Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Αν σας αρέσουν τα μυθιστορήματα και διηγήματα που βρίσκετε εδώ
τελείως δωρεάν, μπορείτε να το δείξετε κάνοντας μια δωρεά με τον πιο ασφαλή
τρόπο στο διαδίκτυο.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Σκέψεις>Η Υπευθυνότητα της Γραφής :: Ποια η υπευθυνότητα του συγγραφέα γι’αυτά που γράφει; Και ποια του αναγνώστη γι’αυτά που διαβάζει;
Στις τηλεοπτικές παιδικές σειρές δεν υπάρχει πραγματική βία. Ακόμα κι αν δείχνουν πολεμιστές που μάχονται τέρατα, δεν φαίνεται αίμα, δεν φαίνονται τραυματισμοί. Μπορεί να δεις μόνο κάποιον να βάζει τρικλοποδιά σε κάποιον άλλο με ένα μαστίγιο, ή να τον σπρώχνει και να τον ρίχνει σ’έναν γκρεμό, ή κάτι παρόμοιο. Ακόμα και τα γρονθοκοπήματα και οι κλοτσιές αποφεύγονται, ή παρουσιάζονται με τρόπο που είναι καταφανώς εξωφρενικός ή παραμυθένιος (όπως στο Masters of the Universe με τον He-Man).
Είχα διαβάσει κάπου, μάλιστα, σ’ένα παλιό, ρετρό περιοδικό, ότι στις παιδικές σειρές είχαν εντολή οι δημιουργοί να μη δείχνουν βίαια πράγματα που ένα παιδί θα μπορούσε να αντιγράψει. Δεν επιτρεπόταν, για παράδειγμα, να δείξουν κάποιον που βάζει τρικλοποδιά σε έναν εχθρό, γιατί υπάρχει πιθανότητα ένα παιδί να το κάνει αυτό στην αδελφή του. Αλλά επιτρεπόταν να δείξουν ένα τέρας να σηκώνει έναν πελώριο βράχο και να τον εκτοξεύει, γιατί αυτό δεν μπορεί ένα παιδί να το αντιγράψει και να το κάνει!
Μοιάζει λιγάκι αστείο, έτσι;
Από τη μια, μπορείς να πεις ότι έχει κάποια βάση αυτή η διάθεση για προφύλαξη των ανηλίκων. Από την άλλη, μπορείς να πεις ότι υποθέτουμε πως τα παιδιά μας είναι ανόητα, ή πως δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την πραγματικότητα από τη φαντασία. Όταν συνέχεια κρύβεις τα άσχημα από κάποιον, πώς αυτός θα αποκτήσει ποτέ δική του κρίση και υπευθυνότητα; Σε όλες αυτές τις σειρές, ένας μαχητής με σπαθί το έχει το σπαθί σαν μπαστούνι· ποτέ δεν το χρησιμοποιεί σαν κοπτικό εργαλείο εναντίον αντιπάλων. Πάντα βρίσκει κάποια άλλη χρήση γι’αυτό. Τα παιδιά κινδυνεύουν να νομίσουν ότι το σπαθί δεν μπορεί να σε κόψει και να αιμορραγήσεις. Είναι αυτό σωστό; Ίσως ώς ένα σημείο να έχει κάποια βάση, όπως είπα και πριν, αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι είναι σωστό.
Το θέμα είναι πως απαιτείται υπευθυνότητα από τους δημιουργούς των παιδικών τηλεοπτικών σειρών ώστε να αποκρύπτουν κάποια «επικίνδυνα» πράγματα από τα παιδιά.
Το ίδιο, πολλές φορές, «απαιτείται» (όχι τυχαία εντός εισαγωγικών) και από τους συγγραφείς γενικά, όχι μόνο των παιδικών βιβλίων.
Σύμφωνα με κάποιες θεωρίες, η λογοτεχνία πρέπει οπωσδήποτε να διέπεται από την αρχή της αιτίας και του αποτελέσματος. Δηλαδή, όταν συμβαίνει κάτι, αυτό πρέπει να φέρνει απαραιτήτως κάποιο αποτέλεσμα μέσα στα πλαίσια της αφήγησης.
Κάτι τέτοιο ίσως να μοιάζει λογικό και ενστικτώδες. Τι άλλο θα μπορούσε να ισχύει; Μια αφήγηση, μια ιστορία, είναι μια σειρά γεγονότων που το ένα ακολουθεί το άλλο με λογικά βήματα (αιτία-αποτέλεσμα) ώσπου να φτάσουμε στο τέλος.
Δεν είναι, όμως, όλες οι ιστορίες ακριβώς έτσι.
