασίας – είναι άχρηστοι· γιατί, ακόμα κι αν είναι άχρηστοι για να διαβάσεις την ιστορία, έχουν μια δική τους φετιχιστική σημασία. Έχουν μια δική τους μαγεία. Από μικρός, μου άρεσε απλά να παρατηρώ τους χάρτες και να «χάνομαι» μέσα τους.
Όταν γράφω φανταστική λογοτεχνία, δεν εννοώ μόνο την ηρωική φαντασία· εννοώ και την επιστημονική φαντασία. Μάλιστα, νομίζω πως στην επιστημονική φαντασία είναι που η ιδέα της Αυτοκρατορίας (εσκεμμένα με κεφαλαίο άλφα, γιατί αναφέρομαι σ’αυτήν σχεδόν ως κάτι το αρχετυπικό) εμφανίζεται πιο συχνά.
Το σκέφτηκα τελευταία από τα βιβλία του Simon Green που έτυχε να διαβάσω. Μια τριλογία που λέγεται Twilight of the Empire, και, πραγματικά, δεν ξέρω γιατί έχει καμιά σημασία το twilight. Υπάρχει, όμως, μια αυτοκρατορία ως υπόβαθρο και ως βασική ιδέα της πλοκής σε καθένα από αυτά τα βιβλία. Οπότε, διαβάζοντάς τα, σκέφτηκα: Πάλι διαστρική αυτοκρατορία; Πόσες διαστρικές αυτοκρατορίες έχουμε δει, τέλος πάντων, στην επιστημονική φαντασία;
Η πιο γνωστή, φυσικά, είναι αυτή στο Star Wars: η Αυτοκρατορία με τον κακό Αυτοκράτορα-μάγο με την κουκούλα και τον Darth Vader που είναι, κατά βάση, ένας σκοτεινός ιππότης-μάγος. Αρχετυπικές μορφές. Αλλά αυτή δεν είναι η μόνη διαστρική αυτοκρατορία στην επιστημονική φαντασία. Υπάρχουν εκατοντάδες – ίσως και χιλιάδες – τέτοιες. Αν όχι σε κάθε βιβλίο επιστημονικής φαντασίας, τότε σε κάθε δεύτερο βιβλίο σίγουρα υπάρχει και μια διαστρική αυτοκρατορία.
Στην επική/ηρωική φαντασία η Αυτοκρατορία δεν εμφανίζεται και τόσο συχνά· εμφανίζεται όμως αρκετά συχνά. Όπως, για παράδειγμα, στο Malazan Book of the Fallen.
Η Αυτοκρατορία είναι πλέον κλισέ ιδέα. Όπως επίσης οι ιππότες, τα σπαθιά, διαστημόπλοια, και οτιδήποτε άλλο αρχετυπικό. Δηλαδή, δεν είναι άχρηστη ιδέα. Αν και, προσωπικά, προτιμώ να βλέπω κάτι το ιδιαίτερο σε μια αυτοκρατορία. Η «τυπική» Αυτοκρατορία μού είναι αδιάφορη.
Ας δούμε μερικές μορφές της Αυτοκρατορίας στη φανταστική λογοτεχνία.
Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε πάρα πολλούς συγγραφείς φαντασίας: Ξεκινούν να γράφουν μια ιστορία σε έναν φανταστικό κόσμο και, καθώς η ιστορία προχωρά, όλα αρχίζουν να γίνονται ολοένα και πιο ζωντανά μες στο μυαλό τους. Αναρωτιούνται για το παρελθόν και το μέλλον των χαρακτήρων τους, και για το από πού κρατά η σκούφια τους και ποιους συγγενείς και γνωστούς μπορεί να έχουν. Αναρωτιούνται για το τι γίνεται σ’εκείνη την περιοχή του φανταστικού κόσμου που είναι λίγο πιο πέρα από την περιοχή όπου διαδραματίζεται η ιστορία που γράφουν. Aναρωτιούνται και για ακόμα πιο μακρινά μέρη, και για άλλες ιστορίες που θα μπορούσαν να εκτυλίσσονται εκεί.
