Legends of the Red Sun (Nights of Villjamur, City οf Ruin, The Book Of Transformations, The Broken Isles)
του Mark Charan Newton

Είχα ακούσει ότι η τετραλογία Legends of the Red Sun είναι από εκείνες τις πιο... παράξενες ιστορίες επικής φαντασίας. Κάτι πέρα από τα γνωστά στερεοτυπικά πλαίσια. Γιαυτό κιόλας έπιασα να τη διαβάσω. Και η αλήθεια είναι πως απογοητεύτηκα αρκετά, όχι όμως επειδή η ιστορία δεν είναι παράξενη. Είναι, σίγουρα, παράξενη· αλλά αυτό δεν φτάνει για να αγαπήσω μια ιστορία φαντασίας.
Κατά πρώτον, λίγα λόγια για τον κόσμο στον οποίο διαδραματίζεται το Legends of the Red Sun... Είναι ένας κόσμος κατά βάση ψευδομεσαιωνικός. Υπάρχει μια αυτοκρατορία σε ένα πέλαγος με πολλά νησιά, η οποία έχει κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του πελάγους. Διοικείται από αυτοκράτορα αλλά έχει, συγχρόνως, και ένα συμβούλιο κάτι σαν σύγκλητο. Τα όπλα είναι όλα αρχαϊκού τύπου, καθώς και οι μέθοδοι μάχης. Υπάρχουν μερικά παράξενα πλάσματα στον κόσμο, αλλά δεν τους δίνεται πολύ βαρύτητα· απλά κάποιες φευγαλέες αναφορές γίνονται.
Δύο είναι οι βασικές φυλές: οι άνθρωποι και οι ρούμελ (rumel). Οι τελευταίοι είναι ανθρωποειδείς και έχουν ουρά και δέρμα σκληρό και σκούρο, συνήθως καφέ ή γκρι. Ζουν περισσότερα χρόνια από τους ανθρώπους, γιαυτό κιόλας αναλαμβάνουν, πολλοί από αυτούς, τη δουλειά του Ερευνητή (inquisitor). Οι Ερευνητές είναι κάτι σαν κρυφή αστυνομία, μέσα στην Αυτοκρατορία, και δικαστική εξουσία συγχρόνως. Αν δεν κάνω λάθος, σε κάποια θέματα υποτίθεται πως η εξουσία τους υπερβαίνει ακόμα κι αυτή των αυτοκρατόρων.
Οι ρούμελ φαίνεται αρχικά ότι ίσως να έχουν ενδιαφέρον ως φανταστική φυλή αλλά τελικά μου δόθηκε η εντύπωση πως δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ακόμα «κοστούμι», μια διαφορετική εξωτερική αμφίεση, ενώ κατά βάση, σε όλα τα άλλα, είναι άνθρωποι. Ένας από τους βασικούς χαρακτήρες, για παράδειγμα, ένας Ερευνητής, ο Rumex Jeryd, δεν μοιάζει να αντιδρά ως σοφό ανθρωποειδές πλάσμα που έχει ζήσει πολλά χρόνια και δει πολλά, αν και υποτίθεται πως είναι ακριβώς αυτό. Πολλές αντιδράσεις του είναι, αν μη τι άλλο, αφελείς σε διάφορα θέματα, προσωπικά του και μη. Δεν μπορούσε να με κάνει να πιστέψω ότι είναι τίποτα παραπάνω από ένας κουρασμένος σαραντάρης άνθρωπος ο κλασικός ντετέκτιβ από νουάρ μυθιστόρημα. Κι αυτό δεν μου άρεσε. Για κάποιο λόγο, δεν μου φαινόταν να ταιριάζει.
Μια άλλη φυλή είναι οι γκαρούντα (garuda), άνθρωποι-πουλιά, κυρίως κομπάρσοι μέσα στην ιστορία, αλλά μου άρεσαν περισσότερο από τους ρούμελ. Ωστόσο, όποτε διαβάζω για γκαρούντα δεν μπορώ παρά να θυμάμαι το Perdido Street Station του China Miéville και να έχω την εντύπωση ότι είναι παρμένοι από εκεί όπως οι ορκ από τον Τόλκιν.
