Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Περί Γραφής: Επιτίθεμαι ή Επιτίθομαι; ...και παρόμοια ρήματα
Πριν από κάποιο καιρό (αλλά όχι και πολύ παλιά· μέσα στον προηγούμενο χρόνο) είχα γράψει ένα κείμενο στα Σκιώδη Παραλειπόμενα σχετικά με το επιτίθεμαι και το επιτίθομαι. Ήταν αρκετά προχειρογραμμένο, όπως όλα τα κείμενα εκεί, γιατί, εντάξει, ένα post για blog είναι, όχι κάτι για να σπαταλήσω πολύ χρόνο σ’αυτό. Όμως από τότε υποπτευόμουν ότι το συγκεκριμένο κείμενο έπρεπε να ήταν κανονικό άρθρο, και είχα ήδη αποφασίσει ότι στο μέλλον μπορεί να γίνονταν αυτό.
Τώρα φτάσαμε στο μέλλον.
Υπάρχει ένα θέμα στη νέα ελληνική γλώσσα σχετικά με το αν το ρήμα επιτίθομαι είναι σωστό, και γενικά θεωρείται πως δεν είναι σωστό, πως το σωστό είναι το επιτίθεμαι. Αντικειμενικά, μπορείς να πεις ότι όντως αυτό είναι το σωστό επειδή είναι και το παλαιότερο. Πρακτικά, όμως, το επιτίθεμαι δημιουργεί πολλά προβλήματα, ειδικά στους παρελθοντικούς χρόνους.
Ας το σπάσουμε στα μέρη του, να δούμε τι πραγματικά είναι αυτό το ρήμα. Προφανώς, είναι επί + τίθεμαι. Επομένως, το ρήμα που μας ενδιαφέρει εδώ είναι το τίθεμαι, παθητική φωνή του αρχαίου ρήματος τίμηθι. Το τίθημι, βέβαια, δεν χρησιμοποιείται καθόλου στα νέα ελληνικά (τουλάχιστον, τώρα δεν μπορώ να σκεφτώ καμία περίπτωση) αλλά το τίθεμαι χρησιμοποιείται, και μόνο του και ως δεύτερο συνθετικό πολλών λέξεων (επιτίθεμαι, παρατίθεται, διατίθεμαι, εκτίθεμαι, προτίθεμαι...). Νοείται να πεις τίθομαι αντί για τίθεμαι; Νοείται, και χρησιμοποιείται κιόλας· αλλά, κατά κανόνα, θεωρείται λάθος.
Γιατί;
Στο λεξικό του Μπαμπινιώτη υπάρχει ο εξής σχολιασμός γι’αυτό:
τίθονται! Ορισμένοι ομιλητές χρησιµοποιούν στο γ' πρόσωπο πληθυντικού τού τίθεµαι τον τύπο τίθονται(!): Τίθονται τα εξής ζητήµατα. Το ίδιο συµβαίνει και µε σύνθετα τού Τίθεµαι: Οι αντίπαλοι επιτίθονται. Επίσης, σπανιότερα χρησιµοποιούν και τύπο τίθοµαι και σύνθετο επι-τίθοµαι. Στις περιπτώσεις αυτές, τα τίθονται | τίθοµαι χρησιµοποιούνται εσφαλµένως αντί των τίθενται | τίθεµαι, όπως φαίνεται και από τους υπόλοιπους τύπους τού ρήµατος (τίθεµαι, τίθεσαι, τίθεται, τιθέµεθα, τίθεσθε, τίθενται). Οι τύποι µε -ο- σχηµατίζονται αναλογικά προς τους κανονικούς τύπους σε -οµαι | -ονται των ρηµάτων σε -ω (ντύνοµαι | ντύνονται, γράφοµαι | γράφονται, ορίζοµαι | ορίζονται κ.λπ.).
Αυτό που λέει ο Μπαμπινιώτης είναι σωστό, φυσικά. Αλλά δεν λαμβάνει υπόψη του κάτι πολύ βασικό που ισχύει γενικά και παντού: οι γλώσσες εξελίσσονται, δεν είναι στατικές.
Το τίθεμαι θεωρείται σωστό απλά και μόνο επειδή είναι παλαιότερο. Αλλά εδώ πρέπει να κάνεις μια στάση και να αναρωτηθείς λίγο τι σημαίνει «σωστό» μέσα σε μια γλώσσα.