Υπάρχουν ιστορίες που είναι όντως της συγκεκριμένης μορφής, τα πάντα μοιάζουν σχεδιασμένα: το ένα φέρνει το άλλο, και τίποτα δεν περισσεύει. Είναι σαν μια μαθηματική εξίσωση. Προσθέτεις, 1 + 4 + 6 και παίρνεις 11. Δεν παίρνεις ούτε 12 ούτε 9 ούτε 14. Παίρνεις ακριβώς 11, όσο σου δίνουν τα στοιχεία της πλοκής της ιστορίας. Η πριγκίπισσα χάνει τον πρίγκιπα επειδή τον παγιδεύει μια κακιά μάγισσα. Η πριγκίπισσα πηγαίνει να βρει τον πρίγκιπα. Στον δρόμο μαθαίνει μια αδυναμία της μάγισσας, και κάνει ένα επιπλέον ταξίδι για να αποκτήσει κάποιο μαγικό πράγμα που μπορεί να χρησιμοποιήσει για να πολεμήσει τη μάγισσα. Πλησιάζει το κάστρο της μάγισσας. Βρίσκει κάτι επαναστάτες εκεί κοντά που είναι εναντίον της μάγισσας και βοηθάνε την πριγκίπισσα να εισβάλει στο κάστρο από υπόγειες σήραγγες. Αντιμετωπίζει, τελικά, τη μάγισσα χρησιμοποιώντας την αδυναμία της και ελευθερώνει τον πρίγκιπα με εκείνο το μαγικό πράγμα. Τα πάντα δένουν. Είναι μια ιστορία σαν εξίσωση.
Ορισμένοι θα έλεγαν ότι αυτός είναι ο μόνος σωστός τρόπος για να γράψεις μια ιστορία. Κάποιοι άλλοι διαφωνούν, μερικώς ή τελείως.
Όπως συμβαίνει με πολλά πράγματα στη λογοτεχνία, έτσι και γι’αυτό υπάρχουν τουλάχιστον δύο απόψεις. Ορισμένοι λένε πως είναι καλύτερα να γράφεις μικρές προτάσεις. Κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται πως οι μεγάλες προτάσεις δείχνουν και μεγαλύτερη τέχνη και γνώση του λόγου.
Τίποτα δεν είναι απόλυτο, και όλα είναι σωστά, ή λάθος, ώς έναν βαθμό. Γράφοντας μικρές προτάσεις δεν μπερδεύεις τον αναγνώστη, αλλά και για εσένα είναι, ίσως, πιο εύκολο. Αλλά οι μικρές προτάσεις δεν έχουν τη ροή που έχουν οι μεγαλύτερες προτάσεις· είναι, εκ φύσεως, κοφτές. Και υπάρχουν και κάποια νοήματα που μπορεί να είναι αδύνατον να τα εκφράσεις με μικρές προτάσεις. Εκτός αν είναι πολλές μικρές προτάσεις. Αλλά τότε πάλι ο λόγος θα μοιάζει κοφτός: και αδικαιολόγητα, ίσως.
Από την άλλη, οι μεγάλες προτάσεις μπορεί να έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν πιο πολύπλοκα νοήματα, ή να δημιουργήσουν μια αίσθηση ροής μέσα στο κείμενο, όμως υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μπερδευτείς μέσα σ’αυτές και να χάσεις τη σύνταξη. Ή, ακόμα και να μη χάσεις τη σύνταξη αντικειμενικά, ίσως ο λόγος να γίνει τόσο μπερδεμένος που καταντά ανούσιος. Και για τον αναγνώστη, πιθανώς, περισσότερο απ’ό,τι για τον συγγραφέα.
Τώρα, κάποιος μπορεί να έχει την εξής απορία: Μα, γιατί να μη γράφεις μέτριες προτάσεις; Ούτε μικρές ούτε μεγάλες!
Ο Ganelon Silvermane είναι ένα Κατασκεύασμα των Θεών του Χρόνου (Time Gods): δηλαδή, είναι κάτι σαν ανδροειδές. Δεν είναι πραγματικός άνθρωπος αλλά μοιάζει με άνθρωπος. Είναι γιγαντόσωμος, μυώδης, και έχει μια χαίτη από ασημένια μαλλιά (εξ ου και Silvermane). Είναι πολύ δυνατός, αλλά όχι υπερδυνατός: δεν γκρεμίζει πύλες ή τείχη. Είναι, όμως, πιο δυνατός από οποιονδήποτε φυσιολογικό άνθρωπο. Δεν έχει κυκλώματα μέσα του ή μηχανισμούς, παρότι Κατασκεύασμα· είναι απολύτως βιολογικός.
Είναι ακόμα ένας Κονανοειδής χαρακτήρας μιας περασμένης εποχής της ηρωικής φαντασίας, όμως είναι διαφορετικός από πολλούς άλλους τέτοιους Κονανοειδείς χαρακτήρες, και έχει περισσότερο ενδιαφέρον. Επιπλέον, παρότι δεν είναι «άνθρωπος», ώρες-ώρες μού φαινόταν πιο ανθρώπινος από άλλους Κονανοειδείς χαρακτήρες.
Η ιστορία μας στο The Warrior of World’s End ξεκινά όταν ένα ζευγάρι βρίσκει τυχαία στον δρόμο του τον Ganelon επάνω που εκείνος έχει... βγει από το αβγό του, ας πούμε, και είναι αρκετά μεγάλος σε ηλικία, σωματικά, αλλά όχι και τόσο μεγάλος σε σκέψη. Είναι σαν παιδί, και αποφασίζουν να τον υιοθετήσουν. Αυτό το ζευγάρι δεν είναι και οι ίδιοι τελείως... φυσιολογικοί. Ο άντρας είναι Godmaker, και η δουλειά του είναι, όντως, να φτιάχνει θεούς. Όχι, δεν μιλάω μεταφορά. Φτιάχνει θεούς, και φυλαχτά, και είδωλα, και διάφορα παράξενα πράγματα. Πρέπει να διαβάσεις το βιβλίο για να καταλάβεις τι ακριβώς είναι ένας Godmaker. Η σύζυγός του είναι μια ψευδογυναίκα από το Chuu, και δεν θα μπω καν στη διαδικασία να προσπαθήσω να εξηγήσω τι είναι αυτό.