Η μαγεία στον κόσμο του Legends of the Red Sun προέρχεται κυρίως από κειμήλια (relics). Τα κειμήλια είναι, κατά βάση, κάτι σαν μαγικά αντικείμενα, πράγματα από τους προηγούμενους, πολύ πιο εξελιγμένους πολιτισμούς του κόσμου. Αλλά υποτίθεται πως, ουσιαστικά, δεν είναι μαγικά αντικείμενα αλλά τεχνολογικά αντικείμενα, απλώς οι αδαείς τα βλέπουν ως «μαγεία». Αυτοί που δεν είναι αδαείς και που τα χειρίζονται τακτικά είναι οι cultists. Ως ιδέα, πολύ γενικά, ίσως να είχε κάποιο ενδιαφέρον, αλλά η εκτέλεση δεν είναι και τόσο σπουδαία, κατά τη γνώμη μου. Τα περισσότερα από τα κειμήλια ή κάνουν κλασικά, στερεοτυπικά μαγικά πράγματα (όπως να δημιουργούν ένα τείχος αόρατης ενέργειας, ή να κάνουν κάποιον να εξαφανίζεται μέσα στις σκιές) ή στερεοτυπικά τεχνολογικά πράγματα (όπως επικοινωνία από μεγάλες αποστάσεις). Μερικά, μάλιστα, είναι βόμβες και νάρκες, αλλά μέσα στο βιβλίο αναφέρονται ως brenna-relics, που μοιάζει λιγάκι αστείο. Γιατί να μην πεις τη βόμβα βόμβα; Αφού είναι βόμβα· δεν είναι κάτι άλλο: το βλέπεις από την περιγραφή. Πρόκειται για κλασικές χειροβομβίδες και νάρκες. Επίσης, είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι υποτίθεται πως μόνο οι cultists μπορούν να χειριστούν τα περισσότερα κειμήλια, διότι πολλά από αυτά απλά χρειάζεται να πατήσεις μερικά κουμπιά για να λειτουργήσουν. Γιατί ο καθένας να μη μπορεί να το κάνει; Μερικά, ωστόσο, φαίνεται να τα χειρίζεται ο καθένας όπως τα brenna, που τα πετάνε ακόμα και οι γκαρούντα από ψηλά για να βομβαρδίζουν. Γιατί κάποια να μπορεί να τα χειριστεί ο καθένας ενώ κάποια άλλα μόνο οι cultists, οι οποίοι δεν έχουν κανένα ειδικό χάρισμα αλλά απλά τα έχουν μελετήσει; Πέρα από αυτά, ορισμένα κειμήλια κάνουν όντως πράγματα που είναι αρκετά παράξενα και πρωτότυπα, και έχουν ενδιαφέρον.
Ωστόσο, τα κειμήλια παρουσιάζονται συνήθως ως από μηχανής θεοί για να λύσουν ένα πρόβλημα. Τι χρειάζεται η πλοκή; Αυτό. Ααα, υπάρχει ένα κειμήλιο, ξέρεις, που κάνει το τάδε... και όλως τυχαίως ένας cultist το έχει κάπου εκεί κοντά!
Όμως το βασικό πρόβλημα με το Legends of the Red Sun δεν είναι η χρήση της μαγείας. Είναι ο γενικός τρόπος γραφής, και θα εξηγήσω παρακάτω τι εννοώ.