Πρώτον: Αν το παλιό είναι πάντα και το σωστό, τότε χίλιες-δύο άλλες λέξεις είναι επίσης λάθος. Για παράδειγμα, σήμερα δεν λέμε πόλις· λέμε πόλη. Η πόλις εξελίχτηκε σε πόλη. Είναι λάθος η πόλη; Δεν είναι λάθος, απλά αυτή είναι η εξέλιξη που έγινε στη γλώσσα. Και πώς γίνεται η εξέλιξη; Μα, με τη χρήση της ίδιας της γλώσσας, φυσικά· πώς αλλιώς; Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Υπό αυτή την έννοια, το τίθεμαι δεν θα μπορούσε να εξελιχτεί σε τίθομαι; Νομίζω πως θα μπορούσε – και χωρίς κανένα γραμματικό ή ηχητικό πρόβλημα. Εξάλλου, πολλοί το χρησιμοποιούν ούτως ή άλλως.
Δεύτερον: Γιατί το παλαιότερο να θεωρείται σωστότερο; (Και πρόσεξε ότι γράφω παλαιότερο αντί για παλιότερο – δεν το κάνω τυχαία – και τα δύο δεν είναι σωστά;) Σε τελική ανάλυση, πώς δημιουργήθηκε το παλαιότερο; Με τη χρήση της γλώσσας... όπως και το νεότερο. Απλά έτυχε, πριν από 2.500 χρόνια, να το λένε και να το γράφουν μ’έναν συγκεκριμένο τρόπο. Μάλιστα, στην Αρχαία Ελλάδα κατά περιοχές οι λέξεις χρησιμοποιούνταν πολύ διαφορετικά, πράγμα που δεν συμβαίνει σήμερα παρά ελάχιστα, λόγω πιο ενοποιημένης κουλτούρας και μέσων μαζικής ενημέρωσης. Τότε, μια φορά κι έναν καιρό, έγραφαν μια λέξη μ’έναν συγκεκριμένο τρόπο γιατί έτσι είχε διαμορφωθεί από τη χρήση της γλώσσας τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι πιο «σωστό», απλά ότι είναι πιο παλιά χρήση.
Βέβαια, όταν χρησιμοποιείς την ελληνική γλώσσα, πάντα πρώτα στα αρχαία ελληνικά πρέπει να ανατρέξεις όταν έχεις κάποιο γλωσσολογικό πρόβλημα μπροστά σου. Αυτό είναι το λογικότερο· είναι εκείνο που βγάζει περισσότερο νόημα. Το ξέρω. Το κάνω μέρα παρά μέρα, άλλωστε, όταν προσπαθώ να φτιάξω καινούργιες λέξεις που ταιριάζουν στους φανταστικούς κόσμους της λογοτεχνίας που γράφω.
Επιπλέον, μ’αρέσει η αρχαία ελληνική γλώσσα, και μ’αρέσει η ετυμολογία που υπάρχει στα ελληνικά. Μ’αρέσει το γεγονός ότι, σ’αντίθεση μ’άλλες γλώσσες (όπως τα αγγλικά), στα ελληνικά οι λέξεις βγάζουν νόημα· η καθεμία έχει την προσωπική της ιστορία. Κι όταν προσπαθείς να φτιάξεις μια καινούργια λέξη πρέπει να ξέρεις τι κάνεις· δεν φτάνει να κολλήσεις δυο λέξεις μαζί. Αυτό έχει τη δική του γοητεία και τη δική του δύναμη.
Επομένως, δεν καταφέρομαι εναντίον της αρχαίας ελληνικής γλώσσας αυτή τη στιγμή. Εκείνο που λέω είναι ότι δεν πρέπει να είμαστε κολλημένοι σε κάτι επειδή γραφόταν μ’έναν συγκεκριμένο τρόπο πριν από 2.500 χρόνια. Οι γλώσσες εξελίσσονται. Αυτή είναι η πιο αξιοσημείωτη ιδιότητά τους. Και όταν μιλάς, και ακόμα περισσότερο όταν γράφεις, εξελίσσεις τη γλώσσα κάθε μέρα.