Αυτό είναι σημάδι ότι το φανταστικό σκηνικό δεν είναι πλέον απλώς ένα φανταστικό σκηνικό, αλλά ένα ζωντανό σκηνικό. Έχει πάρει τη δική του ζωή μέσα στη σκέψη του συγγραφέα, σχεδόν σαν ένας δαίμονας μέσα στο κεφάλι του.
Δεν συμβαίνει αποκλειστικά και μόνο στους συγγραφείς φαντασίας· και οι συγγραφείς συμβατικής λογοτεχνίας μπορεί να το πάθουν: να σκέφτονται διάφορες προεκτάσεις της ιστορίας τους προς διαφορές πιθανές κατευθύνσεις. Αλλά στους συγγραφείς φαντασίας νομίζω ότι συμβαίνει πιο συχνά, γιατί γράφουν για φανταστικούς κόσμους που συνήθως κεντρίζουν την περιέργεια και τη δημιουργικότητα.
Πριν από αρκετά χρόνια – συγκεκριμένα, το 2015 – είχα γράψει μια βιβλιοκριτική για τα πρώτα πέντε βιβλία αυτής της απέραντης σειράς.
Αυτά τα πρώτα πέντε βιβλία είναι και τα πιο αδύναμα. Δεν θα επαναλάβω πράγματα που έχω ήδη αναφέρει στην προηγούμενη κριτική, αλλά είναι, σε γενικές γραμμές, αρκετά συνηθισμένες περιπέτειες τύπου sword & planet ανάμεικτο με ηρωική φαντασία, και έχουν πάρα πολλά κλισέ στοιχεία. Για παράδειγμα, ο ήρωας συνέχεια αιχμαλωτίζεται και υποδουλώνεται, αλλά ξεφεύγει και κάνει επανάσταση. Συνέχεια υπάρχει κάποια γυναίκα που προσπαθεί να τον κολάσει, αλλά εκείνος πάντα μένει πιστός στην Πριγκίπισσά του, την οποία σχεδόν ποτέ δεν συναντά. Επίσης, ο ήρωας είναι σχετικά πανίσχυρος: δεν υπάρχει και τίποτα που να μπορεί να του αντισταθεί – εκτός από όταν, από κάποια εξωφρενική συγκυρία, έχει αιχμαλωτιστεί και είναι αλυσοδεμένος.
Γιατί, λοιπόν, να συνεχίσω να διαβάζω αυτή τη σειρά; Γιατί, πέρα από τα κλισέ πράγματα, εκείνα τα πρώτα πέντε βιβλία φαινόταν να κρύβουν μια υπόσχεση ότι κάτι το καταπληκτικό θα ακολουθήσει, ότι είναι κάτι περισσότερο από αυτό που δείχνουν.
Και δεν είχα άδικο, γι’αυτό κιόλας ακόμα διαβάζω τη σειρά με τον Dray Prescot.
Φανταστείτε μια σκηνή που διαδραματίζεται μέσα σ’ένα δωμάτιο. Κάποιοι άνθρωποι βρίσκονται εκεί και συζητάνε για ένα θέμα. Ως συγγραφέας, τι περιγράφεις καθώς ξεκινάς αυτή τη σκηνή; Περιγράφεις τους συνομιλητές έναν-έναν; Περιγράφεις πώς είναι το δωμάτιο; Τι έπιπλα έχει; Πώς είναι διακοσμημένο; Τι φαίνεται έξω από το παράθυρο; Τι ήχοι, ή μυρωδιές, έρχονται από έξω;
Τα περιγράφεις όλα αυτά; Αν το καλοσκεφτείς, τα πράγματα που μπορείς να περιγράψεις σε μια σκηνή είναι πάρα πολλά, αν όχι άπειρα. Και, όσο καλά και να περιγράψεις κάτι, πάντα θα έχεις «ελλείψεις» (όχι τυχαία εντός εισαγωγικών)· γιατί ο γραπτός λόγος δεν είναι σαν το βίντεο ή τη φωτογραφία, ούτε σαν τη ζωγραφική. Ο γραπτός λόγος απλώς δημιουργεί εντυπώσεις μέσα στο μυαλό ώστε να πλάσει την εικόνα ο αναγνώστης με τη φαντασία του. Ο γραπτός λόγος, επίσης, νομίζω πως βοηθά και τη φαντασία του συγγραφέα να καθοδηγηθεί, την οργανώνει.
