Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Περί Γραφής: Βρίζοντας Ασύστολα Το ταμπού της βρισιάς στη λογοτεχνία, και διάφοροι τρόποι για να βρίζεις σαν ευγενής (ή άγριος)
Όταν ξεκίνησα να γράφω λογοτεχνία είχα ένα μικρό ταμπού με τις βρισιές. Δεν έβαζα τους χαρακτήρες μου να βρίζουν· τελεία. Δεν το διανοούμουν καν, τις περισσότερες φορές. Ίσως να νόμιζα ότι θα γαμιόταν ο Δίας κάτι πολύ άσχημο θα συνέβαινε αν έγραφα για χαρακτήρες που βρίζουν. Ίσως απλά να μη μου ερχόταν φυσικά. Ίσως να έφταιγε και η ηλικία: Ήμουν αρκετά μικρός τότε. Γύρω στα δώδεκα.
Δε νομίζω πως είμαι ο μόνος που είχα κάποτε αυτό το ταμπού. Νομίζω πως, γενικά, έχουμε την εντύπωση πως μια βρισιά γραμμένη στο χαρτί, ή στην οθόνη, είναι πολύ πιο σοβαρή υπόθεση από μια βρισιά ειπωμένη στον αέρα. Όταν γράφεις όμως μια ιστορία, δεν είναι φυσικό οι χαρακτήρες να μιλάνε φυσικά; Και μέσα στη φυσική ομιλία, δεν είναι φυσικό να πέφτει και καμια βρισιά; Το ξέρω πως οι απαντήσεις σαυτά τα ερωτήματα ποικίλλουν. Και, μάλιστα, ούτε εγώ θα δώσω μία συγκεκριμένη απάντηση αλλά διάφορες απαντήσεις, γιατί νομίζω πως υπάρχουν διάφοροι τρόποι να χρησιμοποιήσει κανείς τη βρισιά στη λογοτεχνία, και ακόμα περισσότερο στη
φανταστική λογοτεχνία.
Ο πρώτος και πιο απλός, ίσως τρόπος είναι να μη γράφεις καθόλου βρισιές.
Δηλαδή, εντάξει, μπορεί να γράψεις
«Φτού, ρε, το ξέχασα!» είπε ο Λάκης, αλλά απαγορεύεται να γράψεις «Γαμώ τη μάνα σου, ρε πούστη, το ξέχασα!» είπε ο Λάκης. Μπορείς να γράψεις
Η Χρύσα νόμιζε ότι ο Τάκης είναι πολύ χαζός, αλλά δεν μπορείς να γράψεις
Η Χρύσα νόμιζε ότι ο Τάκης είναι τελείως μαλάκας. Δεν γράφεις χοντρές βρισιές· κάνεις την έμφαση να φανεί με άλλες μεθόδους, όπως η επανάληψη ή κάποιο θαυμαστικό. Αυτό δεν είναι κακό, ούτε δείχνει δειλία στη γραφή, όπως νομίζουν ορισμένοι. Είναι απλώς ένας τρόπος να αντιμετωπίσεις τις βρισιές στη λογοτεχνία. Εμένα πλέον δεν με βρίσκει και τόσο σύμφωνο, αλλά αυτό δεν πάει να πει και τίποτα. Υπάρχουν βιβλία χωρίς καθόλου βρισιές τα οποία λατρεύω. Για παράδειγμα, το
Dune.