Από όσα έχω γράψει ώς τώρα θα πρέπει να έχετε καταλάβει ότι το σκηνικό είναι παράξενο, σωστά;
Κάνετε λάθος. Είναι ακόμα πιο παράξενο. Στη σειρά Gondwane, ο Lin Carter έχει πλάσει έναν πραγματικά παράξενο και πρωτότυπο κόσμο. Δεν προσπαθεί απλά να είναι «weird»· είναιόντως weird.
Συνήθως, όταν μιλάμε για λογοτεχνία τρόμου, πρόκειται για εκείνο το είδος που περιλαμβάνει φανταστικά στοιχεία με τρόπο τρομαχτικό (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό). Μιλάμε για ιστορίες όπως είναι ο Δράκουλας του Στόκερ, ή τα βιβλία του Clive Barker ή πολλά από τα βιβλία του Stephen King. Δεν είναι απλώς ιστορίες όπου κάτι το άσχημο, φριχτό, ή απαίσιο συμβαίνει (όπως δολοφονίες και τα λοιπά)· είναι ιστορίες όπου το άσχημο, φριχτό, ή απαίσιο συνυπάρχει με έντονα τα φανταστικά, μαγικά, ή υπερφυσικά στοιχεία.
Η φανταστική λογοτεχνία (φυσικά) περιλαμβάνει επίσης φανταστικά, μαγικά, ή υπερφυσικά στοιχεία. Κι εκεί συναντάμε τέρατα και δαίμονες και μάγους, και ό,τι άλλο μπορείς να διανοηθείς. Δεν θεωρείται, όμως, «τρόμος». Ο τρόμος υποτίθεται πως είναι «άλλο είδος». Ποια είναι η διαφορά τους; έχω πολλές φορές αναρωτηθεί. Τι νόημα έχει να τα θεωρείς δύο ξεχωριστά είδη;
Η μόνη διαφορά που μπορώ εγώ να προσδιορίσει είναι στο ύφος, και στο τι γενικά συμβαίνει μέσα σ’αυτές τις ιστορίες. Στη φανταστική λογοτεχνία, παρότι βλέπουμε τέρατα και μαγικά πράγματα, αυτά συνήθως δεν παρουσιάζονται με τόσο τρομαχτικό τρόπο όπως στη λογοτεχνία τρόμου– Εδώ, όμως, πρέπει να σταματήσεις λίγο και να αναρωτηθείς τι θα πει «τρομαχτικός τρόπος». Γνωρίζω ανθρώπους που θεωρούν ακόμα και τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών «τρομαχτικό» (και δεν μπορούσαν καν να δουν τις ταινίες)!
Το τρομαχτικό, επομένως, είναι και σχετικά υποκειμενικό σε πολλές περιπτώσεις. Ο άλλος βλέπει τα ορκ του Τόλκιν και τα θεωρεί «τρομαχτικά». Άλλος πάλι δεν τα θεωρεί τρομαχτικά· είναι απλώς κάτι τέρατα που σκοτώνουν οι ήρωες, ή τα αποφεύγουν με έξυπνους τρόπους.
Αυτή δεν είναι «κανονική» βιβλιοκριτική. Είναι, ίσως, περισσότερο για να αναρωτηθώ κι εγώ ο ίδιος γι’αυτό το βιβλίο παρά για να το παρουσιάσω.
Αλλά πρώτα θα αναφερθώ σε μερικά καθαρά λογοτεχνικά θέματα. Το βιβλίο είναι αρκετά μεγάλο, όμως καθώς το διαβάζεις δεν σου φαίνεται. Είναι γραμμένο με τρόπο γρήγορο και άνετο. Υπάρχει πολύς διάλογος, πάρα πολύς. Αλλά όχι μόνο· υπάρχουν και πολλές σελίδες χωρίς καθόλου διάλογο: σκέτη αφήγηση. Ούτε αυτό κουράζει. Συνεχώς η ιστορία κυλά, τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο με τρελό, κυριολεκτικά (και εξηγώ παρακάτω), ρυθμό. Δε θυμάμαι να μου προκλήθηκε ανία πολλές φορές.
Το μόνο «μειονέκτημα» – κι αυτό μέσα σε εισαγωγικά, που σημαίνει ότι αμφιβάλλω – είναι ότι ουσιαστικά ο συγγραφέας ασχολείται με το ίδιο και το ίδιο θέμα. Οι καταστάσεις φτάνουν σε τέτοιο σημείο που να λες: Τι θα γίνει; Θα καταλήξουμε πουθενά, ή έχουμε παγιδευτεί σε ατέρμονους κύκλους; Αν το καλοσκεφτείς, όμως, αυτό είναι το ζήτημα: η παγίδευση σε ατέρμονους κύκλους παράξενων γεγονότων που δεν βγάζουν νόημα, ή που τη μια βγάζουν ένα νόημα (ίσως) και την άλλη άλλο νόημα (ίσως) – ή μπορεί να ήταν και κάτι άλλο τελικά...
