14/9/2011
Περί Γραφής: Ο Χρόνος στην Τέχνη της Αφήγησης
Παρελθοντική και παροντική αφήγηση
Συνηθίζεται να γράφουμε λογοτεχνία σαν η ιστορία που αφηγούμαστε να έχει ήδη συμβεί· γιαυτό κιόλας γράφουμε στον Αόριστο.
Ο Αόριστος είναι ένας χρόνος που μας λέει τι έγινε σε μια στιγμή στο παρελθόν. Για παράδειγμα: Η Κλαρίσσα πήγε στην Αγορά, στο κέντρο της πόλης. Αυτό το πήγε είναι στον Αόριστο: παρελθοντικός χρόνος στιγμιαίος.
Αν γράφαμε Η Κλαρίσσα πήγαινε, εκείνο τον καιρό, κάθε μέρα στην Αγορά, τότε θα είχαμε Παρατατικό χρόνο. Το πήγαινε είναι Παρατατικός: παρελθοντικός χρόνος με διάρκεια.
Αυτοί οι δύο χρόνοι είναι που χρησιμοποιούμε συνήθως όταν αφηγούμαστε μια ιστορία και περισσότερο ο Αόριστος. Μας έρχεται φυσικά.
Υπάρχει, όμως, και το βαθύ παρελθόν. Το παρελθόν B', που είναι ένα σκαλοπάτι πριν από το παρελθόν A'. Είναι όταν μιλάμε για το τι έγινε πριν από τα γεγονότα που αφηγούμαστε. Τότε χρησιμοποιούμε Υπερσυντέλικο. Παράδειγμα: Η Κλαρίσσα πήγε στην Αγορά, στο κέντρο της πόλης, και, βλέποντας τα πήλινα καναρίνια που πουλούσε ένας έμπορος από την Ανατολή, θυμήθηκε ένα παρόμοιο καναρίνι που της είχε χαρίσει ο πατέρας της όταν ήταν μικρή.
Το είχε χαρίσει είναι Υπερσυντέλικος. Αν γράφαμε θυμήθηκε ένα παρόμοιο καναρίνι που ο πατέρας της της χάρισε όταν ήταν μικρή, δεν θα ήταν το ίδιο σωστό (παρότι θα έβγαζε νόημα), γιατί και το θυμήθηκε (κάτι που συμβαίνει στην ιστορία που αφηγούμαστε τώρα) και το χάρισε (κάτι που συνέβη πριν από την ιστορία που αφηγούμαστε τώρα) θα ήταν στον ίδιο χρόνο.
Ο Υπερσυντέλικος χρησιμεύει για να πάμε ένα σκαλοπάτι πιο πίσω στο παρελθόν, συνήθως όταν κάποιος χαρακτήρας θυμάται κάτι περασμένο, ή όταν γράφουμε κάποια μικρή αναδρομή στο παρελθόν για να εξηγήσουμε πώς φτάσαμε εδώ όπου φτάσαμε.
Κάποιες φορές, όμως, η πολλή χρήση του Υπερσυντέλικου καταντά κουραστική. Δείτε το ακόλουθο παράδειγμα:
Η Κλαρίσσα πήγε στην Αγορά, στο κέντρο της πόλης, και, βλέποντας τα πήλινα καναρίνια που πουλούσε ένας έμπορος από την Ανατολή, θυμήθηκε ένα παρόμοιο καναρίνι που της είχε χαρίσει ο πατέρας της όταν ήταν μικρή.
«Είναι μαγικό,» της είχε πει.
Η Κλαρίσσα είχε γελάσει. «Δεν είναι!»
«Φυσικά και είναι,» είχε επιμείνει ο πατέρας της, και είχε βάλει την ουρά του πήλινου πτηνού στα χείλη του, φυσώντας και κάνοντάς το να βγάλει ένα παράξενο τιτίβισμα.
Πουλιά, τότε, είχαν μαζευτεί στο μπαλκόνι τους. Καμια ντουζίνα, τουλάχιστον. Η Κλαρίσσα τα είχε κοιτάξει με κάποιο δέος.
«Ήρθαν επειδή τα φώναξες;» είχε ρωτήσει, παραξενεμένη.
