The Book of Skaith: The Ginger Star, The Hounds of Skaith, The Reavers of Skaith
της Leigh Brackett

Είχα ακούσει πολύ καλά λόγια γιαυτή την τριλογία και, όταν τη διάβασα, οφείλω να ομολογήσω ότι απογοητεύτηκα κάπως. Όχι πολύ. Δεν είναι άσχημη ιστορία. Αλλά δεν νομίζω ότι είναι και κάτι το τρομερό. Βέβαια, σίγουρα είναι κάτι που αξίζει να έχεις διαβάσει: καμια αμφιβολία γιαυτό.
Ο Skaith είναι ένας πλανήτης στο φανταστικό σύμπαν της Leigh Brackett: ένα σύμπαν, κατά βάση, επιστημονικής φαντασίας, τύπου space opera, με μεγάλα διαστημόπλοια που διασχίζουν το Διάστημα και ταξιδεύουν σε διάφορους πλανήτες. Υπάρχει επίσης μια Γαλαξιακή Ένωση (Galactic Union). Ο Skaith είναι ένας πλανήτης μακρινός και αρκετά βαρβαρικός. Δεν έχει πολλές επαφές με το ευρύτερο σύμπαν. Έχει διαστημικό σταθμό μόνο σε μία πόλη, όπου επιτρέπεται σε κάποια εμπορικά κυρίως αστρόπλοια να προσγειώνονται. Κατά τα άλλα, δεν υπάρχει εξελιγμένη τεχνολογία στον κόσμο: δεν υπάρχει ούτε ένα πυροβόλο όπλο, ούτε μια τηλεόραση ή ένα ραδιόφωνο, ή μια ηλεκτρική σκούπα.
Αυτό μού φάνηκε παράξενο έως και τελείως αντιρρεαλιστικό γιατί, αφού έρχονται εμπορικά αστρόπλοια στον Skaith, τι διάολο εμπορεύονται; Υποτίθεται ότι φέρνουν κάποιες ύλες και παίρνουν κάποιες άλλες ύλες, αλλά πέραν τούτου δεν δίνεται καμια εξήγηση. Και, εντάξει, καταλαβαίνω ότι ο Skaith πιθανώς να έχει ύλες που δεν υπάρχουν αλλού στο σύμπαν· αλλά γιατί οι κάτοικοί του δεν αγοράζουν ούτε ένα πυροβόλο πιστόλι; ούτε ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου; Μέσα στα βιβλία δεν γράφει ότι υπάρχει κάποιο σχετικό ταμπού. Ακόμα κι αν υποθέσεις ότι οι Ραβδούχοι (Wandsmen), οι άρχοντες του πλανήτη, απαγορεύουν στον πληθυσμό να αγοράζει εξωπλανητικά όπλα, οι ίδιοι λογικά θα έπρεπε να αγοράζουν αν μη τι άλλο για να είναι σίγουροι για την κυριαρχία τους.
Μέσα στην τριλογία, μόνο ένας ραδιοπομπός υπάρχει στον Skaith και παίρνει διαστάσεις σχεδόν μαγικού αντικειμένου που ο ήρωας πρέπει να κάνει ολόκληρο quest για να το βρει.
Όλα αυτά εμένα δεν μου φάνηκαν καθόλου λογικά. Καταλαβαίνω ότι σε ιστορίες τύπου sword-and-planet δεν πρέπει να υπάρχει και πολλή εξελιγμένη τεχνολογία στον πλανήτη, όμως καλό είναι να δίνεται και μια ικανοποιητική εξήγηση γιαυτό. Κι εδώ ικανοποιητική εξήγηση δεν υπάρχει.
Κατά τα άλλα, ο Skaith μού άρεσε ως κόσμος. Είναι, όντως, καλοφτιαγμένος. Οι λαοί του δεν είναι λίγοι και, δεδομένου ότι τα βιβλία είναι πολύ μικρά, η συγγραφέας καταφέρνει να τους κάνει αξιοσημείωτα ξεχωριστούς. Ο καθένας έχει τα δικά του έθιμα, τις δικές του νοοτροπίες, ακόμα και τις δικές του ενδυμασίες. Επίσης, ο κόσμος είναι ζωντανός: καθώς η ιστορία προχωρά, αλλάζει, οι λαοί κινούνται, κάνουν πράγματα. Δεν είναι μόνο για υπόβαθρο. Δεν είναι εκεί για ντεκόρ. Τους αγάπησα αυτούς τους λαούς.