Ένα πράγμα που αμέσως θα ξενίσει τους περισσότερους αναγνώστες επικής φαντασίας είναι η πολύ έντονη κοινωνική θεματολογία αυτής της τετραλογίας. Οι χαρακτήρες συνεχώς έχουν κοινωνικούς προβληματισμούς που μοιάζουν σύγχρονοι. Ή έχουν κοινωνικά ή προσωπικά προβλήματα που κι αυτά, επίσης, σύγχρονα μοιάζουν. Αλλά ο κόσμος εξακολουθεί να είναι ψευδομεσαιωνικός, ακόμα κι αν ο συγγραφέας επιμένει να αναφέρεται σε όλες τις ταβέρνες ως μπιστρό για κάποιο λόγο. Βέβαια, σε έναν φανταστικό κόσμο μπορεί να υπάρξει το οτιδήποτε, δεν διαφωνώ. Από την άλλη, όμως, δεν νομίζω ότι σε ένα τέτοιο σκηνικό οι χαρακτήρες θα είχαν ακριβώς αυτούς τους κοινωνικούς προβληματισμούς. Ούτε καν από τον τρόπο ζωής τους. Αυτοί οι προβληματισμοί μοιάζουν περισσότερο να είναι του συγγραφέα και λιγότερο των χαρακτήρων του.
Και σένα άλλο βιβλίο του Newton, που είχα διαβάσει παλιότερα, υπήρχε πολύ έντονος κοινωνικός προβληματισμός. Σε ακραίο σημείο. Περισσότερος από,τι στο Legends of the Red Sun. Ωστόσο, εκεί, παρότι σε ξένιζε για βιβλίο φαντασίας, νομίζω ότι ταίριαζε, γιατί η θεματολογία ήταν τελείως διαφορετική. Ήταν σαν να διαβάζεις κοινωνικό βιβλίο από μια άποψη.
Το Legends of the Red Sun δεν είναι σαν κοινωνικό βιβλίο· είναι σαν μια ιστορία επικής φαντασίας με διάφορα εμβόλιμα στοιχεία που δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στην επική φαντασία.
Εκτός από τους έντονους κοινωνικούς προβληματισμούς, έχουμε κι άλλα πράγματα που δεν βλέπεις σχεδόν ποτέ σε βιβλία επικής φαντασίας. Και ο συνδυασμός τους είναι που κάνει το όλο σκηνικό «παράξενο». Το καθένα από αυτά τα στοιχεία, από μόνο του, δεν είναι και τόσο πρωτότυπο. Επιπλέον, πολλά παρουσιάζονται επιφανειακά, χωρίς εμβάθυνση στο τι ακριβώς είναι, τι ακριβώς συμβαίνει. Και, παρότι κι αυτό μπορείς να πεις ότι έχει τη γοητεία του, σε αφήνει με μια αίσθηση αδιαφορίας. (Παρακάτω γράφω περισσότερα, μιλώντας για το κάθε βιβλίο ξεχωριστά.)
Αλλά ούτε όλα αυτά είναι το βασικό πρόβλημα του Legends of the Red Sun για εμένα. Το βασικό του πρόβλημα είναι ο τρόπος γραφής, ο οποίος είναι επίπεδος και αδιάφορος. Σου δίνει την εντύπωση πως είναι γραμμένο χωρίς πάθος. Ακόμα κι όταν παρουσιάζει έντονες καταστάσεις, έχεις την εντύπωση γενικής απάθειας. Νομίζεις ότι η ιστορία είναι γραμμένη διαδικαστικά. Δεν μπορείς να την αισθανθείς ως ζωντανή και να την αγαπήσεις. Το ίδιο ισχύει και για τους χαρακτήρες, παρότι ο συγγραφέας φαίνεται να καταβάλλει κάποια προσπάθεια για να τους ζωντανέψει. Η προσπάθεια του, όμως, έγκειται κυρίως στους κοινωνικούς προβληματισμούς των χαρακτήρων ή στα προσωπικά τους προβλήματα, και αποτυχαίνει να τους καταστήσει αληθινά ζωντανές οντότητες. Καταλήγουν να είναι σαν κάτι που το χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να αναφέρει ένα κοινωνικό θέμα· δεν έχεις την αίσθηση ότι είσαι εκεί, κοντά τους, δίπλα τους, ότι μοιράζεσαι τους αγώνες τους και τα πάθη τους. Η γραφή είναι επίπεδη.