Από μια άποψη, μπορείς να πεις ότι ο συγγραφέας το έχει παρατραβήξει το σχοινί. Από την άλλη, ίσως να είναι ακριβώς εκείνο που πρέπει να είναι. Διφορούμενο, όπως και το ίδιο το βιβλίο.
Αυτό είναι ένα άρθρο που ήθελα να γράψω εδώ και χρόνια, όμως κάποιο άλλο πάντα έμοιαζε να έχει προτεραιότητα και το άφηνα για μετά. Τώρα ήρθε πια η ώρα. Είναι ένα άρθρο που δεν έχει σχέση με τη λογοτεχνία (φανταστική ή μη) – όχι άμεση, τουλάχιστον. Το θέμα του είναι η αστική περιπλάνηση, δηλαδή το να τριγυρίζει κανείς τυχαία στους δρόμους μιας μεγάλης πόλης.
Τι; Υπάρχουν άνθρωποι που όντως το κάνουν αυτό; Υπάρχουν και παραϋπάρχουν, και ο γράφων είναι ένας από αυτούς για παραπάνω από δύο δεκαετίες.
Ακόμα ένα μυθοπλαστικό ιστόρημα γραμμένο σαν τα κλασικά παραμύθια, όπως αυτά του Lang. Κατεβάστε το κι αυτό, απολαύστε το – είναι πιο περίεργο από το προηγούμενο – και κάντε μου μια δωρεά μέσω Paypal (γιατί, όπως έχουμε πει χιλιάδες φορές, οι συγγραφείς φαντασίας στο Ελλάντα πεινάνε).
Είχα καιρό να διαβάσω βιβλίο του Michael Moorcock, και, πιο συγκεκριμένα, κάποιο από τα τελευταία του βιβλία. Επίσης, είχα την περιέργεια να δω τι γράφει τώρα σε σύγκριση με το τι έγραφε παλιά. Τα περισσότερα βιβλία του Moorcock που διαβάζουμε, ειδικά αυτά του Elric, είναι τα παλιά του. Τα έχει γράψει πριν από πολλά χρόνια, και το ύφος του τότε ήταν αρκετά διαφορετικό. Ο Moorcock έχει περάσει από διάφορες φάσεις ως συγγραφέας. Μια ενδιάμεση περίοδός του εμένα μού προκαλεί σύγχυση για να είμαι ειλικρινής· τι είχε στο μυαλό του ο άνθρωπος; Ένα, όμως, είναι το βέβαιο: είναι πειραματικός. Τα δοκιμάζει όλα. Όλα όσα μπορεί να διανοηθεί. Αυτό το αναγνωρίζεις και το εκτιμάς στον Moorcock, ακόμα κι αν εκείνο που γράφει δεν σου αρέσει πάντα.
Το The Citadel of Forgotten Myths ήταν ένα βιβλίο του που με εξέπληξε, κατά πρώτον επειδή μου άρεσε αρκετά. Και δεν το περίμενα· νόμιζα ότι ίσως να ήταν ακόμα ένα από τα... μπερδεμένα βιβλία του – αυτά που ή δεν φαίνεται να βγάζουν νόημα ή λες «Εντάξει, και τι έγινε τώρα, δηλαδή;»
Στο The Citadel of Forgotten Myths ο Moorcock ακολουθεί εκείνο που πρότεινε πάντα για το worldbuilding: κάνε ό,τι γουστάρεις με τον κόσμο· δεν χρειάζεται να είναι απόλυτα σταθερός από βιβλίο σε βιβλίο. Και εδώ, προφανώς, ήθελε να ρίξει τον Elric και τον Moonglum σε περιπέτειες σε έναν άλλο κόσμο, όμως όχι και τελείως ασύνδετο με τον συνηθισμένο «κόσμο του Elric». Και σκέφτηκε κάτι τρομερό: ότι ο κόσμος κυρτώνει στις άκρες κι αν τον ακολουθήσεις ώς εκεί μπορείς να συνεχίσεις να ταξιδεύεις και να βρεθείς από κάτω του. Αλλά τότε είναι σαν να είσαι κανονικά από πάνω! Υπάρχει ουρανός, όπως πριν. Και αυτοί που ζουν στον κάτω κόσμο δεν θεωρούν τον κόσμο τους «κάτω»· τον θεωρούν «πάνω», και τον άλλο κόσμο (τον συνηθισμένο του Elric) τον θεωρούν «κάτω»!
Ο κόσμος, δηλαδή, είναι διπλός. Σαν να είναι ένας δίσκος με «βαρύτητα» (ή κάποιου είδους ελκτικές δυνάμεις) κι από τις δυο μεριές. Και οι άνθρωποι είναι σαν μυρμήγκια που βαδίζουν και στην επάνω μεριά του δίσκου και στην κάτω. Αυτή η ιδέα θυμίζει κάτι παλιές ιδέες από μεσαιωνικούς χαρτογράφους και φιλοσόφους· και εμένα, από την αρχή της ιστορίας, με κέρδισε αμέσως. Είναι τρομερή ιδέα.
Υπάρχουν δύο βασικά είδη ιστοριών σε ό,τι αφορά το πλήθος των χαρακτήρων, καθώς και ένα ακόμα είδος που προκύπτει από αυτά τα δύο.
