Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Αναλογίες Χρόνου Η στενή σχέση, και η σημαντικότητα, του αφηγηματικού χρόνου και του πραγματικού χρόνου στη λογοτεχνική αφήγηση
Στο προηγούμενο άρθρο μου, Εμβόλιμες Σκέψεις, ανέφερα πώς οι σκέψεις των χαρακτήρων (δεν) πρέπει να διακόπτουν την αφήγηση αλλά πρέπει να ακολουθούν μια λογική ροή. Αυτή η «λογική ροή» εντάσσεται στη γενική ιδέα του αφηγηματικού χρόνου: στο τι είναι ο αφηγηματικός χρόνος και ποια η σχέση του με τον πραγματικό χρόνο.
Ο πραγματικός χρόνος είναι ο χρόνος της καθημερινότητάς μας, ο δικός μας χρόνος. Είναι η ώρα που χρειάζεται ο αναγνώστης για να διαβάσει κάτι – μια λογοτεχνική ιστορία, στην περίπτωσή μας. Κάποιος μπορεί να χρειάζεται πέντε λεπτά για να διαβάσει μια σελίδα· κάποιος μπορεί να χρειάζεται εφτά, ή κάποιος τρία. Δεν είναι για όλους ίδιος ο πραγματικός χρόνος όταν διαβάζουν, όμως είναι, αντικειμενικά, ο πραγματικός χρόνος. Όταν κοιτάξεις ένα ρολόι τον βλέπεις αμέσως.
Ο αφηγηματικός χρόνος είναι ο χρόνος που περνά μέσα στην ιστορία που διαβάζεις, και, σε σύγκριση με τον πραγματικό χρόνο, δεν είναι ρεαλιστικός. Ας πάρουμε για παράδειγμα το ακόλουθο αφηγηματικό κομμάτι:
Ο Ρίνολ περνούσε τον καιρό του ανέμελα στην Πόλη των Χαμηλών Ανθέων. Τις νύχτες τριγύριζε στα μπαρ και, κατά περίσταση, τον φιλοξενούσε η Ζιν στο ρετιρέ της με τον μεγάλο κήπο-μπαλκόνι. Τις ημέρες διάβαζε τις εφημερίδες και περιφερόταν στις αγορές και τα παζάρια αναζητώντας αντικείμενα ικανά να τραβήξουν την εξεζητημένη προσοχή του.
Μετά από έναν χρόνο τέτοιας ανεμελιάς ήταν που παρουσιάστηκε πάλι ο θείος του, ο Μάλριγκ, ερχόμενος από τις Παγερές Ερήμους του νότου, φέρνοντας ένα μυστηριώδες μήνυμα...
Σε αυτό το αφηγηματικό κομμάτι έχει περάσει ένας ολόκληρος χρόνος μέσα στην ιστορία μας· αλλά πόση ώρα χρειάζεται για να το διαβάσουμε; Μερικά δευτερόλεπτα πραγματικού χρόνου. Σε αυτή την περίπτωση ο πραγματικός χρόνος είναι πολύ μικρότερος από τον αφηγηματικό χρόνο. Αν κάναμε τη διαίρεση, βάσει δευτερολέπτων, θα μπορούσαμε να βρούμε μια τρελή αναλογία πραγματικού χρόνου/αφηγηματικού χρόνου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για τους χαρακτήρες της ιστορίας έχει κυλήσει ένας χρόνος· αλλά για εμάς μόνο μερικές δεκάδες δευτερόλεπτα!
Μπορεί να ισχύει, όμως, και το αντίστροφο. Δεν θα γράψω παράδειγμα γιατί θα ήταν μακροσκελές, αλλά μπορείτε εύκολα να το φανταστείτε: Μια ξιφομαχία όπου ο συγγραφέας μάς περιγράφει την κάθε κίνηση των λεπίδων και των σωμάτων, καθώς ίσως και τα συναισθήματα των αντιμαχόμενων, ή του ενός εκ των δύο.
Στον αφηγηματικό χρόνο πόσο «χρονοβόρα» είναι αυτή η ξιφομαχία; Καθόλου χρονοβόρα, πολύ πιθανόν. Μπορεί και να τελειώνει μέσα σε μερικές δεκάδες δευτερόλεπτα, ή σε μερικά λεπτά. Αλλά ο συγγραφέας γραφεί γι’αυτήν δυο, τρεις σελίδες. Εμείς μπορεί να θέλουμε και δέκα λεπτά για να τη διαβάσουμε. Η αναλογία πραγματικού χρόνου/αφηγηματικού χρόνου εδώ είναι μεγάλη· ο πραγματικός χρόνος, ο χρόνος της ανάγνωσης, είναι πολύ μεγαλύτερος από τον αφηγηματικό χρόνο, που μπορεί να είναι και μερικά δευτερόλεπτα.
Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για ένα φιλί που, μέσα στην αφήγηση, διαρκεί μερικά δευτερόλεπτα αλλά ο συγγραφέας μάς γράφει γι’αυτό – με παρομοιώσεις και συναισθήματα των χαρακτήρων και αναμνήσεις και οτιδήποτε άλλο – δυο, τρεις μεγάλες παραγράφους που ίσως να θέλουμε και πέντε λεπτά να τις διαβάσουμε!
Θεωρητικά, ο συγγραφέας μπορεί να συμπυκνώσει ή να επεκτείνει την αναλογία πραγματικού χρόνου/αφηγηματικού χρόνου όσο θέλει. Και αυτό, αναλόγως, μπορεί να εξυπηρετήσει κάποιους σκοπούς οι οποίοι ίσως να έχουν σχέσει με την ανάγνωση ή με την ίδια τη ροή της αφήγησης – αν υποθέσει κανείς ότι αυτά τα δύο διαφέρουν μεταξύ τους.
Δεν είναι, όμως, αυτό αντίθετο σε ό,τι έγραφα στο άρθρο Εμβόλιμες Σκέψεις; Όχι, δεν είναι. Διότι εκείνο το άρθρο αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στον αφηγηματικό χρόνο, όχι στον πραγματικό χρόνο.
Ο πραγματικός χρόνος, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχει πάντα μια συνέπεια. Πάντα τα πράγματα γίνονται όπως είναι να γίνουν. Δεν μπορούμε να κάνουμε πιο πολλά απ’ό,τι μας δίνει τη δυνατότητα ο χρόνος που έχουμε. Κάποιοι ίσως να τα καταφέρνουν πιο καλά να «κερδίζουν χρόνο», κάποιοι ίσως να «ξεχνιούνται» και να «χάνουν χρόνο». Αλλά ο χρόνος είναι αυτό που είναι.
Μέσα στην αφήγηση, όμως, δεν ισχύει το ίδιο. Πρέπει ο συγγραφέας να έχει καλή αίσθηση του αφηγηματικού χρόνου για να παρουσιάσει κάτι σωστά. Και γι’αυτό μια τρομερή πληθώρα εμβόλιμων σκέψεων μέσα στη ροή της δράσης μοιάζει λάθος. Διότι ο αφηγηματικός χρόνος είναι πραγματικός χρόνος για τους χαρακτήρες της ιστορίας· αφηγηματικός χρόνος είναι μόνο για τον αναγνώστη και για τον συγγραφέα, οι οποίοι βρίσκονται... εκτός τόπου και χρόνου, σε σχέση με την αφήγηση. Οι χαρακτήρες της αφήγησης, όμως, είναι εντός τόπου και χρόνου (της αφήγησης). Και αυτό είναι μια πολύ βασική αλήθεια στη λογοτεχνία:
Ο αφηγηματικός χρόνος πρέπει να είναι συνεπής, για τα δικά του δεδομένα, όπως και ο πραγματικός χρόνος είναι συνεπής για τα δεδομένα του κόσμου μας.
Διαφορά στην αναλογία χρόνου μπορεί να υπάρξει μόνο ανάμεσα στον πραγματικό και στον αφηγηματικό χρόνο, όχι μέσα στον ίδιο τον αφηγηματικό χρόνο. Ο αφηγηματικός χρόνος, για τον εαυτό του, είναι πραγματικός χρόνος.
Ο συγγραφέας μπορεί να μας περιγράψει, με λεπτομέρεια, μια ολόκληρη ξιφομαχία – κάθε κίνηση, κάθε σπαθιά. Αυτό είναι συνεπές μέσα στον αφηγηματικό χρόνο. Απλώς η αναλογία πραγματικού χρόνου/αφηγηματικού χρόνου αλλάζει. Αν όμως ο συγγραφέας αρχίσει να βάζει ξαφνικά ένα σωρό εμβόλιμες σκέψεις των χαρακτήρων ανάμεσα στην κάθε σπαθιά, αυτό θα μοιάζει λάθος, και θα είναι λάθος. Γιατί θα σπάει η φυσιολογική ροή του αφηγηματικού χρόνου, που για τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες μας είναι πραγματικός χρόνος.
Μπορεί εσύ να διαβάζεις μια ολόκληρη σελίδα για το πώς κάποιος καταφέρνει να πιαστεί από την άκρη ενός γκρεμού προτού πέσει, αλλά η δική του ζωή μπαίνει σε κίνδυνο μέσα σε δευτερόλεπτα. Δεν προλαβαίνει να σκεφτεί ότι αύριο πρέπει να βάλει βενζίνη στο μηχανάκι του, ασχέτως αν εσύ προλαβαίνεις.