Αλλά το ερώτημα είναι: Ως συγγραφέας, τι περιγράφεις σε μια σκηνή; Περιγράφεις τα πάντα; Πρακτικά αδύνατον. Περιγράφεις όσο πιο πολλά μπορείς; Πρακτικά, τρομερά χρονοβόρο και... κειμενοβόρο. Πόσες σελίδες θα αφιερώσεις απλά και μόνο για να περιγράψεις ένα δωμάτιο και τους ανθρώπους που είναι μέσα; Δεν είναι θέμα κόστους (ότι το βιβλίο θα βγει πολύ μεγάλο), ούτε είναι μόνο θέμα τού ποιος θα καθίσει να τα διαβάσει όλα αυτά. Είναι θέμα ουσίας. Τι νόημα έχει μια τόσο μεγάλη περιγραφή;
Ορισμένοι συγγραφείς το κάνουν, αλλά, και πάλι, όχι συνέχεια. Δεν γίνεται συνέχεια. Και ούτε αυτό βοηθά τη φαντασία. Αν προσέξετε, μερικές φορές όσο πιο μακροσκελής είναι η περιγραφή τόσο πιο δύσκολο είναι, ως αναγνώστης, να φανταστείς αυτό που περιγράφεται! Μοιάζει παράξενο, κι όμως είναι αλήθεια. Όσο πιο πολλές οι λέξεις τόσο πιο δύσκολα λειτουργεί η φαντασία για να σχηματίσει τη σκηνή που ο συγγραφέας θα ήθελε να σχηματίσουμε στο μυαλό μας.
Αρκετά συχνά οι συγγραφείς κάνουν το λάθος να απογοητεύονται νωρίς όταν ξεκινούν να γράφουν μια ιστορία, ειδικά μια μεγάλη ιστορία. Τους φαίνεται ότι οι χαρακτήρες δεν έχουν αρκετό «βάθος», ή ότι είναι λιγάκι «αδιάφοροι», ή ότι ο κόσμος γύρω τους είναι κάπως «επίπεδος», και διάφορα παρόμοια. Όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν είναι τυχαία εντός εισαγωγικών – δεν είμαι από αυτούς που χρησιμοποιούν τυχαία τα εισαγωγικά. Είναι εντός εισαγωγικών γιατί δεν αληθεύουν ακριβώς, ή αληθεύουν μόνο εν μέρει, ή, θα μπορούσες να πεις, είναι υποκειμενικοί.
Κι εγώ ο ίδιος είχα πέσει παλιότερα σε αυτή την παγίδα· κι ακόμα και σήμερα μπορεί να πέσω, αλλά ξέρω τι είναι. Είναι η ιδέα μου.
Σοβαρά; Δηλαδή, όλα τα κάνεις σωστά και ό,τι νομίζεις πως δεν είναι καλό «είναι η ιδέα σου»;
Όχι, καθόλου. Αλλά ο συγκεκριμένος προβληματισμός, ειδικά στην αρχή μεγάλων ιστοριών, συνήθως είναι η ιδέα σου. Όμως, συγχρόνως, είναι και φυσιολογικός. Δεν είναι παράλογο να έχεις αυτές τις αμφιβολίες, ή και να μη σου αρέσουν κάποια πράγματα.
Μετά, όμως, πρέπει να αναρωτηθείς γιατί. Κάθε αρχή και δύσκολη, όπως λένε· αλλά, στη λογοτεχνία, κάθε αρχή και ομιχλώδης. Ακόμα κι αν είσαι από τους συγγραφείς που κάνουν σχεδιάγραμμα της πλοκής προτού ξεκινήσουν να γράφουν (και δεν είμαι από αυτούς), πάλι θα αισθάνεσαι ότι κάτι δεν πάει καλά με τους χαρακτήρες και με τον κόσμο γύρω τους.