«Σου είπα,» είχε αποκριθεί ο πατέρας της: «αυτό το πουλί είναι μαγικό.» Και είχε χαμογελάσει πλατιά.
Τώρα, η Κλαρίσσα απομακρύνθηκε από τη σκηνή του εμπόρου με τα πήλινα καναρίνια, μη θέλοντας και δεύτερο. Εκείνο του πατέρα της της αρκούσε. Ήταν μαγικό.
Η αναδρομή στο παρελθόν (και ο Υπερσυντέλικος) ξεκινά στο είχε χαρίσει και τελειώνει στο είχε χαμογελάσει πλατιά. Δεν είναι λάθος, αλλά κάπου το συνεχόμενο είχε είχε είχε είχε καταντά, ίσως, κουραστικό. Τι μπορούμε να κάνουμε γιαυτό; Θα χρησιμοποιήσουμε τον Υπερσυντέλικο στην αρχή και προς το τέλος της αναδρομής στο παρελθόν, και ενδιάμεσα θα χρησιμοποιήσουμε Αόριστο (ή Παρατατικό, αν χρειάζεται). Έτσι, ούτε κουραστικό θα είναι το κείμενο αλλά ούτε και μπερδεμένο.
Η Κλαρίσσα πήγε στην Αγορά, στο κέντρο της πόλης, και, βλέποντας τα πήλινα καναρίνια που πουλούσε ένας έμπορος από την Ανατολή, θυμήθηκε ένα παρόμοιο καναρίνι που της είχε χαρίσει ο πατέρας της όταν ήταν μικρή.
«Είναι μαγικό,» της είχε πει.
Η Κλαρίσσα είχε γελάσει. «Δεν είναι!»
«Φυσικά και είναι,» επέμεινε ο πατέρας της, και έβαλε την ουρά του πήλινου πτηνού στα χείλη του, φυσώντας και κάνοντάς το να βγάλει ένα παράξενο τιτίβισμα.
Πουλιά, τότε, μαζεύτηκαν στο μπαλκόνι τους. Καμια ντουζίνα, τουλάχιστον. Η Κλαρίσσα τα κοίταξε με κάποιο δέος.
«Ήρθαν επειδή τα φώναξες;» ρώτησε, παραξενεμένη.
«Σου είπα,» αποκρίθηκε ο πατέρας της: «αυτό το πουλί είναι μαγικό.»
Και είχε χαμογελάσει πλατιά.
Τώρα, η Κλαρίσσα απομακρύνθηκε από τη σκηνή του εμπόρου με τα πήλινα καναρίνια, μη θέλοντας και δεύτερο. Εκείνο του πατέρα της της αρκούσε. Ήταν μαγικό.
Εδώ, η αναδρομή ξεκινά και τελειώνει στα ίδια σημεία, αλλά δεν χρησιμοποιούμε Υπερσυντέλικο σόλη τη διάρκειά της. Ο Υπερσυντέλικος αρχίζει στο είχε χαρίσει και τελειώνει στο είχε γελάσει. Μετά έχουμε Αόριστο. Γιατί εκεί; Επειδή είναι πλέον φανερό ότι βρισκόμαστε στο παρελθόν· δεν υπάρχει περίπτωση κανένας να νομίσει ότι ο πατέρας της λέγοντας «Φυσικά και είναι» μιλά στο παρόν. Συνεχίζουμε, λοιπόν, έτσι, μέχρι που φτάνουμε προς το τέλος της αναδρομής, και εκεί, στο είχε χαμογελάσει πλατιά, βάζουμε πάλι Υπερσυντέλικο για να θυμίσουμε ότι όλα αυτά ήταν στο παρελθόν. (Επίσης, χώρισα καινούργια παράγραφο για να το τονίσω, επειδή σαυτού του είδους την αφήγηση νομίζω ότι έτσι είναι καλύτερα.) Μετά, υπάρχει το Τώρα, η Κλαρίσσα απομακρύνθηκε το οποίο μας μεταφέρει στο παρόν της αφήγησης. Το τώρα, από μόνο του, επαρκεί. Είναι πολύ ισχυρό χρονικό επίρρημα. Κάτι που συμβαίνει τώρα, συμβαίνει τώρα, όχι παλιά.