*
Οι αναλογίες πραγματικού χρόνου/αφηγηματικού χρόνου έχουν διάφορες χρησιμότητες μέσα στην αφήγηση, και όποιος ξέρει να τις χρησιμοποιεί σωστά μπορεί να γράψει πολύ καλές ιστορίες.
Κατά πρώτον μια βασική διευκρίνιση: Όπως θα έχετε καταλάβει, αναλογία πραγματικού/αφηγηματικού χρόνο 1:1 δεν υπάρχει. Είναι απλώς μια ιδέα. Θεωρητικά μόνο θα μπορούσε να υπάρξει – δηλαδή, να διαβάζεις ή να γράφεις στον ρυθμό που συμβαίνουν όντως τα γεγονότα μέσα στην αφήγηση – αλλά πρακτικά αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Ή θα πηγαίνεις πιο αργά ή πιο γρήγορα σε σχέση με τα αφηγηματικά γεγονότα.
Οπότε έχουμε, ουσιαστικά, δύο ταχύτητες. Η μία είναι x:1, ή όταν ο πραγματικός χρόνος είναι ταχύτερος από τον αφηγηματικό. Ας την πούμε αυτήν Αργή Ταχύτητα. Η άλλη είναι 1:x, ή όταν ο πραγματικός χρόνος είναι πιο αργός από τον αφηγηματικό. Ας την πούμε αυτήν Γρήγορη Ταχύτητα.
Στην Αργή Ταχύτητα ο αναγνώστης – και ο συγγραφέας – βιώνει τα αφηγηματικά πράγματα σε slowmotion. Είναι, περίπου, σαν να βάζεις μια ταινία να τρέξει αργά και να κάθεσαι να παρατηρείς την κάθε λεπτομέρεια – αλλά τα γεγονότα μέσα στην ταινία δεν υποτίθεται ότι πηγαίνουν τόσο αργά, απλώς εσύ τα βλέπεις αργά. Αυτές είναι οι περιπτώσεις με την ξιφομαχία που ανέφερα παραπάνω, ή με το φιλί που κρατά δυο, τρεις παραγράφους καθώς η ηρωίδα θυμάται το φιλί ενός παλιότερου εραστή της, αισθάνεται τα χέρια του τωρινού εραστή της επάνω της, και τα λοιπά και τα λοιπά – πράγματα που, στην πραγματικότητα, συμβαίνουν μέσα σε δευτερόλεπτα: αλλά εσύ τα διαβάζεις σε λεπτά. Είναι μια slowmotion κατάσταση και για τον συγγραφέα και για τον αναγνώστη. Ψυχεδελική, σχεδόν. Στην πραγματικότητα, στον πραγματικό χρόνο μας, δεν έχουμε τη δυνατότητα συνήθως να παρατηρήσουμε τόσες λεπτομέρειες τόσο αργά σε τέτοιες περιπτώσεις: απλά περνάνε όλα αυτά φευγαλέα από το μυαλό μας.
Θα μπορούσαν αυτές οι περιπτώσεις να περνάνε το ίδιο γρήγορα κι όταν διαβάζουμε; Δηλαδή, αντί να έχουμε Αργή Ταχύτητα, θα μπορούσαμε εδώ να έχουμε Γρήγορα Ταχύτητα; Φυσικά και θα μπορούσαμε. Επειδή κάτι συμβαίνει γρήγορα μέσα στην αφήγηση, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να το διαβάζουμε αργά. Θέλετε παράδειγμα;
Φιλήθηκαν.
Αυτό διαβάζεται πιο γρήγορα από ένα κανονικό φιλί.
Θέλετε κι άλλο παράδειγμα;
Της έσκισε τον λαιμό.
Κι αυτό μάλλον διαβάζεται πιο γρήγορα από τον χρόνο που χρειάζεται κάποιος για να σκίσει τον λαιμό κάποιου άλλου με μια λεπίδα. Ή, στη χειρότερη περίπτωση, διαβάζεται περίπου το ίδιο γρήγορα. Προσεγγίζουμε το 1:1 εδώ. (Να το φτάσουμε δεν γίνεται.)
Η Αργή Ταχύτητα μάς προσφέρει τη δυνατότητα να εστιάσουμε κάπου, έστω κι αν αυτό θα ήταν μη ρεαλιστικό στον πραγματικό χρόνο· μπορεί να δώσει μια τρομερή αίσθηση μέσα στην αφήγηση, και για αυτόν που το γράφει και για αυτόν που το διαβάζει. Γιατί είναι, κατά βάση, ψυχεδελικό, και κάτι που δεν μπορείς να το βιώσεις τόσο αργά στην πραγματικότητα.