Το ερώτημα είναι γιατί να μας ενδιαφέρει τόσο αν το επιτίθεμαι θεωρείται σωστό ενώ το επιτίθομαι λάθος. Γιατί απλά να μη χρησιμοποιούμε το επιτίθεμαι και να τελειώνουμε; Ο λόγος είναι ότι το επιτίθεμαι παρουσιάζει προβλήματα στα νέα ελληνικά, ειδικά στους παρελθοντικούς χρόνους. Και αυτοί είναι οι χρόνοι που, κυρίως, χρησιμοποιεί κανείς όταν γράφει λογοτεχνία εκτός των άλλων. (Αφηγείσαι μια ιστορία συνήθως σαν να συνέβη στο παρελθόν.)
Στον Ενεστώτα Χρόνο, κι εγώ προτιμώ το επιτίθεμαι τις περισσότερο φορές σε σχέση με το επιτίθομαι. Το επιτίθομαι μπορεί να το χρησιμοποιήσω μόνο μέσα σε διάλογο, όταν ένας χαρακτήρας λογικά δεν θα μιλούσε με πιο αρχαϊκό τρόπο αλλά με πιο σύγχρονο ή πιο απλό. Όμως δεν μου χρειάζεται συχνά να γράψω επιτίθεμαι. Πιο συχνά μού χρειάζεται να γράψω αυτό το ρήμα σε παρελθοντικούς χρόνους. Μου χρειάζεται να γράψω επετίθετο, ή επετίθεντο, ή επετέθην ή επετέθησαν.
Και πώς σου ακούγονται εσένα αυτά; Εμένα μου ακούγονται χάλια μέσα σ’ένα κείμενο που είναι, κατά τα άλλα, γραμμένο στην νέα ελληνική γλώσσα.
Εντάξει, ορισμένες φορές, το παραδέχομαι, χρησιμοποιώ και αρχαϊσμούς στα κείμενά μου. Χρησιμοποιώ λέξεις που θα τις έλεγες «αρχαιοπρεπείς», ή χρησιμοποιώ παλιότερους γραμματικούς τύπους κάποιων λέξεων. Αλλά αυτό το κάνω επειδή εγώ θέλω να το κάνω – επειδή μπορεί να θέλω να δημιουργήσω μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, για παράδειγμα, ή μια συγκεκριμένη αίσθηση για κάποιο πράγμα ή πρόσωπο ή κατάσταση. Δεν είναι το ίδιο με το να εξαναγκάζεσαι να χρησιμοποιείς έναν ρηματικό τύπο που καταφανώς δεν ταιριάζει στα νέα ελληνικά αλλά, για κάποιο μυστηριώδη λόγο, θεωρείται «σωστός».
Δες τώρα το εξής λογοτεχνικό παράδειγμα (το οποίο δεν είναι παρμένο από αλλού· το γράφω για τη συγκεκριμένη περίπτωση):
Οι τρεις δραπέτες έτρεχαν μέσα στους στενούς στριφτούς δρόμους της Κάτω Πόλης. Οι φρουροί ήταν συνεχώς πίσω τους και τους επετίθεντο εκτοξεύοντας βέλη στο κατόπι τους, ακόντια, στροβιλιζόμενα διλέπιδα μαχαίρια. Συνήθως αστοχούσαν. Δύο φορές τραυμάτισαν κάποιον. Μετά, όμως, κατόρθωσαν να τους αποκλείσουν σ’ένα αδιέξοδο σοκάκι κι εκεί τους επετέθησαν μαζικά και από κοντά, υψώνοντας ασπίδες και κρατώντας δόρατα με θανατηφόρες ενεργειακές λεπίδες στραμμένες καταπάνω τους.
Προφανώς οι λέξεις επετίθεντο και επετέθησαν ξεπηδάνε μέσα από αυτή την παράγραφο σαν παραφωνίες. Είναι σχεδόν σαν να ήρθαν εκεί από άλλη γλώσσα, ή άλλη διάλεκτο της ίδιας γλώσσας. Το καταλαβαίνεις αμέσως ότι εδώ είναι κάτι... άλλο. Κάτι που δεν ταιριάζει.