Ο δεύτερος τρόπος ειδικά στη φανταστική λογοτεχνία
είναι να επινοήσεις τις δικές σου βρισιές. Κι αυτό είναι κάτι που έκανα από τότε που είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι ορισμένοι χαρακτήρες είναι λογικό να βρίζουν αλλά δεν ήθελα δεν μου φαινόταν σωστό τότε να τους βάλω να λένε και
άι γαμήσου. Έτσι, η κοινή λογική υποδεικνύει: Έχουμε έναν φανταστικό κόσμο: οπότε, δεν είναι απαραίτητο εκεί να βρίζουν όπως εδώ: οπότε, μπορείς να εφεύρεις τις δικές σου βρισιές. Και αυτή είναι μια πολύ σωστή νοοτροπία, νομίζω. Επομένως, από το να μη γράφω καθόλου βρισιές πήγα στο να γράφω φανταστικές βρισιές και παράδειγμα αυτού μπορείτε να δείτε στον
Άρμπεναρκ. Δεν είναι κάτι το πρωτότυπο, φυσικά, για τη φανταστική λογοτεχνία. Σε πάρα πολλά βιβλία του είδους οι βρισιές είναι φανταστικές. Για παράδειγμα, στη σειρά
Wheel of Time. Αυτές οι βρισιές, συνήθως, σχετίζονται με τον φανταστικό κόσμο. Επομένως, αν εκεί υπάρχουν ζωάνθρωποι μια φυλή από ανθρώπους-κτήνη που ζουν στα βουνά, μιλάνε με μουγκρητά, και τρώνε σκοτωμένο
κβανθ και καρπούς από τα άγρια δάση τότε είναι λογικό να μπορείς να γράψεις κάτι όπως
Η Τζαρνάιλ έφυγε από το κατάστημα των ενδυμάτων τσαντισμένη. Οι άνθρωποι ήταν
εξωφρενικοί με τις τιμές τους! Ογδόντα-πέντε αργύρια το μέτρο; Για ένα απλό μετάξι από τη Σιριχουάνη; Και τι ελεεινή που ήταν αυτή η γυναίκα στο ταμείο! Να προσπαθεί να υπονοήσει ότι η Τζαρνάιλ δεν ήξερε από υφάσματα! Αν είναι δυνατόν!
Ζωάνθρωποι, όλοι τους! σκέφτηκε η Τζαρνάιλ, θυμωμένη, καθώς πήγαινε προς ένα άλλο από τα καταστήματα ενδυμάτων της αγοράς.
Ή μπορεί οι βρισιές να μην έχουν σχέση με σύγκριση, όπως στην παραπάνω περίπτωση. Μπορείς να φτιάξεις μια καινούργια λέξη βασισμένη σε κάποιες συνθήκες του φανταστικού κόσμου. Για παράδειγμα,
χρονοχαμένος σε έναν κόσμο που υπάρχει ένα μέρος όπου όλοι ξέρουν πως όταν πας μπορεί να χαθείς και να βρεθείς σε άλλη εποχή μέσα στον χρόνο. Οπότε, η βρισιά
χρονοχαμένος σημαίνει, ουσιαστικά, ότι ο άλλος είναι στον κόσμο του, λέει πράγματα που δεν στέκουν.
Μπορείς, επίσης, να φτιάξεις καινούργιες λέξεις που δεν βασίζονται σε ειδικές συνθήκες του φανταστικού κόσμου. Για παράδειγμα,
δεντρομούρης για να υπονοήσει ότι κάποιος έχει χοντρή και τριχωτή φάτσα, ή ότι είναι λιγάκι βάρβαρος ίσως.
Μπορείς να χρησιμοποιήσεις στοιχεία του κόσμου με κάποιο συνδυασμό. Για παράδειγμα,
γέννημα του Σόρκρου σε έναν κόσμο όπου ο Σόρκρος είναι ένας γλοιώδης θεός που θυμίζει γιγάντιο βάτραχο.
Ή μπορείς να χρησιμοποιήσεις λέξεις που στον κόσμο μας δεν είναι βρισιές αλλά στον φανταστικό κόσμο που γράφεις είναι. Για παράδειγμα, μπορεί το
τραχύς να είναι τρομερή βρισιά για έναν εκλεπτυσμένο λαό που ζει σε μια ουτοπική πόλη όπου νυχθημερόν ασχολούνται με την τέχνη και τη φιλοσοφία.