Εκείνο που, ουσιαστικά, συμβαίνει είναι ότι όλα αυτά σού είναι (ακόμα) άγνωστα. Όσο καλά και να τα έχεις σκεφτεί από πριν – άλλο η σκέψη, άλλο η πράξη. Και η συγγραφή είναι πράξη. Δεν είναι μερικές αφηρημένες ιδέες. Όταν γράφεις για κάποιους φανταστικούς ανθρώπους που ζουν σε έναν φανταστικό κόσμο (ακόμα κι αν είναι η Αθήνα, ο κόσμος είναι πάντα φανταστικός), τους κάνεις, υπό μία έννοια, πραγματικούς. Το ίδιο και τον κόσμο τους. Τα παίρνεις από το πεδίο της αφηρημένης ιδέας και τα πηγαίνεις σε ένα πεδίο πιο συγκεκριμένο, πιο πλαισιωμένο, πιο αληθινό. Είναι σαν να τους βλέπεις για πρώτη φορά. Δεν τους ξέρεις. Φυσικά και δεν τους ξέρεις.
Πολλοί αναρωτιούνται πώς οι συγγραφείς φαντασίας φτιάχνουν φανταστικούς κόσμους γεμάτους περιοχές, παράξενα ονόματα, και ένα σωρό ιδιομορφίες σε σχέση με τον δικό μας κόσμο. Κάποιοι, πάλι, που σκέφτονται να γράψουν φανταστική λογοτεχνία διστάζουν γιατί δεν νομίζουν ότι θα κατάφερναν να φτιάξουν τόσο μεγάλους και πολύπλοκους φανταστικούς κόσμους.
Και υπάρχει και το παράδειγμα του Τολκιν, ο οποίος είχε φτιάξει έναν κόσμο με αρκετά πολύπλοκη μυθολογία και ακόμα και δικές του γλώσσες οι οποίες είναι, πραγματικά, σαν κανονικές γλώσσες. Ορισμένοι επίδοξοι συγγραφείς τρομάζουν από αυτό. Σκέφτονται: Μα πώς να το κάνεις;
Υπάρχει, όμως, και το αντίθετο ρεύμα (όπως ο Michael Moorcock), που ισχυρίζεται ότι δεν χρειάζεται ο φανταστικός κόσμος να είναι πολύπλοκος, ούτε καν λεπτομερειακός: μάλιστα, αυτό είναι κακό. Αλλά ακόμα κι αυτοί οι συγγραφείς πλάθουν διάφορα παράξενα φανταστικά σκηνικά, παρά τα όσα λένε. Απλώς δεν τους ενδιαφέρει να τα καταγράψουν σαν ιστορικά δεδομένα ή σαν να γράφουν τον Οδηγό του Φανταστικού Κόσμου. Για παράδειγμα, ο κόσμος του Elric, του γνωστού ήρωα του Moorcock, είναι αρκετά ευφάνταστος, παρότι ο Moorcock δεν ενδιαφέρεται να ασχοληθεί με λεπτομέρειες και συστηματική καταγραφή. Όταν βλέπει κάποιος τον κόσμο του Elric – ειδικά κάποιους που δεν ασχολείται με τη φανταστική λογοτεχνία και πολύ – μπορεί να σκεφτεί ότι είναι δύσκολο να επινοήσεις έναν τέτοιο κόσμο, ή μπορεί να απορήσει πώς είναι δυνατόν ένας συγγραφέας να σκεφτεί όλα αυτά τα πράγματα.
Ουσιαστικά, όμως, δεν είναι και τόσο δύσκολο να φτιάξεις όσους φανταστικούς κόσμους θέλεις, αρκεί, βέβαια, να έχεις κάποια φαντασία και δημιουργική διάθεση.