Τα δύο βασικά είδη είναι: ή ένας κεντρικός χαρακτήρας, ή κανένας κεντρικός χαρακτήρας. Το τρίτο είδος, που προκύπτει από αυτά τα δύο, είναι να έχουμε έναν κεντρικό χαρακτήρα αλλά, συγχρόνως, και πολλούς άλλους που κινούνται γύρω του όμως έχουν ενδιαφέρον και από μόνοι τους.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι το μυθιστόρημα (ή και το διήγημα) υποχρεωτικά έχουν έναν κεντρικό χαρακτήρα πάντα. Δε νομίζω ότι αυτό είναι σωστό. Αν μη τι άλλο, μου μοιάζει πολύ απόλυτο για να είναι σωστό. Και έχουμε και παραδείγματα όπου, καταφανώς, δεν ισχύει.
Από χρόνια σκεφτόμουν να διαβάσω αυτή τη σειρά, αλλά όλο το ανέβαλα. Επιτέλους, τώρα, 2022-23, τη διάβασα.
Όταν ήμουν μικρός, είχε πέσει στα χέρια μου το Fires of Azeroth. Είχα ξεκινήσει να το διαβάζω, και το είχα αφήσει στη μέση (ή, ίσως, στην αρχή) γιατί δεν καταλάβαινα τίποτα. Και δικαιολογημένα. Πρέπει να έχεις διαβάσει τα προηγούμενα για να καταλάβεις. Αλλά, εκτός των άλλων, η γραφή της C. J. Cherryh είναι λίγο στρυφνή, και θα πω γι'αυτό περισσότερα παρακάτω.
Αυτή η τετραλογία διαδραματίζεται σε ένα σύμπαν πολλαπλών διαστάσεων, όπου η κάθε διάσταση είναι, ουσιαστικά, άλλος κόσμος. Σε κάθε βιβλίο, η Morgaine – η βασική ηρωίδα – και ο Vanye – ο βοηθός/ιπποκόμος της – βρίσκονται σε άλλη διάσταση/κόσμο. Όλες αυτές, όμως, οι διαστάσεις είναι, περισσότερο, αλλοιώσεις του χρόνου παρά του χώρου – δηλαδή, είναι σαν ξαφνικά να έχουν περάσει εκατοντάδες, ή ακόμα και χιλιάδες, χρόνια και ο κόσμος να είναι πολύ διαφορετικός. Ωστόσο, υποτίθεται ότι υπάρχουν διαστάσεις που μπορεί να είναι οτιδήποτε.
Πριν από αιώνες (αν ο χρόνος έχει κανένα νόημα) υπήρχε μια φυλή που ονομαζόταν qhal, η οποία είναι κάτι σαν «ανώτεροι άνθρωποι» και όλοι είναι χλωμοί έως και τελείως άσπροι, όπως η Morgaine που είναι (περίπου) μία από αυτούς. Οι qhal έφτιαξαν τις Πύλες με τις οποίες μπορείς να περάσεις από τη μια διάσταση στην άλλη, αλλά αυτές οι Πύλες δεν είναι πάντα αψίδες· μπορεί να έχουν οποιαδήποτε μορφή. Αν και, συνήθως, ναι, είναι αψίδες. Όταν ένας qhal είναι κοντά σε μια Πύλη και έχει τις κατάλληλες γνώσεις, μπορεί να χρησιμοποιήσει τις κοσμικές της ενέργειες για να κάνει πάρα πολλά πράγματα που μοιάζουν «μαγεία». Μπορεί ακόμα και να μπει στα σώματα κανονικών ανθρώπων όταν το δικό του σώμα έχει γεράσει ή δεν είναι ικανό πλέον να διατηρηθεί στη ζωή.
Οι πάντες που γράφουν λογοτεχνία ξέρουν τι είναι το ευθύ και το πλάγιο στον διάλογο ή στις σκέψεις των χαρακτήρων: απλώς ορισμένοι ίσως να μην το έχουν συνειδητοποιήσει ή να μην έχουν κάνει ξεκάθαρα τον διαχωρισμό μέσα στο μυαλό τους. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, όμως, είναι χρήσιμο να γνωρίζει κανείς ακριβώς τι συμβαίνει με τα ευθεία και τα πλάγια και πώς μπορεί να τα χρησιμοποιήσει μέσα στην αφήγηση έτσι ώστε να επιτύχει κάποιο αποτέλεσμα. Και οι δύο μορφές είναι το ίδιο χρήσιμες αλλά πολύ διαφορετικές.
Αυτό το άρθρο μοιάζει με ένα άρθρο που είχα γράψει παλιότερα σχετικά με το ρήμα επιτίθεμαι (ή, γενικά, με το ρήμα τίθεμαι). Δηλαδή, αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη λέξη και πώς τη χρησιμοποιούμε, πώς είναι το σωστό και πώς το λάθος.
Η λέξη είναι το λάθος. Είναι ένα ουσιαστικό που σημαίνει κάτι το εσφαλμένο. Σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη σημαίνει σφάλμα, πλάνη, αστόχημα. Μπορείς να πεις, δηλαδή: Αυτό που έκανες ήταν λάθος· δεν έπρεπε να τον είχες βρίσει.
Το λάθος, κανονικά, δεν είναι επίθετο. Όμως μπορεί ν’ακούσεις κάποιον να λέει: Πρέπει, πάση θυσία, να αποφύγουμε τις λάθος ενέργειες.