Ένας βασικός χαρακτήρας, ο Brynd Lathraea, είναι ομοφυλόφιλος, για παράδειγμα, αλλά αυτό δεν παίζει κανέναν πολύ ουσιαστικό ρόλο στην ιστορία. Απλά ο άνθρωπος κρύβει την ομοφυλοφιλία του και κάποιες νύχτες πηγαίνει σε καταγώγια για να την εκτονώσει. Μόνο σε ένα σημείο της πλοκής στο δεύτερο βιβλίο, City οf Ruin, κάποιος εχθρός του προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την ομοφυλοφιλία εναντίον του, να τον κατηγορήσει μέσω αυτής, να τον δυσφημίσει· αλλά είναι κάτι που περνά γρήγορα και απλά συνεχίζουμε με την ιστορία. Δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος με τον οποίο ο Brynd να είναι ερωτευμένος για παράδειγμα, ούτε κανένας χαρακτήρας που να είναι ερωτευμένος με τον Brynd και αυτό να παίζει ρόλο μέσα στην πλοκή. Η ομοφυλοφιλία του παρουσιάζεται απλά ως κάτι που περνά στο υπόβαθρο, ακόμα ένα αδιάφορο στοιχείο υποτιθέμενα βαθύ κοινωνικού σχολιασμού.
Κατά τα άλλα, η ίδια η γραφή, η δομή των προτάσεων, είναι μέτρια στην καλύτερη περίπτωση. Ούτε κακή, ούτε και πολύ καλή. Και από τα μέσα της σειράς και μετά αρχίζει να είναι ολοένα και περισσότερο γεμάτη με επαναλήψεις λέξεων σαν να μην έχει κανένας ξανακοιτάξει το κείμενο. Η οπτική γωνία που χρησιμοποιείται είναι η συνηθισμένη, και βαρετή πλέον, περιορισμένη οπτική γωνία τρίτου προσώπου, όπως σε όλα τα εκβιομηχανισμένα μυθιστορήματα, η οποία επικεντρώνεται κάθε φορά αποκλειστικά και μόνο στο κεφάλι ενός χαρακτήρα χασμουρητό, χασμουρητό... Σε κάποια σημεία του δεύτερου βιβλίου κυρίως, City οf Ruin, αυτό σπάει λίγο και ο συγγραφέας γράφει μέσα στην ίδια σκηνή και τις σκέψεις άλλου χαρακτήρα ίσως από λάθος, γιατί σίγουρα μοιάζει άκομψο. Μοιάζει από εκείνες τις περιπτώσεις που λένε ότι ο συγγραφέας δεν το κάνει καλά. Επιπλέον, αν συνέχεια γραφείς κλεισμένος στο κεφάλι ενός και μόνο χαρακτήρα τη φορά, τότε φυσικό είναι να μοιάζει ανούσιο και λάθος το να σπάσεις τον κανόνα σε δυο, τρεις περιπτώσεις μες στο βιβλίο.

Το πρώτο μυθιστόρημα του Legends of the Red Sun λέγεται Nights of Villjamur και, στην αρχή, έχει αρκετό ενδιαφέρον. Αποτελεί ανάμιξη επικής φαντασίας με αστυνομικού μυθιστορήματος. Έχει και κάποια στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, ίσως όπως μια ζωγράφο που τα δημιουργήματά της ζωντανεύουν: πράγμα που εξηγείται με τη χρήση ενός κειμηλίου τελικά. Κατά τα άλλα, περιλαμβάνει κάτι πράγματα που νομίζεις ότι είναι παραλλαγές του Φρανκενστάιν αλλά είναι ζόμπι στην ουσία, ζωντανοί-νεκροί τίποτα το πραγματικά παράξενο. Και η μαγεία δεν με εντυπωσίασε καθόλου έτσι όπως παρουσιάζεται μέσα από τα κειμήλια. Είναι κλασικοί μάγοι, γαμώτο απλά αντί να τους πει μάγους τούς λέει cultists και, αντί να κάνουν ξόρκι ή να χρησιμοποιούν τη Δύναμη, πατάνε ένα κουμπί πάνω σε μια δήθεν παράξενη συσκευή. Αλλάζει το περιτύλιγμα, όχι η ουσία.