Υπάρχουν δύο τρόποι, κι ένας τρίτος, για να φτιάχνεις φανταστικούς κόσμους – φανταστικά σκηνικά, εν γένει. Ο πρώτος τρόπος είναι αυτός που θα μπορούσαμε να πούμε Από Πάνω Προς τα Κάτω. Ο δεύτερος είναι αυτός που θα μπορούσαμε να πούμε Από Κάτω Προς τα Πάνω. Και ο τρίτος είναι κάτι ανάμεσα στους δύο προαναφερθέντες, και μπορεί να γέρνει λίγο περισσότερο προς τον έναν ή προς τον άλλο.
Τελειώνοντας αυτό το βιβλίο, είχα πια καταλάβει γιατί θεωρείται κλασικό και καλτ. Είναι ακριβώς το είδος του βιβλίου που μπορεί να θεωρηθεί τέτοιο. Έχει μια διαχρονική ιδιαιτερότητα, και μια γενική παραδοξότητα που γαργαλά τη φαντασία.
Αν παρατηρήσεις τη λογοτεχνία, και όχι μόνο τη φανταστική, βλέπεις ότι πολύ σπάνια αναφέρεται στον μέσο άνθρωπο, στον συνηθισμένο άνθρωπο, τον καθημερινό, αυτόν που δεν έχει καμία ιδιαιτερότητα. Ίσως, μάλιστα, ποτέ να μην αναφέρεται σε αυτόν. Τώρα, καθώς προσπαθώ να θυμηθώ ένα βιβλίο, ή έστω ένα διήγημα, με τέτοιο ήρωα, δεν μπορώ.
Οι ήρωες συνήθως ξεφεύγουν από τον μέσο όρο της ανθρωπότητας, και όχι πάντα επειδή είναι υπερβατικοί. Ξεφεύγουν γιατί είναι διαφορετικοί. Πολύ συχνά διαβάζουμε για χαρακτήρες που είναι, ελλείψει καλύτερου όρου, αφυπνισμένοι με κάποιο τρόπο, δηλαδή έχουν κατανοήσει κάτι που οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν ή δεν του δίνουν σημασία ή δεν τους ενδιαφέρει.
Σε διάφορα μυθιστορήματα φαντασίας, ο ήρωας ή έχει ανακαλύψει κάποιες «δυνάμεις», ή είναι πιο δυνατός, ή «εκλεκτός», ή απλά πιο αντιδραστικός σε σχέση με την κοινωνική κατάσταση που επικρατεί γύρω του. Αυτό το τελευταίο συνήθως συμβαίνει και στα μυθιστορήματα που δεν είναι φαντασίας. Ο ήρωας, με κάποιο τρόπο, διαφοροποιείται. Δεν διαβάζουμε για έναν άνθρωπο που είναι «κανονικός», αλλά για κάποιον που ξεφεύγει από τον μέσο όρο. Ή για κάποιους – γιατί, πολλές φορές, τα μυθιστόρημα δεν έχουν μόνο έναν βασικό χαρακτήρα.
Εκείνο που συνήθως ακούς για τα μυθιστορήματα – ή για τις ταινίες, ή για οποιοδήποτε αφηγηματικό έργο – αλλά κυρίως για τα μυθιστορήματα – είναι ότι έχουν πλοκή. Η πλοκή είναι μια σειρά από γεγονότα μέσα στην αφήγηση τα οποία ξεκινούν από την αρχή της ιστορίας και συνεχίζονται, το ένα κατόπιν του άλλου, με τέτοιο τρόπο ώστε να φτάνουμε σε μια κατάληξη που βγάζει κάποιο νόημα βάσει του πώς είναι δομημένη η ιστορία.