*
Αν και οι περισσότερες ιστορίες, νομίζω, είναι γραμμένες σε παρελθοντικούς χρόνους Αόριστο, Παρατατικό, Υπερσυντέλικο υπάρχουν και πολλές γραμμένες σε παροντικούς χρόνους Ενεστώτα και Παρακείμενο. Ο Παρακείμενος δεν αναφέρεται ακριβώς στο παρόν, αλλά τα αποτελέσματά του αφορούν άμεσα το παρόν, γιαυτό κιόλας χρησιμοποιείται συχνά μαζί με τον Ενεστώτα.
Παράδειγμα: Η Κλαρίσσα πηγαίνει στην Αγορά, στο κέντρο της πόλης. Το πηγαίνει είναι Ενεστώτας, είναι παρόν. Το νόημα είναι λιγάκι διφορούμενο, όμως. Γιατί; Επειδή δεν ξέρουμε αν πηγαίνει τώρα στην Αγορά, ή αν πηγαίνει κάθε μέρα στην Αγορά. Δηλαδή, δεν ξέρουμε αν πρόκειται για στιγμιαίο χρόνο (όπως είναι ο Αόριστος) ή για χρόνο διαρκείας (όπως είναι ο Παρατατικός). Στα ελληνικά δεν έχουμε τρόπο να κάνουμε αυτή τη διάκριση στο παρόν, παρά μόνο περιφραστικά, σύμφωνα με τα συμφραζόμενα. Για παράδειγμα: Η Κλαρίσσα πηγαίνει κάθε πρωί στην Αγορά, στο κέντρο της πόλης. Ή: Η Κλαρίσσα, σήμερα, το παίρνει απόφαση και πηγαίνει στην Αγορά, στο κέντρο της πόλης.
Όταν χρησιμοποιείς Ενεστώτα και θέλεις να μιλήσεις για το παρελθόν, μπορείς να το κάνεις πολύ εύκολα με Αόριστο και Παρατατικό, ενώ για σύντομες παρελθοντικές αναφορές μπορούν να χρησιμοποιηθούν ο Υπερσυντέλικος και ο Παρακείμενος.
Για παράδειγμα: Η Κλαρίσσα, τώρα που έχει αγοράσει το καινούργιο της όχημα, θέλει να το δοκιμάσει, έτσι αποφασίζει να πάει μια βόλτα στην Αγορά.
Το έχει αγοράσει είναι Παρακείμενος (και επηρεάζει άμεσα στο παρόν, βάσει κάποιου παρελθοντικού γεγονότος που έχει τελειώσει). Τα άλλα ρήματα είναι όλα σε παροντικούς χρόνους (κι αν θέλετε να το ψάξετε πιο πολύ τα «να το δοκιμάσει» και «να πάει μια βόλτα» είναι Υποτακτική πράγμα που είναι φιλολογικό και μικρή σημασία παίζει στο πώς αφηγούμαστε μια λογοτεχνική ιστορία).
Δείτε το ίδιο παράδειγμα γραμμένο παρελθοντικά: Η Κλαρίσσα, τώρα που είχε αγοράσει το καινούργιο της όχημα, ήθελε να το δοκιμάσει, έτσι αποφάσισε να πάει μια βόλτα στην Αγορά.
Ο Παρακείμενος έχει γίνει Υπερσυντέλικος, το θέλει έχει γίνει ήθελε (Αόριστος), και το αποφασίζει έχει γίνει αποφάσισε (Αόριστος, επίσης).
Προσέξετε ότι τα «να το δοκιμάσει» και «να πάει μια βόλτα» δεν έχουν αλλάξει.
Δεν είναι περίεργο αυτό;
*
Στην παρελθοντική αφήγηση, τα ρήματα που έχουν μπροστά να δεν γράφονται απαραίτητα σε παρελθοντικό χρόνο. Βασικά, είτε η αφήγηση είναι παρελθοντική είτε παροντική, οι ίδιοι κανόνες ισχύουν για τις περιπτώσεις που υπάρχει να πριν από το ρήμα.
Οι περιπτώσεις που χρησιμοποιείται το να + κάποιος χρόνος είναι πολλές, και δεν έχει νόημα να αναφερθούν εδώ όλες. Η χρήση αυτή μπορεί να δείχνει πάρα πολλά πράγματα: τρόπο, υπόθεση, ευχή, και άλλα.