Αυτό το λάθος είναι πραγματικά λάθος, σύμφωνα με κάποιους. Και, όντως, έτσι είναι, βάσει γραμματικής. Το λάθος δεν είναι επίθετο, δεν μπορεί να χαρακτηρίζει τις «ενέργειες». Το ορθό θα ήταν να πούμε: Πρέπει, πάση θυσία, να αποφύγουμε τις εσφαλμένες ενέργειες. Ή: τις λανθασμένες ενέργειες. Και το εσφαλμένος και το λανθασμένος είναι μετοχές που παίρνουν τη θέση επιθέτου.
Διαβάζω το Majipoor του Robert Silverberg (έχω ήδη διαβάσει το Lord Valentine’s Castle και, καθώς γράφω αυτό το άρθρο, είμαι προς το τέλος του Majipoor Chronicles) και έχω παρατηρήσει κάποια πράγματα που σήμερα θα τα ονομάζαμε «παραδοξότητες» ή, μάλλον, «αναχρονιστικά στοιχεία» για μια ιστορία (επιστημονικής) φαντασίας. Τα βιβλία αυτά παρουσιάζουν έναν κόσμο που, από τη μια, μοιάζει να είναι εμπνευσμένος από μύθους σαν του Βασιλιά Αρθρούρου αλλά, από την άλλη, είναι ένας κόσμος επιστημονικής φαντασίας, ένας άλλος πλανήτης. Η ανθρωπότητα έφυγε από τη Γη και πήγε εκεί «για να ζήσει καλύτερα». Οπότε, είναι δεδομένο πως έχουμε έναν πολιτισμό που ταξίδεψε στο διάστημα. Στον κόσμο αυτό, όμως, δεν υπάρχει ούτε ένα αεροσκάφος – ναι, ούτε καν ελικόπτερο. Και δεν έχουν τηλεπικοινωνίες – ούτε καν μέσα στις πόλεις. Παρ’όλ’ αυτά, έχουν «floaters» – αιωρούμενα αυτοκίνητα, υποθέτω. Έχουν «energy-throwers», όπλα που πετάνε ενέργεια – αλλά συγχρόνως μπορείς να τους δεις να μάχονται και με τσεκούρια και ρόπαλα. Επίσης, έχουν έρθει σ’αυτό τον κόσμο εξωκοσμικοί (αποφεύγω να χρησιμοποιήσω τον όρο εξωγήινοι, αφού δεν υπάρχει Γη εδώ), αλλά δεν ξέρουμε πώς. Με διαστημόπλοια; Κι αν ναι, πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχουν αεροσκάφη; Πώς είναι δυνατόν να έχεις «floaters» αλλά όχι τηλέφωνα; Πώς είναι δυνατόν το πολίτευμα να είναι ακόμα η βασιλεία σ’έναν τέτοιο πολιτισμό του διαστήματος;
Πρόκειται για πράγματα που σήμερα θα τα θεωρούσαμε «παράδοξα» ή «αναχρονιστικά». Αλλά σ’αυτό τον κόσμο παρουσιάζονται ως δεδομένα, όπως και σε παλιότερα βιβλία φαντασίας, κυρίως του είδους sword-and-planet αλλά και ακόμα και σε space opera μερικές φορές. Όλα τα βιβλία του Edgar Rice Burroughs (που διαδραματίζονται σ’έναν φανταστικό Άρη, και άλλους φανταστικούς πλανήτες) είναι έτσι: από τη μια έχουν πλοία που πετάνε στον αέρα, κι από την άλλη οι ήρωες ξιφομαχούν αλλά χρησιμοποιούν και ενεργοβόλα όπλα. Στην τριλογία Skaith της Leigh Brackett συναντάμε παρόμοιες «παραδοξότητες». Και σε πολλά άλλα παλιότερα βιβλία συμβαίνει το ίδιο.
Δε φαινόταν να τους ενδιαφέρει καθόλου που έγραφαν για πολιτισμούς του διαστήματος· κατά τα άλλα, τα πάντα ήταν σχεδόν σαν μεσαίωνας με ορισμένες διαφορές και παραδοξότητες!
Από το τρέιλερ, έκρινα πως δεν μπορεί να ήταν σοβαρή ταινία αλλά πρέπει σίγουρα να είχε πλάκα· ειδικά η φάση με τον νεκρό και τις πέντε ερωτήσεις έμοιαζε ξεκαρδιστική. Οπότε, σκέφτηκα: Πάμε να τη δούμε να γελάσουμε.
Λοιπόν, αυτό το τρέιλερ αδικεί πάρα πολύ την ταινία. Το Honor Among Thieves ήταν έως και οκτώ φορές καλύτερο απ’ό,τι περίμενα. Δεν αστειεύομαι· δεν περίμενα ποτέ ότι θα έβλεπα μια ταινία D&D που θα ήταν τόσο καλή.