Για παράδειγμα, αν γράφεις ένα παραμύθι όπου ένας ιππότης ξεκινά να σώσει μια πριγκίπισσα από έναν δράκο, περιμένεις ότι στο τέλος ο ιππότης ή θα σώσει την πριγκίπισσα από τον δράκο ή (πολύ πιο απίθανο) θα σκοτωθεί από τον δράκο. Από την αρχή ώς το τέλος, όμως, θα υπάρξουν κάποια γεγονότα που θα είναι το ταξίδι του ιππότη προς τον δράκο. Αυτή είναι η πλοκή. Τα γεγονότα αυτά οδηγούν, το ένα μετά το άλλο, τον ιππότη προς τον δράκο – είτε ως εμπόδια που πρέπει να υπερβεί είτε ως συναπαντήματα που τον βοηθούν να φτάσει στον προορισμό του – και το φινάλε περιμένουμε να είναι η συνάντηση με τον δράκο, και με την πριγκίπισσα.
Σίγουρα, δεν περιμένουμε ότι ο ιππότης, καθώς ταξιδεύει, θα πέσει από το άλογό του, θα κατρακυλήσει σ’ένα γκρεμό, θα σπάσει το κεφάλι του, και θα σκοτωθεί.
Ίσως αυτό να είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στις μέρες μας: το να προσπαθούμε να ψυχολογήσουμε τον συγγραφέα (παλιότερο ή σύγχρονο) από αυτά που έχει γράψει. Το να προσπαθούμε να καταλάβουμε κάτι γι’αυτόν, για την προσωπικότητά του, για τη ζωή του, για τα βίτσια του – για το οτιδήποτε δεν θα έπρεπε κανονικά να μας ενδιαφέρει, γιατί μπορεί και να ήταν προσωπικό δεδομένο, ουσιαστικά.
Πολύ συχνά πέφτουμε έξω. Κάνουμε τραγικά λάθη. Τραγελαφικά, ορισμένες φορές.
Διότι η αλήθεια είναι ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να ψυχολογήσεις τον συγγραφέα από αυτά που γράφει. Ειδικά τον συγγραφέα λογοτεχνίας. Δεν αναφέρομαι σε αρθρογράφους, δημοσιογράφους, δοκιμιογράφους, και λοιπούς. Μιλάω μόνο για λογοτέχνες. Δεν είναι καθόλου εύκολο να τους ψυχολογήσεις από τα γραφόμενά τους, να καταλάβεις πράγματα γι’αυτούς.
Μα, είναι δυνατόν; Από όσα γράφει ο άλλος δεν φαίνεται κάτι για εκείνον;
Το πώς βάζουμε τίτλο είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί όσο κι αν το προσπαθήσεις. Ή, μάλλον, μπορείς να δίνεις συνεχώς απαντήσεις. Δεκάδες απαντήσεις, και να μην τελειώνεις ποτέ. Αλλά αξίζει να το ερευνήσουμε.
Κάποτε, πριν από χρόνια, κάποιος μού είπε: Έχω αρχίσει να γράφω κάτι. Θα το ονομάσω [όνομα τίτλου εδώ]!
Κι ένας άλλος, που ήταν επίσης εκεί, του είπε: Όχι, δεν βάζεις τίτλο τώρα. Μετά θα τον βάλεις.
Γιατί; είπε ο πρώτος. Εγώ τον έχω σκεφτεί τώρα!
Και με ρωτούσαν, επειδή ήξεραν ότι γράφω, ποιο είναι το σωστό. Να βάλεις τον τίτλο ενώ ξεκινάς να γράφεις ή αφού έχεις τελειώσει την ιστορία που γράφεις;
Μπορείς να το κάνεις όποτε θέλεις, φυσικά. Δεν υπάρχει κανένας νόμος που να σε υποχρεώνει να βάλεις τίτλο κάποια συγκεκριμένη στιγμή και μόνο. Το σύνηθες, όμως, είναι να βάζουμε τον τίλο αφού έχουμε ολοκληρώσει να γράφουμε μια ιστορία, γιατί τότε έχουμε μια καλύτερη εικόνα της ιστορίας ως σύνολο. Όταν αρχίζεις να γράφεις, μπορεί κι εσύ ο ίδιος να μην ξέρεις τι ακριβώς γράφεις, μπορεί να μην είσαι σίγουρος πώς ακριβώς θα εξελιχτεί η ιστορία. (Ναι, κι εγώ έτσι το κάνω. Αν η ιστορία δεν είχε εκπλήξεις και για εμένα, θα βαριόμουν να τη γράψω.) Είναι δύσκολο να σκεφτείς τίτλο με αυτά τα δεδομένα, με τέτοιο βαθμό αβεβαιότητας. Όταν όμως έχεις τελειώσει την ιστορία, βλέπεις τι είναι και μπορείς να τη βαφτίσεις όπως θέλεις.