Παραδείγματα: να πάει (προσταγή)· να πηγαίνει (τρόπος)· να πήγαινε (ευχή). Και δεν έχει σημασία αν η αφήγηση είναι παροντική ή παρελθοντική.
Του είπε/λέει να πάει στο τσίρκο.
Τον είδε/βλέπει να πηγαίνει στο αεροδρόμιο.
Ευχόταν/εύχεται να πήγαινε κάποτε στο τσίρκο.
*
Το πιο βασικό είναι να έχεις αποφασίσει αν η αφήγησή σου θα είναι παροντική ή παρελθοντική. Τα υπόλοιπα αποτελούν απόρροια αυτής της αρχικής απόφασης την οποία, όταν έχεις πάρει, οφείλεις να διατηρήσεις, για να μη βγουν πράγματα ευτράπελα που μπερδεύουν άσκοπα το κείμενο.
Πρέπει να θυμάσαι τα εξής δύο χρονικά σκαλοπάτια: παρόν αφήγησης και παρελθόν αφήγησης.
Είδος αφήγησης | Παρόν αφήγησης | Παρελθόν αφήγησης |
Παροντική αφήγηση | Ενεστώτας | Άμεσο παρελθόν: Παρακείμενος Αναδρομή: Αόριστος, Παρατατικός Βαθύ Παρελθόν (κρυμμένο πίσω από αναδρομή): Υπερσυντέλικος |
Παρελθοντική αφήγηση | Αόριστος, Παρατατικός | Υπερσυντέλικος |
(Φαίνεται ότι η παρελθοντική αφήγηση είναι πιο ξεκάθαρη, σωστά;)
*
Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις όπου η παροντική και παρελθοντική αφήγηση μπλέκονται.
Παράδειγμα: Η Κλαρίσσα είδε έναν σκυμμένο τύπο να προσπαθεί να χώσει το βρόμικο χέρι του στην τσάντα της, μες στο πλήθος της Αγοράς. «Τι κάνεις εκεί;» του φωνάζει αμέσως.
Η πρώτη πρόταση είναι γραμμένη παρελθοντικά, η δεύτερη παροντικά. Το είδε είναι Αόριστος, το φωνάζει είναι Ενεστώτας.
Είναι σωστό να γράφουμε έτσι;
Οι απόψεις διίστανται. Κανονικά, όχι, δεν είναι σωστό. Όταν αποφασίζεις να γράψεις παρελθοντικά, πρέπει να γράψεις παρελθοντικά· τέλος. Αλλά δεν μπορείς να πεις ότι είναι και τελείως λάθος το να μπλέξεις παρελθοντική με παροντική αφήγηση· εξάλλου, στην καθημερινότητά μας, μιλάμε συνέχεια έτσι. Τον είδα να έρχεται προς το καράβι, και του φωνάζω: «Έλα δω, ρε!»
Μπορεί να προκληθεί αφηγηματική σύγχυση, όμως, σαυτές περιπτώσεις, σχετικά με το τι συμβαίνει τώρα και τι συνέβη πριν· επομένως, είναι καλύτερα να γράφουμε είτε παροντικά είτε παρελθοντικά, όχι να τα ανακατεύουμε.
Εκτός αν το κάνουμε με τρόπο λογοτεχνικό.
Τι σημαίνει «τρόπος λογοτεχνικός»... Είναι όταν αλλάζεις από παρελθοντική σε παροντική αφήγηση (ή αντιστρόφως) για κάποιο λόγο που εξυπηρετεί την ιστορία που αφηγείσαι. Για παράδειγμα, μπορεί να γράφεις παρελθοντικά γενικά αλλά τα όνειρα που βλέπει ο πρωταγωνιστής σου να τα γράφεις παροντικά, για να δημιουργήσεις μια αίσθηση παραξενοσύνης και αμεσότητας. Ή, μπορεί να γράφεις, πάλι, παρελθοντικά και σε κάποια πολύ έντονη, σημαντική μάχη μέσα στην ιστορία ναποφασίσεις να γράψεις παροντικά, για να δείξεις την ένταση και την αμεσότητα και την επικινδυνότητα της σύγκρουσης· και μετά, βέβαια, θα γυρίσεις ξανά στην παρελθοντική αφήγηση.