Τον βασικό ήρωα, τον Eric John Stark, τον αγάπησα λιγότερο, είναι η αλήθεια. Δεν είναι κακοφτιαγμένος ως χαρακτήρας, αλλά πάντα τον αισθανόμουν κάπως απόμακρο. Είναι κάτι σαν Ταρζάν του Διαστήματος. Μεγάλωσε κάπου στον Ερμή· οι γονείς του ήταν νεκροί και ζούσε από μικρός μαζί με υπανθρώπους (κάτι σαν πιθήκους, υποθέτω). Ήταν σαν άγριο θηρίο. Τον έλεγαν NChaka, ο Άνθρωπος-Χωρίς-Φυλή. Από αυτή την κατάσταση τον έσωσε ο Ashton, ένας αξιωματούχος της Γαλαξιακής Ένωσης, που έγινε πατέρας και μέντοράς του. Ο Stark είναι τώρα μισθοφόρος που περιπλανιέται σε διάφορους πλανήτες και μάχεται επί πληρωμή.

Κλασικός ήρωας, ο οποίος δεν είχε κάτι που να με κάνει να τον αγαπήσω. Πολύ περισσότερο, για παράδειγμα, έχω αγαπήσει τον John Carter, της Αρειανής σειράς του Edgar Rice Burroughs, ή τον Dray Prescot. Παρότι ο Stark μοιάζει πιο ρεαλιστικός ήρωας είναι λιγότερο υπερβατικός από τους άλλους δύο που αναφέρω δεν καταφέρνει να σε κερδίσει.
Ίσως γιαυτό να φταίει και το μέγεθος των βιβλίων, γιατί το ίδιο αισθάνθηκα και για τους άλλους χαρακτήρες της τριλογίας. Μου ήταν σχετικά αδιάφοροι. Τα βιβλία είναι μικρά, πολύ μικρά, για την ιστορία που διηγούνται. Μέσα σε τόσο λίγο χώρο, δεν μπορείς να αναπτύξεις επαρκώς ένα τέτοιο θέμα. Υποθέτω πως ο λόγος για το περιορισμένο μέγεθος είναι τα δεδομένα της εποχής που γράφτηκε η τριλογία: όλα τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας έπρεπε να είναι μικρά.
Η ίδια η γραφή δεν είναι κακή, αλλά ούτε κι αυτή είχε κάτι το ιδιαίτερο, νομίζω. Είναι μια αρκετά λιτή γραφή, που σου λέει τι γίνεται στην ιστορία και πάει παρακάτω. Αυτό δεν είναι απαραίτητα άσχημο, όμως κάπου-κάπου αισθάνεσαι ότι δεν κάνεις επαφή με την ιστορία. Δεν έχεις τον χρόνο. Και πάλι, πιθανώς να φταίει το μέγεθος των βιβλίων. Με τόσο μικρά βιβλία, κι όταν θέλεις να αναπτύξεις ένα τόσο μεγάλο θέμα, πρέπει υποχρεωτικά να γράψεις λιτά, κοφτά, βιαστικά. Πώς αλλιώς να γίνει; Το αποτέλεσμα, όμως, εμένα τουλάχιστον με αφήνει ανικανοποίητο.
Σε ορισμένα σημεία, η γραφή γίνεται πιο πυκνή, πιο ζουμερή, πιο εστιασμένη. Επικεντρώνεται σε κάποιες σκέψεις των χαρακτήρων, σε κάποια συναισθήματά τους. Εκεί βλέπεις ότι τα βιβλία μπορούσαν να ήταν γραμμένα καλύτερα αν υπήρχε περισσότερος χώρος. Κατά τα άλλα, μου άρεσαν οι περιγραφές των μεγάλων μαχών, ειδικά στο δεύτερο βιβλίο, όπου η συγγραφέας δημιουργεί μια τρομερή πανοραμική αίσθηση. Είναι κάτι που έχει χαθεί, σε μεγάλο βαθμό, στα σύγχρονα βιβλία φαντασίας, και είναι λυπηρό. Αυτές οι μάχες είναι, όντως, εντυπωσιακές.