Αυτό, ωστόσο, δεν είναι υποχρεωτικό. Ούτε είναι απαραίτητο, μάλιστα, πως ο τίτλος θα είναι «καλύτερος» ή «πιο ταιριαστός» αν τον αποφασίσεις αφού έχεις ολοκληρώσει την ιστορία. Μερικές φορές, δε, μπορεί από τον τίτλο να σκεφτείς την ιστορία.
Στο προηγούμενο μέρος αυτού του άρθρου είχα υποσχεθεί ότι θα συνεχίσω γράφοντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των χάρτινων βιβλίων όπως τα βλέπω μέχρι στιγμής· αλλά, πρώτα, θέλω να αναφερθώ σε κάτι που θεωρώ αρκετά σημαντικό. Υπάρχει μια σχετική προκατάληψη εναντίον των ηλεκτρονικών βιβλίων στην Ελλάδα και υπέρ των χάρτινων. Λέγεται ότι τα ηλεκτρονικά βιβλία δεν είναι «πραγματικά» βιβλία, ή ακόμα και ότι είναι για να μας κάνουν κάποια ζημιά, υποτίθεται, στην κουλτούρα του βιβλίου ή στον πολιτισμό ή σε οτιδήποτε άλλο. Αυτό με εκπλήσσει αν το πιστεύουν κάποιοι, γιατί δεν νομίζω ότι ισχύει λογικά όπως και να το σκεφτείς. Το μόνο που βγάζει νόημα είναι ότι ορισμένοι άνθρωποι μπορεί να έχουν συνηθίσει το χάρτινο βιβλίο, και το ηλεκτρονικό να τους φαίνεται «παράξενο». Το ίδιο, όμως, θα φαινόταν «παράξενο» το δικό μας βιβλίο σε όσους, παλιά, διάβαζαν επάνω σε περγαμηνή... Όταν εφευρέθηκε η τυπογραφία, πάω στοίχημα ότι κάποιοι θα έλεγαν και τότε ότι ήταν «του διαβόλου» και καλύτερα να γίνονται χειρόγραφα τα αντίγραφο των βιβλίων από μοναχούς που κάθονται και τα γράφουν ξανά και ξανά, τα ίδια και τα ίδια, ώρες ατελείωτες σε σκιερά μοναστήρια.
Όμως δεν έχουμε μείνει εκεί· έχουμε τυπογραφία και τυπογραφεία. Γιατί; Διότι είναι, πολύ απλά, καλύτερο. Πιο εύκολο, πιο εξυπηρετικό, πιο γρήγορο. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα το χειρόγραφο βιβλίο δεν έχει αξία; Φυσικά και έχει. Καλλιτεχνική αξία. Αλλά κυρίως διαβάζουμε βιβλία που έχουν βγει από τυπογραφείο, όχι βιβλία γραμμένα στο χέρι. (Εγώ, προσωπικά, δεν έχει τύχει ποτέ να διαβάσω βιβλίο γραμμένο στο χέρι.)
Το ίδιο, ουσιαστικά, ισχύει και για τα ηλεκτρονικά βιβλία. Είναι μια εξέλιξη του βιβλίου. Απλώς το μέσο αλλάζει.
Παρ’όλ’ αυτά, υπάρχει η προκατάληψη που λέγαμε: ότι δεν είναι «πραγματικά» βιβλία. Και όχι μόνο αυτό αλλά φαίνεται ενεργά να προωθούνται περισσότερο τα χάρτινα βιβλία εις βάρος των ηλεκτρονικών. Τα ηλεκτρονικά βιβλία παραμερίζονται ως «μη πραγματικά», προκειμένου να προωθηθούν τα χάρτινα.