Για να δείτε ένα τέτοιο παράδειγμα από δικό μου διήγημα, διαβάστε τον Μπαλαντέρ της Λόρκης. Διαδραματίζονται δύο ιστορίες, η μία στο παρόν, η άλλη στο παρελθόν. Παραδόξως ίσως, την παροντική ιστορία την αφηγούμαι παρελθοντικά (επειδή αυτός είναι ο συνηθισμένος τρόπος για να αφηγείσαι μια ιστορία) ενώ την παρελθοντική ιστορία την αφηγούμαι παροντικά (επειδή αυτός είναι ο ελαφρώς πιο ψυχεδελικός τρόπος για να γράψεις μια ιστορία κι επιπλέον, ήθελα κάπως να φαίνεται έντονα η διαφορά μέσα στον χρόνο, κι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να το κάνω χωρίς να πω, άμεσα, ότι αυτά γίνονταν παλιότερα ενώ τα άλλα γίνονται τώρα).
*
Και το μέλλον; Δεν υπάρχει «μελλοντική αφήγηση»;
Υπάρχει, φυσικά. Αλλά είναι σπάνια, και τη χρησιμοποιούμε μόνο για άκρως λογοτεχνικούς λόγους.
Υπάρχουν πολλοί μελλοντικοί χρόνοι: στιγμιαίοι, διαρκείας, υποθετικοί... Όλοι, όμως, σχηματίζονται με το θα + Ενεστώτας, Αόριστος, Παρατατικός, Υπερσυντέλικος, ή Παρακείμενος. Σκεφτείτε: θα πάει (βέβαιο μέλλον)· θα πήγε (υπόθεση)· θα πηγαίνει (μέλλον διαρκείας)· θα είχε πάει (υπόθεση για παρελθόν)· θα έχει πάει (στο μέλλον θα έχει ήδη γίνει).
Δείτε μερικά παραδείγματα, απλά και μόνο για να πάρετε ιδέες:
Η Κλαρίσσα θα πάει στην Αγορά για να αγοράσει μήλα, και εκεί θα δει κάτι γάτες να την ακολουθούν συνεχώς, ενώ ένας παράξενος τύπος θα προσπαθήσει να χώσει το χέρι του στην τσάντα της, και τότε η Κλαρίσσα θα του φωνάξει αμέσως: «Ε, τι κάνεις εσύ εκεί;»
(Δεν είναι σαν αυτά να τα λέει κάποιος μάντης;)
*
Η Κλαρίσσα θα πηγαίνει στην Αγορά για να αγοράσει μήλα, και εκεί θα βλέπει κάτι γάτες να την ακολουθούν συνεχώς, ενώ ένας παράξενος τύπος θα προσπαθεί να χώσει το χέρι του στην τσάντα της, και τότε η Κλαρίσσα θα του φωνάζει αμέσως: «Ε, τι κάνεις εσύ εκεί;»
(Δεν είναι αυτά σαν ένα επαναλαμβανόμενο, ψυχεδελικό όνειρο;)
*
Η Κλαρίσσα θα πήγαινε στην Αγορά για να αγοράσει μήλα, και εκεί θα έβλεπε κάτι γάτες να την ακολουθούν συνεχώς, ενώ ένας παράξενος τύπος θα προσπαθούσε να χώσει το χέρι του στην τσάντα της, και τότε η Κλαρίσσα θα του φώναζε αμέσως: «Ε, τι κάνεις εσύ εκεί;»
(Δεν είναι αυτά σαν μια χαμένη ευκαιρία, κάτι που θα μπορούσε να είχε συμβεί αλλά δεν συνέβη;)
Γενικά, όπως είπα, η μελλοντική αφήγηση είναι σπάνια και πολύ παράξενη. Συνήθως, οι μελλοντικοί χρόνοι μάς χρειάζονται όταν οι χαρακτήρες μας, μέσα στην αφήγηση, κάνουν υποθέσεις για το μέλλον, ή μιλάνε/σκέφτονται για το τι θα μπορούσε να είχε γίνει.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί Γραφής Αν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν «Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;», ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις. Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι, Στα Περί Γραφής μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι, απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον, αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με ενδιαφέρει, το αγνοώ. Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι, απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου. για τα Περί Γραφής.)