Στο πρώτο βιβλίο, The Ginger Star, ο Eric John Stark φτάνει στον Skaith με μια διαστημική φρεγάτα. Έρχεται αναζητώντας τον Ashton που έχει εξαφανιστεί μυστηριωδώς σαυτό τον κόσμο. Ύστερα, τα γεγονότα ακολουθούν τόσο γρήγορα το ένα το άλλο που είχα την αίσθηση ότι κάτι λείπει, κάτι δεν πάει καλά. Πότε ο Stark ήρθε στον πλανήτη; Πότε βρέθηκε κυνηγημένος; Πότε μάθαμε ότι είναι ο Dark Man μιας προφητείας για τον πλανήτη; Πότε βρέθηκε αιχμάλωτος; Τι γίνεται εδώ, βρε αδελφέ;
Εντάξει, αυτό δεν σημαίνει ότι η ιστορία δεν διαβάζεται. Αλλά είναι βιαστική. Ειδικά στην αρχή. Μετά, τα πράγματα εξελίσσονται πιο ομαλά, και διαβάζουμε κυρίως για ένα μεγάλο ταξίδι. Οι τόποι και οι λαοί έχουν ενδιαφέρον. Πολλοί είναι, δε, μαγευτικοί. Σε στοιχειώνουν. Δυστυχώς, ο Stark δεν κάνει τίποτα πέρα από το να είναι αιχμάλωτος και παρατηρητής.

Προς το τέλος, αυτό αλλάζει. Ο Stark δραστηριοποιείται. Γίνονται κάποια πράγματα που με έκαναν να προσηλωθώ με ενδιαφέρον στην ιστορία. Αλλά το ίδιο το τέλος είναι κι αυτό βιαστικό. Δεν λέω λεπτομέρειες γιατί δεν θέλω να γράψω spoilers. Το τέλος είναι, όμως, πολύ βιαστικό. Σχεδόν διαδικαστικό. Πήγε, έκανε το τάδε, έφυγε... Εεεε, εντάξει.
Το δεύτερο βιβλίο, The Hounds of Skaith, είναι καλύτερο, και έφτιαξε τη γνώμη μου γιαυτή την τριλογία. Είναι, ίσως, το καλύτερο όλης της τριλογίας. Παρουσιάζει πολλά γεγονότα, πολλούς λαούς, πολλούς χαρακτήρες· όλα όσα έχει αναφέρει στο πρώτο βιβλίο εδώ μπαίνουν σε δράση. Και δημιουργείται κάτι που αξίζει να διαβάσεις. Η πλοκή πυκνώνει. Τα πάντα ζωντανεύουν. Εννοείται, βέβαια, πως το βιβλίο εξακολουθεί να είναι πολύ μικρό για την ιστορία που αφηγείται· όμως η συγγραφέας καταφέρνει αξιοθαύμαστα να εκμεταλλευτεί αυτό τον λίγο χώρο.
Στο τέλος, παρουσιάζονται και υπερόπλα. Λέιζερ, μάλιστα. Κι αναρωτιέσαι ξανά γιατί οι άνθρωποι αυτού του πλανήτη δεν είχαν αγοράσει τέτοια από παλιότερα αν μη τι άλλο, για λόγους αυτοάμυνας.
Το τρίτο βιβλίο, The Reavers of Skaith, κινείται περίπου σαν το δεύτερο, και τα γεγονότα γίνονται ακόμα πιο μεγάλα, ακόμα πιο κοσμοϊστορικά. Το σκηνικό ζωντανεύει ακόμα περισσότερο. Ή, μάλλον, δεν πρέπει πια να το λες «σκηνικό». Ο ίδιος ο Skaith μοιάζει να είναι ένας χαρακτήρας μέσα στο έργο, πιο αληθινός από τους ανθρώπινους χαρακτήρες. Και έχουμε κι εδώ, φυσικά, κάποιες εντυπωσιακές μεγάλες μάχες, αλλά όχι τόσο εντυπωσιακές όσο αυτές στο The Hounds of Skaith.
Το φινάλε είναι, πάνω-κάτω, αυτό που περιμένεις (αν και έχει κάποιες εκπλήξεις), όμως αυτό δεν είναι αρνητικό. Δεν είναι μια τριλογία που τη διαβάζεις για την ανατροπή στο τέλος. Το όλο ταξίδι είναι που μετράει.
Νομίζω ότι τα περισσότερα προβλήματα σαυτά τα βιβλία οφείλονται στην εποχή που γράφτηκαν. Στον περιορισμό των σελίδων. Είναι πολύ δύσκολο να αναπτύξεις ικανοποιητικά κάποιες θεματολογίας μέσα σε 150-200 σελίδες, όσο καλός παραμυθάς κι αν είσαι.