Οι χαρακτήρες, όπως ήδη είπα και ισχύει για όλα τα βιβλία της σειράς ήταν έτσι που δεν μπορούσα να τους αγαπήσω. Τα πάντα παρουσιάζονταν με μια απάθεια, και από άποψη γραφής και από άποψη σκέψης ίσως. Το τέλος, ωστόσο, πρέπει να παραδεχτώ ότι ήταν αρκετά heavy metal, σαν κάποια τέλη που βλέπεις σε παλιές ταινίες ηρωικής φαντασίας· και αυτό είναι αξιοσημείωτο, αν και πάλι είχα την αίσθηση γενικής απάθειας, παρότι περιγράφονται γεγονότα που υποτίθεται ότι είναι συναρπαστικά και πιθανώς κοσμοϊστορικά.
Το δεύτερο βιβλίο, City οf Ruin, μου άρεσε συγκριτικά περισσότερο από το πρώτο, και ίσως να είναι το καλύτερο της σειράς. Τα γενικά της προβλήματα, φυσικά, εξακολουθούν να υφίστανται αλλά υπάρχουν και κάποια αληθινά ασυνήθιστα πράγματα μέσα στην ιστορία. Ασυνήθιστα για επική φαντασία, τουλάχιστον. Έχουμε μια εισβολή από εξωδιαστασιακά όντα. Έχουμε κάποιες μαγείες μέσω κειμηλίων πάντα που μοιάζουν όντως αλλόκοτες και ξεφεύγουν από τα κλασικά μαγικά κόλπα (ακτίνες φωτιάς, τοίχοι ισχύος, αόρατοι μάγοι, και τα γνωστά). Έχουμε μια γυναίκα που μεταμορφώνεται σε γιγάντια αράχνη. Και έχουμε και ένα... διαστημόπλοιο σε κάποιο σημείο! Ή μάλλον, όχι ακριβώς διαστημόπλοιο: ένα σκάφος που ταξιδεύει σε άλλες διαστάσεις, αλλά είναι σαν ιπτάμενος δίσκος περίπου. Όλα αυτά τα στοιχεία, από μόνα τους, δεν είναι και τόσο πρωτότυπα, όμως ο συνδυασμός τους μέσα σε μια ιστορία επικής φαντασίας είναι αρκετά πρωτότυπος και ξενίζει με ευχάριστο τρόπο.
Το City οf Ruin είναι η κορύφωση του Legends of the Red Sun, κατά τη γνώμη μου, και σε κάνει να περιμένεις καλύτερα πράγματα στη συνέχεια, και περισσότερη εμβάθυνση στα όσα έχουν εμφανιστεί ώς τώρα. (Κρίμα που αυτό δεν συμβαίνει.)
Το πιο μελανό σημείο του City οf Ruin είναι όταν ένας βασικός χαρακτήρας σκοτώνεται προς το τέλος του βιβλίου. Και σκοτώνεται, μάλιστα, με τρόπο... σχεδόν αδιάφορο. Απαθή, σίγουρα. Ξέρεις: και μετά σκοτώθηκε... Α, εντάξει... Δεν μπορείς να το πιστέψεις. Ούτε ο GRR Martin δεν τα κάνει αυτά· σκοτώνει χαρακτήρες αλλά αισθάνεσαι κάτι. Ο θάνατός τους δεν περνάει σαν παραπομπή. Επομένως, σκεφτόμουν ότι δεν είναι δυνατόν, αυτός ο συγκεκριμένος χαρακτήρας σίγουρα, σίγουρα, θα εμφανιστεί στα επόμενα βιβλία. Δυστυχώς, όμως, όχι... Ούτε αυτός παρουσιάζεται στα επόμενα βιβλία ούτε και κάποιοι άλλοι που αναρωτιέμαι γιατί εξαφανίστηκαν...