Το όλο θέμα είναι να είσαι δημιουργικός όταν φτιάχνεις βρισιές βασισμένες σε έναν φανταστικό κόσμο. Κι αυτό είναι κάτι που μπορείς να το κάνεις, φυσικά, μόνο στη φανταστική λογοτεχνία. Δε νομίζω ότι μπορείς να γράψεις για την Αθήνα του 2013 και να βάλεις τους χαρακτήρες να βρίζονται αποκαλώντας ο ένας τον άλλο
χρονοχαμένο ή γέννημα του Σόρκρου.
Ένας άλλος τρόπος να χρησιμοποιήσεις τις βρισιές μέσα στη λογοτεχνία είναι κανονικότατα όπως και στην πραγματικότητα. Αυτός είναι και ο ρεαλιστικός τρόπος, όπως ισχυρίζονται πολλοί. Οι χαρακτήρες, δηλαδή, μιλάνε σαν τους κανονικούς ανθρώπους. Περίπου. Διότι πάντα όλοι έχουν, για κάποιο λόγο, λιγάκι διαφορετική αντίληψη για το πώς μιλάνε οι «κανονικοί άνθρωποι» ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Οι χαρακτήρες σου, επομένως, μπορούν να βρίζουν με τους κλασικούς χυδαίους τρόπους του κόσμου μας, ακόμα κι αν βρίσκονται σε φανταστικό κόσμο. Πρέπει, όμως, νομίζω να δοθεί και κάποια προσοχή ώστε να μη μοιάζουν ορισμένα πράγματα τραγελαφικά. Παρότι αυτό είναι υποκειμενικό, ασφαλώς, σε μεγάλο βαθμό, υπάρχουν και όρια. Έχει τύχει να διαβάσω βιβλίο όπου ένας βάρβαρος των πεδιάδων γυρίζει και λέει
Hey, fuck you! σε κάποιον που μόλις του είπε κάτι προσβλητικό. Και δεν νομίζω ότι αυτό ταιριάζει. Αν το έλεγε ένας άνθρωπος μιας πόλης ακόμα και φαινομενικά αρχαϊκής, αλλά σε φανταστικό κόσμο μπορεί και να το δεχόμουν. Ένας βάρβαρος των πεδιάδων, όμως; Που η φυλή του ζει σε σκηνές και μετακινείται νομαδικά; Κάποια παραφωνία υπάρχει εδώ. Είναι σαν, στα ελληνικά, να έβαζες τον ίδιο βάρβαρο να λέει
Ε, άι γαμήσου, ρε μαλάκα! Πολύ απλά δεν μοιάζει με κάτι που θα έλεγε ένας τέτοιος βάρβαρος.
Καλό είναι, λοιπόν, να σκεφτείς πώς λογικά θα μιλούσαν οι άνθρωποι για τους οποίους γράφεις προτού αρχίσεις να βάζεις στο στόμα τους αδιακρίτως σύγχρονες βρισιές.
Υπάρχουν, βέβαια, και ορισμένες περιπτώσεις που τα αναχρονιστικά στοιχεία έχουν καλό αποτέλεσμα. Όπως, για παράδειγμα, στη σειρά
Spartacus, που κάθε τρεις λέξεις η μία είναι fuck, αλλά εμένα τουλάχιστον μου φάνηκε ότι ταίριαζε ο τρόπος που μιλούσαν οι χαρακτήρες με το ύφος της ιστορίας.
Όπως όλα τα πράγματα, όμως, δεν πρέπει να γίνεται άσκοπη κατάχρηση βρισιάς μέσα σε μια λογοτεχνική ιστορία, παρά μόνο αν είναι με αυτό να φανεί κάτι το ιδιαίτερο.
Σχετικά με τα διάφορα ταμπού που υπάρχουν γιαυτό το θέμα, το μόνο που έχω να πω είναι πως δεν συμφωνώ. Δε νομίζω ότι η λογοτεχνία πρέπει να περιορίζεται από τέτοια πράγματα. Αν πιστεύεις ότι ένας χαρακτήρας μέσα στην ιστορία είναι λογικό να βρίσει χυδαία, τότε ας βρίσει χυδαία. Δεν θα καταστραφεί ο κόσμος. Κι εγώ παλιότερα δίσταζα να το κάνω κυρίως εξαιτίας της όλης υποσυνείδητης κατήχησης που δεχόμαστε από την κοινωνία για τέτοια θέματα αλλά από ένα σημείο και μετά το ξεπέρασα, γιατί πολύ απλά είναι...