Δεν είμαι σίγουρος πότε ακριβώς ξεκίνησα να γράφω φανταστική λογοτεχνία, αλλά ήταν γύρω στο 1993. Τότε, στην Ελλάδα, από μια άποψη τα πράγματα ήταν καλύτερα για τη φανταστική λογοτεχνία, αλλά από μια άλλη άποψη χειρότερα. Το χειρότερο ήταν ότι νομίζω πως η φανταστική λογοτεχνία είχε μικρότερη εξάπλωση: λιγότεροι άνθρωποι την ήξεραν, λιγότεροι τη διάβαζαν. Το καλύτερο ήταν ότι μπορούσες να βρεις βιβλία φαντασίας ακόμα και στα περίπτερα! Μοιάζει εξωφρενικό στους σημερινούς, πιο νέους αναγνώστες; Κι όμως, έβρισκες. Τις ανθολογίες της Ωρόρας, που πλέον τις συναντάς μόνο σε παλαιοβιβλιοπωλεία (και έχω βάλει αρκετά εξώφυλλά τους στα Σκιώδη Παραλειπόμενα). Επίσης, καθώς τα χρόνια κυλούσαν, έβρισκες ολοένα και πιο πολλά βιβλία φαντασίας γενικά στα βιβλιοπωλεία, από το 1990 μέχρι το 2000-κάτι. Τα περισσότερα μεταφρασμένα, φυσικά. Μετά, από το 2012, έβρισκες ολοένα και λιγότερα βιβλία φαντασίας, μέχρι που έχουμε φτάσει στο σήμερα που – τουλάχιστον, απ’αυτά που βλέπω εγώ (και τριγυρίζω σε πολλά μέρη) – τα ψάχνουμε με το τουφέκι σαν σπάνια πουλιά στο κέντρο της Αθήνας.
Παρότι όμως παλιότερα έβρισκες ανθολογίες φαντασίας ακόμα και στα περίπτερα, η ελληνική κοινωνία δεν δεχόταν και τόσο φιλικά αυτό το περιεχόμενο. Ή τους άφηνε αδιάφορους, ή το έβλεπαν εχθρικά («αυτά είναι του Διαβόλου, παιδί μου» και τέτοιες ανοησίες), ή θεωρούσαν (εσφαλμένα) ότι «αυτά δεν είναι στην παράδοσή μας» και τα λοιπά. Έχω ξαναγράψει για το θέμα. Ακόμα και σήμερα, πολλές από τις παραπάνω αντιλήψεις εξακολουθούν να υφίστανται. Τότε, πιστεύω πως ήταν πιο έντονες. Και όχι μόνο αυτό αλλά δεν νομίζω πως υπήρχε μια ας το πούμε ενοποιημένη κουλτούρα λογοτεχνικής φαντασίας στην οποία να μπορεί να στηριχτεί κάποιος αν ήθελε να ξεκινήσει να γράφει κι ο ίδιος.
Οπότε, όταν ξεκίνησα να γράφω λίγο πιο σοβαρά (δηλαδή, μυθιστόρημα – πράγματα που σήμερα μού φαίνονται της πλάκας, αλλά δεν έχει σημασία: τότε μου άρεσαν, και όλα πρέπει να τα γράψεις), γύρω στο 1993, δεν υπήρχε τίποτα ή κανένας για να σε βοηθήσει. Δεν είχες κάτι στο οποίο να στηριχτείς, το οποίο να μπορείς να θεωρήσεις ως βάση...
Σκέψεις>Αναλογίες Χρόνου :: Η στενή σχέση, και η σημαντικότητα, του αφηγηματικού χρόνου και του πραγματικού χρόνου στη λογοτεχνική αφήγηση
Στο προηγούμενο άρθρο μου, Εμβόλιμες Σκέψεις, ανέφερα πώς οι σκέψεις των χαρακτήρων (δεν) πρέπει να διακόπτουν την αφήγηση αλλά πρέπει να ακολουθούν μια λογική ροή. Αυτή η «λογική ροή» εντάσσεται στη γενική ιδέα του αφηγηματικού χρόνου: στο τι είναι ο αφηγηματικός χρόνος και ποια η σχέση του με τον πραγματικό χρόνο.
Ο πραγματικός χρόνος είναι ο χρόνος της καθημερινότητάς μας, ο δικός μας χρόνος. Είναι η ώρα που χρειάζεται ο αναγνώστης για να διαβάσει κάτι – μια λογοτεχνική ιστορία, στην περίπτωσή μας. Κάποιος μπορεί να χρειάζεται πέντε λεπτά για να διαβάσει μια σελίδα· κάποιος μπορεί να χρειάζεται εφτά, ή κάποιος τρία. Δεν είναι για όλους ίδιος ο πραγματικός χρόνος όταν διαβάζουν, όμως είναι, αντικειμενικά, ο πραγματικός χρόνος. Όταν κοιτάξεις ένα ρολόι τον βλέπεις αμέσως.
Ο αφηγηματικός χρόνος είναι ο χρόνος που περνά μέσα στην ιστορία που διαβάζεις, και, σε σύγκριση με τον πραγματικό χρόνο, δεν είναι ρεαλιστικός. Ας πάρουμε για παράδειγμα το ακόλουθο αφηγηματικό κομμάτι...
Αρκετοί που διαβάζουν λογοτεχνικά βιβλία πιθανώς να έχουν συναντήσει το εξής (ή κάτι παρόμοιο μ’αυτό): Δύο χαρακτήρες μιλάνε, ο συγγραφέας μάς γράφει τον διάλογο κανονικά, αλλά σε κάποιο σημείο – ή σε περισσότερα σημεία από ένα – σταματά και, αντί για διάλογο, γράφει τις σκέψεις ενός χαρακτήρα... για μία ολόκληρη μεγάλη παράγραφο... και δεύτερη... και τρίτη... και μπορεί να φτάσει ακόμα και σελίδα ολόκληρη – ή παραπάνω – αλλά μετά ο διάλογος συνεχίζεται σαν να μην είχε διακοπεί καθόλου, σαν όλες αυτές οι σκέψεις να είχαν περάσει από το κεφάλι του χαρακτήρα σε χρόνο μηδέν.