Το τρίτο βιβλίο είναι το The Book Of Transformations και μας πηγαίνει μακριά από τα γεγονότα του City οf Ruin, σε μια άλλη μεριά του κόσμου, στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, από την οποία πολλοί βασικοί χαρακτήρες έχουν απομακρυνθεί και ένας σφετεριστής τώρα είναι στην εξουσία ένας μακιαβέλιος τύπος που, με το πρόσχημα της δημοκρατίας, καταδυναστεύει τον λαό. Αυτός ο δικτάτορας έχει ένα πρόβλημα στην πόλη του: τους αναρχικούς. Αποφασίζει επομένως να φτιάξει, με τη βοήθεια μάγων συγνώμη, cultists μερικούς υπερήρωες. Και μιλάμε για άτομα σαν σούπερμαν τώρα. Χρησιμοποιώντας κάποιου είδους αρχαία τεχνολογία, δίνουν σε δύο άντρες και μία γυναίκα υπερδυνάμεις για να πολεμήσουν το έγκλημα. Αλλά και οι ίδιοι οι υπερήρωες βεβαίως, βεβαίως αμφισβητούν τους εαυτούς τους. Όλα αυτά, και πάλι, δεν είναι πρωτότυπα από μόνα τους, όμως είναι παράξενο να τα δεις μέσα σε βιβλίο επικής φαντασίας.

Εκτός από τους υπερήρωες και τους «κακούς» αναρχικούς, έχουμε έναν ρούμελ Ερευνητή ξανά που κι αυτός έχει τα ψυχοκοινωνικά του προβλήματα (εννοείται). Έχουμε, επίσης, έναν παράξενο, οριακά παρανοϊκό παπά που έχει ξεφύγει από τα καθιερωμένα πλαίσια της εκκλησίας και αναζητά να βρει τα μυστικά που τόσους αιώνες είναι θαμμένα. Κάπου-κάπου διαβάζουμε κομμάτια από το ημερολόγιό του, τα οποία θα μπορούσαν να μου τραβήξουν το ενδιαφέρον αν είχαν κάτι το περισσότερο. Έτσι όπως είναι, δεν είναι άσχημα, αλλά δεν είναι και τίποτα το ιδιαίτερο. Το βασικό μειονέκτημα του Legends of the Red Sun.
Στο τέλος του βιβλίου τα πάντα γίνονται κομμάτια και θρύψαλα με τρόπο που σε κάνει να απορήσεις ώς ένα σημείο. Η κατάσταση αρχίζει να έχει σουρεαλιστική αξία πλέον μιλώντας πολύ σοβαρά εδώ, όχι ειρωνικά. Ορισμένα από τα πράγματα που περιγράφονται ίσως να είχαν ενδιαφέρον αν βλέπαμε πιο πολύ εμβάθυνση στο επόμενο βιβλίο ίσως.
Αλλά στο τελευταίο βιβλίο, The Broken Isles, δεν βλέπουμε περισσότερη εμβάθυνση. Απλά βλέπουμε περισσότερα παράξενα πράγματα: όντα από μια άλλη διάσταση που είναι αρκετά αλλόκοτα (αλλά κατά βάθος σαν άνθρωποι κι αυτοί, όπως παρατηρούν και οι βασικοί χαρακτήρες της ιστορίας), εφιαλτικά τέρατα, και... τίποτε άλλο. Επικρατεί η συνηθισμένη επίπεδη γραφή, και η εξέλιξη της πλοκής σού δίνει την ίδια επίπεδη αίσθηση. Παρότι υποτίθεται πως όλα αυτά είναι εξαιρετικά πολύπλοκα και πολυδιάστατα, στην πραγματικότητα δεν είναι. Είναι όλα επιφανειακά και γραμμένα με σύντομο, σχεδόν αδιάφορο τρόπο. Κάποιες αναφορές σε κοινωνικά θέματα γίνονται ακόμα κι εδώ (!), στην κορύφωση μιας σειράς επικής φαντασίας, αλλά ευτυχώς είναι λίγες. Και προς το τέλος σκοτώνονται ξανά δύο βασικοί χαρακτήρες με τρόπο που μοιάζει μάντεψε αδιάφορος και απαθής. Δεν υπήρχε τίποτα που να με κάνει να αγαπήσω αυτό το βιβλίο και ολόκληρο το Legends of the Red Sun.