Τι να κάνουμε; Είμαστε καταδικασμένοι να το χρησιμοποιήσουμε; Ή, μήπως, να βάλουμε κάποια άλλη λέξη εκεί αντί για το επιτίθεμαι; Αλλά αν μας αρέσει αυτή η λέξη και δεν θέλουμε να την αλλάξουμε;
Μη φοβάσαι· το επιτίθομαι έρχεται για να μας σώσει. Είναι λάθος; Πολλοί επαναστάτες είναι «λάθος» αλλά κάνουν τη δουλειά τους καλά. Δες τώρα πώς μεταμορφώνεται αυτή η παράγραφος με τη χρήση του επιτίθομαι:
Οι τρεις δραπέτες έτρεχαν μέσα στους στενούς στριφτούς δρόμους της Κάτω Πόλης. Οι φρουροί ήταν συνεχώς πίσω τους και τους επιτίθονταν εκτοξεύοντας βέλη στο κατόπι τους, ακόντια, στροβιλιζόμενα διλέπιδα μαχαίρια. Συνήθως αστοχούσαν. Δύο φορές τραυμάτισαν κάποιον. Μετά, όμως, κατόρθωσαν να τους αποκλείσουν σ’ένα αδιέξοδο σοκάκι κι εκεί τους επιτέθηκαν μαζικά και από κοντά, υψώνοντας ασπίδες και κρατώντας δόρατα με θανατηφόρες ενεργειακές λεπίδες στραμμένες καταπάνω τους.
Τώρα δεν υπάρχει παραφωνία. Διαβάζεις μια παράγραφο που είναι γραμμένη σε μία γλώσσα, όχι σε δύο. Το επετίθεντο γίνεται επιτίθονταν. Λάθος; Δεν το νομίζω. Πιο ταιριαστό, αν μη τι άλλο, με το υπόλοιπο κείμενο. Το επετέθησαν γίνεται επιτέθηκαν. Λάθος; Σίγουρα όχι, γιατί αυτό είναι κάτι που το περιλαμβάνουν και τα λεξικά.
Ουσιαστικά, μας λέει ότι το επιτέθηκα είναι σύγχρονος ρηματικός τύπος του παλαιότερου επετέθην (που ο πληθυντικός του είναι επετέθησαν). Εν ολίγοις, εδώ έχουμε μια εξέλιξη της γλώσσας.
Γιατί δεν μπορούμε να έχουμε μια εξέλιξη της γλώσσας και στο επιτίθονταν; Ή, μάλλον, ήδη την έχουμε· απλά δεν θέλουμε να παραδεχτούμε ότι είναι εκεί. Η ίδια η χρήση της λέξης μαρτυρά ότι το επιτίθομαι είναι, πρακτικά, το ίδιο σωστό με το επιτίθεμαι. Είναι μια εξέλιξη αυτής της αρχαίας λέξης. Θες να πεις ότι είναι «παραφθορά»; Πες ότι είναι παραφθορά. Το ίδιο θα έλεγαν πολλοί και για την πόλη σε σχέση με την πόλιν. Είναι θέμα προσωπικής αντίληψης και γούστου αποκεί και πέρα. Μπορείς να χρησιμοποιείς όποια λέξη σού αρέσει περισσότερο όταν και οι δύο είναι σωστές. Δεν μπορείς όμως να προσπαθείς να εξαναγκάσεις τους άλλους να γράφουν αρχαϊκούς γραμματικούς τύπους ενός ρήματος μέσα σε μια παράγραφο κειμένου η οποία είναι γραμμένη, κατά τα άλλα, στα νέα ελληνικά. Είναι σαχλό.
Μπορεί το ρήμα, κάποτε, πριν από 2.500 χρόνια, να ήταν τίθεμαι. Δεν διαφωνώ. Αλλά σήμερα, και το τίθομαι να χρησιμοποιήσεις, πάλι θα καταλάβουμε ακριβώς τι θέλεις να πεις, και μάλιστα, σε ορισμένους ρηματικούς τύπους, είναι καλύτερο από το τίθεμαι, γιατί πραγματικά ταιριάζει μέσα στο νεοελληνικό κείμενο σε αντίθεση με τον παππού του.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί Γραφής
Αν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να
διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν
«Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;»,
ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα
γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι
το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις.
Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι,
Στα Περί Γραφής
μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω
κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι,
απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από
αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν
πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι
δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον,
αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι
ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με
ενδιαφέρει, το αγνοώ.
Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα
Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι,
απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου.
για τα Περί Γραφής.)