Η Γρήγορη Ταχύτητα μπορεί κι αυτή να μας προσφέρει μια μοναδική αίσθηση αλλά η πιο βασική της λειτουργία είναι ότι μας δίνει τη δυνατότητα να ξεφεύγουμε από χρονικά αδιέξοδα μέσα στην αφήγηση. Δεν είναι δυνατόν ο συγγραφέας να κάθεται να γράφει για όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν σε έναν χαρακτήρα μέσα σ’έναν ολόκληρο χρόνο, είτε επειδή το βρίσκει ανιαρό είτε επειδή έχει άλλα, σημαντικότερα και πιο ενδιαφέροντα γεγονότα να γράψει. Θα είχε πεθάνει από την ανία αν έγραφε ατελείωτες ανουσιότητες, και το ίδιο κι ο αναγνώστης αν τις διάβαζε. Η Γρήγορη Ταχύτητα προσπερνά αυτό το τέλμα και προχωράμε στα πιο ενδιαφέροντα πράγματα μέσα στην ιστορία μας. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνά κανείς ότι, παρότι για εμάς μπορεί να έχουν περάσει μερικά λεπτά, για τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες ίσως να έχουν περάσει ακόμα και χρόνια. Αυτό, ειδικά ο συγγραφέας, πρέπει να το λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη του. Αν γράψει, μέσα σε δυο, τρεις παραγράφους, ή ακόμα και σε μία πρόταση, ότι ένας χρόνος πέρασε, πρέπει να σκεφτεί μήπως οι χαρακτήρες του έχουν κάπως αλλάξει μέσα σ’αυτό τον χρόνο, ή μήπως και ο κόσμος γύρω τους έχει αλλάξει. Τα πράγματα μέσα στην αφήγηση δεν μένουν σταθερά επειδή για εσένα ο χρόνος περνά γρήγορα.
Στη Γρήγορη Ταχύτητα, βέβαια, δεν σημαίνει ότι απαραίτητα ο αφηγηματικός χρόνος πρέπει να είναι εξωφρενικά πολύς και ο πραγματικός χρόνος εξωφρενικά λίγος. Μπορεί να διαβάζουμε επί είκοσι σελίδες για το πώς κάποιοι χαρακτήρες πέρασαν ένα μήνα, και πάλι Γρήγορη Ταχύτητα είναι, γιατί γι’αυτούς είναι ένας μήνας αλλά για εμάς ο πραγματικός χρόνος είναι πολύ λιγότερος για να διαβάσουμε, ή να γράψουμε, αυτές τις είκοσι σελίδες.
Από την άλλη, Γρήγορη Ταχύτητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για γεγονότα που θα συνέβαιναν όντως γρήγορα μέσα στην αφήγηση, όχι μόνο για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Όπως τα παραπάνω παραδείγματα με το φιλί και τον σκισμένο λαιμό. Με τη Γρήγορη Ταχύτητα μπορείς να επιταχύνεις ακόμα περισσότερο τα γρήγορα γεγονότα, και αυτό δίνει ξανά μια άλλη αίσθηση στην αφήγηση – ψυχεδελική πιθανώς πάλι. Για παράδειγμα, δυο, τρεις συμπλοκές (που η καθεμία θα κρατούσε μερικές δεκάδες δευτερόλεπτα, άντε μερικά λεπτά) μπορεί να περάσουν μέσα σε μερικές προτάσεις, τύπου έγινε αυτό κι αυτό κι αυτό, και μετά να πας παρακάτω. Αυτό δίνει μια αίσθηση, ίσως, παντοδυναμίας για τους χαρακτήρες της αφήγησης: ότι περνάνε τα εμπόδια πανεύκολα. Ή ίσως να δίνει μια αίσθηση έλλειψης σημαντικότητας γι’αυτά τα γεγονότα: ότι είναι απλώς παράπλευρα. Σαν να λέμε: μερικοί άνθρωποι σκοτώθηκαν αλλά, εντάξει, δεν έχει και πολλή σημασία! Μπορείς, φυσικά, να διατηρήσεις μια κάποια ισορροπία ακόμα και στη Γρήγορη Ταχύτητα, ώστε να μη δίνεις αίσθηση έλλειψης σημαντικότητας· όμως εδώ αναφέρω διάφορα πράγματα που μπορεί να γίνουν, είτε εσκεμμένα από τον συγγραφέα είτε κατά λάθος.
Μαζί με την οπτική γωνία, η αναλογία πραγματικού/αφηγηματικού χρόνου είναι ίσως από τα ισχυρότερα εργαλεία στη λογοτεχνική αφήγηση.