μαλακία. Δεν έχει νόημα να διστάζεις να γράψεις μια βρισιά, αν νομίζεις ότι όντως ταιριάζει μέσα στην ιστορία. Η βρισιά δεν είναι παρά ακόμα μία λέξη. Το νόημα που
εσύ τής δίνεις είναι που σε κάνει να σοκάρεσαι περισσότερο ή λιγότερο από αυτήν. Όπως έγραψα και παραπάνω, ακόμα και το
τραχύς θα μπορούσε να είναι βρισιά σε μια ουτοπική πόλη, σε κάποιον άλλο κόσμο. Τα πάντα είναι στο μυαλό.
Ο τελευταίος τρόπος που μπορώ να σκεφτώ για να χρησιμοποιείς
τις βρισιές στη φανταστική λογοτεχνία είναι μια ανάμιξη πραγματικών και
επινοημένων. Αυτός είναι και ο τρόπος που χρησιμοποιώ στο
Θρυμματισμένο Σύμπαν. Είναι, βέβαια, και η φύση του Θρυμματισμένου Σύμπαντος τέτοια πολυπολιτισμική, χαοτική που υποχρεωτικά με οδηγεί εκεί· οτιδήποτε άλλο, δεν νομίζω ότι θα ταίριαζε. Εκείνο που κάνεις σαυτές τις περιπτώσεις είναι, ουσιαστικά, να χρησιμοποιείς ταυτόχρονα σύγχρονες βρισιές αλλά και φανταστικές. Για παράδειγμα, στην ίδια πόλη όπου κάποιος μπορεί να αποκαλέσει τον άλλο
γέννημα του Σόρκρου, μπορεί επίσης να πει Πάλι μαλακίες κάνει ο Κυβερνήτης και θα μας μπλέξει με την Αυτοκρατορία χωρίς λόγο!
Το όλο θέμα είναι αυτά τα πράγματα να ταιριάζουν μεταξύ τους: και το πώς ο κάθε συγγραφέας θα τα κάνει να ταιριάζουν είναι δικό του θέμα, και εξαρτάται από το ύφος της ιστορίας και του φανταστικού κόσμου στον οποίο αυτή εκτυλίσσεται.
Τώρα που το σκέφτομαι υπάρχει, ίσως, κι άλλος ένας τρόπος να γράφεις βρισιές στη λογοτεχνία. Να ανατρέξεις σε παλιά κείμενα και να δεις πώς έβριζαν σε περασμένες εποχές. Ίσως αυτή η μέθοδος να είναι παρόμοια με το να χρησιμοποιείς σύγχρονες βρισιές εξάλλου, πρόκειται πάλι για αληθινές βρισιές, όχι για επινοημένες αλλά, επειδή οι λέξεις και οι φράσεις είναι παλιές, υποχρεωτικά θα φαίνονται σαν καινούργιες, και πιθανώς θα φαντάζουν εξωτικές. Συγκεκριμένο παράδειγμα, δυστυχώς, δεν έχω να παραθέσω.
Συνοψίζοντας, οι τρόποι να χρησιμοποιείς βρισιές στη φανταστική λογοτεχνία είναι οι εξής:
Να μη γράφεις παρά μόνο ελαφριές βρισιές·
Να γράφεις φανταστικές, επινοημένες βρισιές·
Να γράφεις κανονικές βρισιές, ρεαλιστικά·
Να γράφεις μια ανάμιξη επινοημένων και κανονικών.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί Γραφής Αν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν «Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;», ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις. Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι, Στα Περί Γραφής μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι, απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον, αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με ενδιαφέρει, το αγνοώ. Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι, απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου. για τα Περί Γραφής.)