Δεν θα ήθελα να μην το είχα διαβάσει, αλλά δεν είναι και κάτι που με συγκίνησε. Δεν είναι κακό, ακριβώς, αλλά δεν είναι και καλό. Και ορισμένες φορές το μέτριο, επίπεδο βιβλίο είναι χειρότερο από το κακό βιβλίο που όμως έχει κάποια πολύ φωτεινά σημεία και είναι γραμμένο με πάθος. Ο μόνος λόγος που δεν παράτησα στη μέση το Legends of the Red Sun ήταν η περιέργεια. Ήθελα να δω τι είναι τέλος πάντων όλα αυτά.
Το είδα.
Ένα τελευταίο σχόλιο που θέλω να κάνω είναι σχετικά με τα ονόματα που χρησιμοποιούνται σαυτή τη σειρά. Ορισμένα μού φάνηκαν λιγάκι κιτς όπως ο Rumex Jeryd ο οποίος είναι rumel. Ξέρεις, Rumex the rumel... Και ένας άλλος λέγεται Fulcrom... εεε, χωρίς να έχει καμιά σχέση με την αγγλική λέξη fulcrum (εκκρεμές, επίκεντρο) φυσικά. Κάποιων άλλων η αισθητική απλά δεν μου άρεσε. Για παράδειγμα, το ότι όλες οι μεγάλες πόλεις πρέπει να έχουν το πρόθεμα vill- σαυτό τον κόσμο: Villjamur, Villiren... Και, ναι, δεν μου αρέσει που φέρνει στο μυαλό βίλα και village.
Ούτε μου αρέσει η λέξη cultist έτσι όπως χρησιμοποιείται. Είναι απλά ένας όρος για να αποφύγει να γράψει μάγος επειδή θεωρείται κακόγουστο πλέον στην αγγλόφωνη φανταστική λογοτεχνία. Αλλά η λέξη cultist δεν ταιριάζει πραγματικά εδώ. Cultist συνήθως είναι ο αιρετικός. Βασίζεται στη λέξη cult που είναι η αίρεση, αν και σήμερα έχει πάρει την έννοια του σχετικά «στενού κύκλου». Όπως και να το δεις είτε με την έννοια του στενού κύκλου, είτε με την έννοια της λατρείας, είτε με την έννοια της ετεροδοξίας δεν ταιριάζει στους μάγους του Legends of the Red Sun οι οποίοι απλά είναι κάποιοι που μελετάνε και χρησιμοποιούν παράξενες συσκευές από το ξεχασμένο παρελθόν.
Τα χειρότερα, όμως, ήταν τα αρχαιοελληνικά του... Για να δώσει την αίσθηση του αρχαϊκού, χρησιμοποιεί ονόματα που μοιάζουν με ελληνικά. Για παράδειγμα, μια αρχαία εξαφανισμένη φυλή λέγεται Pithicus race, αλλά το κανονικό τους όνομα υποτίθεται πως είναι Akhaioí. Σοβαρά; Μια φυλή που λέγονται Πίθηκοι αλλά, στην πραγματικότητα, ονομάζονται Αχαιοί; Υποθέτω πως αν δεν είσαι Έλληνας αυτά σού φαίνονται απλώς περίεργα ονόματα. Αν είσαι Έλληνας, όμως, ή τραβάς τα μαλλιά σου ή σε πιάνουν τα γέλια. Ένα άλλο παράδειγμα είναι μια ιπτάμενη πόλη από άλλη διάσταση που καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμά της και ονομάζεται Policharos. Μιλάμε, πολύς Χάρος, όχι αστεία...
Δεν κατηγορώ τον συγγραφέα για τη χρήση της γλώσσας που κάνει. Όμως, διαβάζοντας αυτά τα πράγματα, ως Έλληνας, δεν μπορούν παρά να μου φανούν περίεργα με την κακή έννοια.