Πώς σας φαίνεται αυτό;
Εγώ το θεωρώ από τα πιο τραγικά λάθη μέσα σε μια αφήγηση. Είναι από εκείνα τα λάθη που δεν είναι ούτε συντακτικά, ούτε γραμματικά, ούτε εννοιολογικά, αλλά καθαρά λάθη αισθητικής ή, ίσως, και λογικής. Γιατί, είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να κάνει τόσο γρήγορα τόσες πολλές σκέψεις και μετά ο διάλογος να συνεχίζεται σαν να μην έχουν περάσει ούτε μερικά δευτερόλεπτα; Τελείως αναληθοφανές. Μοιάζει ψέμα. Μοιάζει σαν να διαβάζεις, όχι σαν να βιώνεις, μια ιστορία. Αλλά, ειδικά αν η ιστορία είναι γραμμένη σε τρίτο πρόσωπο, πρέπει να τη διαβάζουμε σαν να τη βιώνουμε, όχι σαν να τη διαβάζουμε, εκτός αν υπάρχει έκδηλα αφηγητής – δηλαδή, κάποιος τρίτος που με τη δική του, ξεχωριστή φωνή μάς λέει τι γίνεται και, πιθανώς, κάνει και δικά του σχόλια και παρατηρήσεις. Αν όμως δεν ισχύει αυτό, τότε η ιστορία είναι απλά σαν ένα ζωντανό όνειρο.
Στην Ελλάδα, ανέκαθεν θυμάμαι να υπάρχει μια σύγχυση ανάμεσα στη φανταστική λογοτεχνία και στην παραψυχολογία, τη μεταφυσική, και τα λοιπά. Στο εξωτερικό φαίνεται να τα έχουν πιο καλά διαχωρισμένα. Εδώ, αντιθέτως, επικρατεί ένα μπλέξιμο που θα μπορούσες να το πεις ακόμα και εσκεμμένο.
Νομίζω πως μέχρι και σήμερα υπάρχει αρκετός κόσμος που πιστεύει ότι η φανταστική λογοτεχνία είναι το ίδιο πράγμα με τη μεταφυσική, ή, τουλάχιστον, κάτι το στενά σχετιζόμενο. Ξέρεις, όλα αυτά για βρικόλακες, δαίμονες, λυκανθρώπους, μάγους... κι όλοι εκείνοι οι «περίεργοι» που ασχολούνται μ’αυτά...
Σκέψεις>Περί Γραφής: Ταν και Νταν :: Όχι, αυτό το άρθρο δεν είναι για ιαπωνικές πολεμικές τέχνες, αλλά για δύο καταλήξεις ελληνικών ρημάτων που συχνά συγχέονται, και για την απρόσωπη έκφραση
Δεν έχετε ακούσει αρκετές φορές να λένε ότι η τάδε ιστορία (είτε μυθιστόρημα είτε διήγημα) δεν έχει βάθος; Δεν έχετε ακούσει να σας λένε, αν είστε συγγραφέας, ότι καλά είναι αυτά που γράφεις αλλά δεν έχουν αρκετό βάθος; Ή ο τάδε γράφει καλά αλλά οι ιστορίες του, ή οι χαρακτήρες του, δεν έχουν βάθος;
Τι εννοούν με αυτό το «βάθος»;
Η αλήθεια είναι πως πολλοί δεν ξέρουν τι ακριβώς εννοούν, ενώ οι υπόλοιποι έχουν μια σχετική εντύπωση τού τι είναι «βάθος» σε μια λογοτεχνική ιστορία. Κάποιοι νομίζουν ότι είναι το υπόβαθρο, το ιστορικό, των χαρακτήρων: το να ξέρουμε τι έκανε ο ήρωες στην παιδική του ηλικία, ή πόσους γάμους έχει κάνει, ή πότε τον έδειρε η μάνα του και του άφησε εκείνη την ουλή στο πλάι του μηρού. Κάποιοι νομίζουν ότι βάθος είναι το υπόβαθρο του φανταστικού κόσμου στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία (ο κόσμος είναι πάντα φανταστικός, ακόμα και στη συμβατική λογοτεχνία· απλώς το μέγεθος αλλάζει), οι λεπτομέρειες και τα λοιπά.
Τίποτα από αυτά δεν είναι το «βάθος». Το βάθος δεν είναι κάτι που μπορεί να οριστεί εύκολα. Ίσως μια ιστορία να μην έχει κάτι από αυτά που αναφέρω παραπάνω αλλά να δίνει μια τρομερή αίσθηση βάθους, παρότι ποτέ δεν μαθαίνουμε για το παρελθόν του βασικού χαρακτήρα και το φανταστικό σκηνικό μοιάζει σκιώδες και ονειρικό.
Με τέτοια δεδομένα, τι μπορεί να θεωρηθεί «βάθος» σε μια λογοτεχνική ιστορία, και πώς διακρίνεις αν μια ιστορία έχει βάθος ή όχι;