Έχουν περάσει πια αρκετά χρόνια ύστερα από εκείνο το πρώτο μπαμ της εμφάνισης των ηλεκτρονικών βιβλίων, και νομίζω ότι μπορούμε να κοιτάξουμε το όλο θέμα με άλλο μάτι και πιο νηφάλια από τότε. Ήταν το ηλεκτρονικό βιβλίο μια μόδα που πέρασε; Για κάποιους, ίσως ναι. Για άλλους – και για εμένα προσωπικά – σίγουρα όχι.
Είναι η αγορά του (χάρτινου) βιβλίου καλύτερη σήμερα που η μόδα του ηλεκτρονικού βιβλίου έχει (σε κάποιο βαθμό) περάσει; Μάλλον όχι. Ίσως, μάλιστα, να είναι και χειρότερη. Ορισμένοι είχαν ισχυριστεί ότι το ηλεκτρονικό βιβλίο έκανε ζημιά στο χάρτινο. Αυτό ίσως να ίσχυε εν μέρει, αλλά όχι απόλυτα. Υπήρχε μια γενική πτώση της αγοράς του βιβλίου από χρόνια, παγκοσμίως. Και στην Ελλάδα, ακόμα χειρότερα. Στην Ελλάδα, συγκεκριμένα, μάλιστα, θα ήταν νομίζω ανόητο να κατηγορούμε το ηλεκτρονικό βιβλίο για το χάλι της αγοράς του βιβλίου, διότι ο Έλληνας αμφιβάλλω ότι διαβάζει και τόσα πολλά ηλεκτρονικά βιβλία. Το πρόβλημα είναι ότι ο Έλληνας δεν διαβάζει γενικά – ούτε ηλεκτρονικά, ούτε χάρτινα, ούτε γραμμένα επάνω σε περγαμηνή ή πάπυρο. Οι αναγνώστες είναι πολύ λίγοι, και με τη διάλυση της οικονομίας, με τα πάντα να ακριβαίνουν γύρω μας, θα έχουν γίνει πια ακόμα λιγότεροι. Σοβαρά τώρα: ποιος μπορεί να δώσει 15 και 20 ευρώ για να αγοράσει βιβλίο όταν πρέπει να πληρώσει 500 ευρώ στον τελευταίο λογαριασμό της ΔΕΗ; Τουλάχιστον, στη διεθνή αγορά τα βιβλία ανέκαθεν μπορούσαν να έχουν πιο λογικές τιμές, όπως 8 και 10 ευρώ. Εδώ, 8 και 10 ευρώ μπορεί να τα πάρεις σε μπαζάρ ή στο Μοναστηράκι, μεταχειρισμένα ή από διάλυση.
Στην πραγματικότητα βιώνουμε τα πράγματα καθώς συμβαίνουν. Πρώτα ανοίγω τον υπολογιστή μου, μετά ανοίγω το browser, μετά πληκτρολογώ μια διαδικτυακή διεύθυνση, μετά πατάω Enter, και μετά μπαίνω στο website. Δεν γίνεται αλλιώς. Το ίδιο συμβαίνει και στον κινηματογράφο: βλέπουμε τα πράγματα με τη χρονική σειρά που συμβαίνει. Πρώτα κάποιος τραβά το σπαθί του από το θηκάρι και μετά σκίζει τον λαιμό ενός αιχμαλώτου. Υπάρχουν, βέβαια, και οι περιπτώσεις του flashback, όπου παρουσιάζονται παλιότερα γεγονότα· αλλά δεν αναφέρομαι τώρα σε τέτοιου είδους χρονική ροή. Αναφέρομαι στα πράγματα καθώς συμβαίνουν.
Στη λογοτεχνία, τα πράγματα δεν παρουσιάζονται πάντοτε ευθύγραμμα από χρονικής άποψης παρότι μπορεί μέσα στο μυαλό μας να τα «βλέπουμε» ευθύγραμμα γιατί έτσι έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε.