Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Το πρώτο βιβλίο αυτής της τριλογίας, το Well of Darkness,το είχα διαβάσει το 2007, οπότε θα έλεγε κανείς πως σήμερα, εν έτει 2022, για να διαβάσω τα άλλα δύο θα έπρεπε να ξαναδιαβάσω κι αυτό. Δεν το ξαναδιάβασα, όμως· διάβασα κατευθείαν το δεύτερο, Guardians of the Lost, και δεν το μετάνιωσα καθόλου. Γιατί, όπως διαπίστωσα, αυτή η τριλογία έχει την εξής ιδιαιτερότητα (που δεν λέω ότι είναι και τόσο τραγικά πρωτότυπο, απλώς ότι δεν συμβαίνει συχνά): το πρώτο βιβλίο είναι σαν πρόλογος για τα άλλα δύο, σαν ιστορικό υπόβαθρο. Το Guardians of the Lost ξεκινά αιώνες μετά από το Well of Darkness.Δεν θα είχα κανένα πρόβλημα, νομίζω, ακόμα κι αν δεν είχα διαβάσει καθόλου το Well of Darkness. Αλλά τώρα θυμόμουν περίπου τι έγραφε, και, καθώς διάβαζα την υπόλοιπη τριλογία, το θυμήθηκα καλύτερα.
Το τρίτο βιβλίο, Journey into the Void, σε σχέση με το δεύτερο, δεν είναι έτσι, όμως. Είναι άμεση συνέχεια του Guardians of the Lost. Αν δεν έχεις διαβάσει το Guardians of the Lost, δεν είναι να διαβάσεις το Journey into the Void: δεν θα καταλαβαίνεις τίποτα.
Λίγα λόγια, πρώτα, για το σκηνικό όπου εκτυλίσσεται αυτή η ιστορία. Είναι ένας κόσμος αρκετά κλασικός για fantasy, αλλά έχει και κάποιες ιδιομορφίες. Υπάρχουν οι συνηθισμένες φαντασοφυλές (ξωτικά, νάνοι, ορκ) αλλά εδώ είναι πολύ διαφορετικές. Εκτός από τα ξωτικά, ίσως, που θυμίζουν τα ξωτικά που γνωρίζουμε από τον Τόλκιν και τις κόπιες του· όμως ακόμα κι αυτά διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό. Είναι, ωστόσο, ένας «υψηλός» λαός που ζει σε περιοχές με απέραντα δάση· αυτό δεν έχει αλλάξει. Κατά τα άλλα, τα ξωτικά του Sovereign Stone μοιάζουν με εκλεπτυσμένους αριστοκράτες, θα μπορούσες να πεις, και έχουν και διάφορα δικά τους ταμπού σχετικά με την κοινωνική ζωή.
Πού αλλάζουμε παράγραφο; Πού είναι σωστό και πού είναι λάθος; Δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να απαντήσει σ’αυτό· κι αν κάποιος ισχυρίζεται ότι μπορεί, λέει ψέματα ή είναι παραπλανημένος.
Εκείνο που μαθαίνουμε στο σχολείο για τις παραγράφους, και εκείνο που γράφουν πολλά συντακτικά, είναι ότι παράγραφο αλλάζεις εκεί όπου αλλάζει το νόημα. Το πού αλλάζει το νόημα, όμως, μπορεί να είναι μια υποκειμενική υπόθεση τεραστίων διαστάσεων.
Οι Αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν σημεία στίξης, ούτε παραγράφους. Αυτά άρχισαν να τα βάζουν οι Ρωμαίοι και οι Βυζαντινοί. Η παράγραφος, αρχικά, ήταν μια γραμμή πλάι στο κείμενο (εξ ου και παρα-γραφος) που το χώριζε σε ενότητες. Διαβάστε αυτό το πολύ ενδιαφέρον άρθρο για τις παραγράφους.
Σήμερα, βέβαια – και εδώ και πολλά χρόνια – αυτό δεν ισχύει. Δεν βάζουμε καμιά γραμμή πλάι στο κείμενο για να το χωρίσουμε σε ενότητες. Η μέθοδος αυτή είναι «βαρβαρική». Όμως, όπως είπα, μαθαίνουμε ότι αλλάζεις παράγραφο εκεί όπου αλλάζει το νόημα (και τι διάολο είναι το «νόημα», ρε παιδιά;). Οπότε – και δεν ξέρω αν η εμπειρία μου είναι ίδια με άλλων, ειδικά νεότερων – καταλήγουμε σε μια κατάσταση όπου χωρίζεις το κείμενο σε παραγράφους αλλά και σε σημεία που απλά «ξεκινάς σε καινούργια γραμμή» μέσα στην παράγραφο.
Η παράγραφος, όμως, δεν είναι απλώς αλλαγή γραμμής: είναι αλλαγή γραμμής και κενό στην αρχή της γραμμής. Αυτό συμβαίνει για έναν πολύ καλό λόγο: γιατί μπορεί η γραμμή να τελειώνει ακριβώς επάνω στην άκρη της σελίδας. Τότε, αν η νέα γραμμή αρχίζει ακριβώς εκεί όπου αρχίζει η αντικρινή άκρη της σελίδας (χωρίς ένα μικρό κενό μπροστά), πώς ξέρεις ότι έχεις αλλάξει παράγραφο; Μπορεί να νομίσεις ότι δεν έχει αλλάξει η παράγραφος.
Αν, όμως, η παράγραφος, όπως μας λένε στο σχολείο, είναι κάτι που το αλλάζεις περίπου όπως αλλάζεις ενότητα, τότε χρειάζεσαι και περιπτώσεις που απλώς αλλάζεις γραμμή (χωρίς κενό στην αρχή της) μέσα στην παράγραφο: ένα είδος «υποπαραγράφου», δηλαδή, που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση σχετικά με το αν έχει γίνει αλλαγή ή όχι.
Αυτή η σειρά είναι σχετικά παλιά. Το πρώτο βιβλίο γράφτηκε το 1967, το τελευταίο το 1983 (με κενό σχεδόν 10 χρόνια ανάμεσα σε αυτό και το προτελευταίο). Και φαίνεται ότι η σειρά είναι σχετικά παλιά, από το μέγεθος των βιβλίων κυρίως. Είναι όλα – εκτός από το τελευταίο – πολύ μικρά, όπως συνηθιζόταν τότε. Οι χαρακτήρες μετά βίας αναπτύσσονται, η πλοκή μετά βίας ανοίγει και κλείνει. Για τα δεδομένα αυτά, όμως, ο Kenneth Bulmer τα καταφέρνει αξιοσημείωτα καλά. Δεν μπορείς να συγκρίνεις αυτά τα βιβλία με τα σύγχρονα, που έχουν μεγαλύτερη έκταση, γιατί, πολύ απλά, τότε κατά κανόνα δεν τους άφηναν να εκδώσουν μεγαλύτερα βιβλία στην επιστημονική φαντασία αυτού του είδους.
Η σειρά Keys to the Dimensions διαδραματίζεται σε ένα πολυσύμπαν (βλ. και ένα άρθρο που έγραψα πρόσφατα γι’αυτό το θέμα), ένα σύμπαν δηλαδή αποτελούμενο από πολλές διαστάσεις (κόσμους) που μπορείς να ταξιδέψεις από τη μία στην άλλη. Ο βασικός τρόπος ταξιδιού είναι μέσω κάποιου ατόμου που είναι porteur, που έχει τη δυνατότητα, σε ορισμένα σημεία μιας διάστασης/κόσμου, να περάσει σε μια άλλη διάσταση/κόσμο. Αυτές οι «πύλες» βρίσκονται συνήθως η μία σχετικά κοντά στην άλλη, οπότε μπορεί έτσι κάποιος να κάνει ένα αρκετά μεγάλο πολυδιαστασιακό ταξίδι περνώντας από τη μια διάσταση στην άλλη ώσπου να φτάσει στον προορισμό του.
Οι διαστάσεις είναι περίπου παράλληλες η μία ως προς την άλλη, έτσι μπορείς, για παράδειγμα, να υπολογίσεις πόσο μακριά από τη Νέα Υόρκη βρίσκεσαι ενώ δεν είσαι στη Γη μας αλλά σ’έναν κόσμο που λέγεται Irunium ή Venudine.
Στη φανταστική λογοτεχνία έχουμε τη δυνατότητα να φτιάξουμε πράγματα τελείως φανταστικά. Ή, μάλλον, ίσως να είμαι κάπως υπερβολικός. Σε οποιαδήποτε μορφή λογοτεχνίας έχουμε τη δυνατότητα να φτιάξουμε πράγματα φανταστικά. Απλώς, στη φανταστική λογοτεχνία αυτό συμβαίνει περισσότερο και πιο έκδηλα. Δεν αποτελεί, ωστόσο, ιδίωμά της, γιατί κάθε είδους λογοτεχνία είναι άσκηση της φαντασίας. Ακόμα κι όταν γράψεις ότι ένας άνθρωπος πέρασε στην άλλη μεριά του δρόμου, άσκηση της φαντασίας είναι, γιατί πρέπει να φανταστείς αυτή την απλή κατάσταση.
Η δημιουργία φανταστικών πραγμάτων, όμως, είναι κάτι περισσότερο από το να φανταστούμε και να περιγράψουμε μια κατάσταση που συμβαίνει μέσα στο μυαλό μας. Τα φανταστικά πράγματα που παρουσιάζονται στις ιστορίες μπορεί να είναι από ένα παράξενο θηρίο (βλ. ένα προηγούμενο άρθρο μου για φανταστικά θηρία) μέχρι ένα φανταστικό βιβλίο ή ένα φανταστικό χρώμα.
Όπως είπα, στη φανταστική λογοτεχνία, προφανώς, συμβαίνει αρκετά συχνά αυτή η δημιουργία φανταστικών πραγμάτων – και, μάλιστα, αναρωτιέμαι μερικές φορές γιατί δεν συμβαίνει συχνότερα. Στον μαγικό ρεαλισμό, επίσης, συμβαίνει συχνά – όπως στις ιστορίες του Μπόρχες. Αλλά – ξαναλέω – και στη συμβατική λογοτεχνία συμβαίνει: και θα καταλάβετε παρακάτω τι εννοώ – δεν μιλάω μόνο θεωρητικά.
Η δημιουργία φανταστικών πραγμάτων είναι μία από τις διαδικασίες που βρίσκω πιο συναρπαστικές. Υπερβαίνει την απλή συγγραφή υπό την έννοια ότι, ουσιαστικά, δεν χρειάζεται λογοτεχνική γραφή για να φτιάξεις ένα φανταστικό πράγμα: μπορείς απλώς να το φανταστείς και να κρατήσεις μερικές σημειώσεις (ή μη), και είναι πάλι έτοιμο μέσα στο μυαλό σου, και μπορείς και να το μοιραστείς και με άλλους ώστε κι εκείνοι ν’αρχίσουν να το φαντάζονται. Έχεις αλλοιώσει την πραγματικότητα λιγάκι.
Ο Χόρχε Λούις Μπόρχες το καταλάβαινε αυτό πολύ καλά. Είχε πει ότι δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα πραγματικά βιβλία από τα φανταστικά, ή ότι τα φανταστικά βιβλία είναι κι αυτά πραγματικά. Ποιος ο λόγος να καθίσεις να γράψεις ένα βιβλίο, είχε πει, όταν μπορείς να το φανταστείς;
Δεν θεωρώ πως έχω διαβάσει πολλά βιβλία του Ballard – θέλω να διαβάσω περισσότερα – αλλά νομίζω πως έχω διαβάσει αρκετά. (Αν σας ενδιαφέρει να δείτε ποια, μπορείτε να ψάξετε στα αναγνώσματά μου.) Κανένα από αυτά δεν με έχει μαγέψει τόσο όσο το Vermilion Sands. Στις περισσότερες ιστορίες του Ballard, για να είμαι ειλικρινής, οι χαρακτήρες δεν μου αρέσουν και τόσο· μου φαίνονται λιγάκι αδιάφοροι. Ούτε η πλοκή με συγκινεί ιδιαίτερα. Σε κάποιες περιπτώσεις, δε, από ένα σημείο και μετά μου έχει φανεί κάπως βαρετή. Και ούτε στο ίδιο το ύφος της γραφής έχω βρει κάτι που να μου αρέσει πολύ. Η κεντρική ιδέα, κυρίως, είναι που με κεντρίζει. Έχει κάτι, πραγματικά, τελείως τρελές ιδέες ο Ballard.
Στο Vermilion Sands όλα αυτά δεν ισχύουν. Εκεί δυσκολεύομαι να βρω κάτι που να μη μου αρέσει. Έτσι, για εμένα, είναι το καλύτερο βιβλίο του Ballard που έχω διαβάσει μέχρι στιγμής.
Η ιδέα του πολυσύμπαντος (multiverse) είναι, σύμφωνα με κάποιους, αρκετά παλιά. Ρίξτε μια ματιά στη Wikipedia και θα καταλάβετε τι εννοώ. Προσωπικά, όμως, δεν συμφωνώ και τόσο μ’αυτό. Μπορεί, παλιότερα, να υπήρχαν διάφορες θεωρίες για άλλους κόσμους, όμως δεν υπήρχε τίποτα τόσο συγκεκριμένο που θα μπορούσες να αποκαλέσεις πολυσύμπαν.
Νομίζω πως η ιδέα του πολυσύμπαντος είναι σχετικά καινούργια, αν όχι στη φιλοσοφία, τουλάχιστον στη λογοτεχνία (του φανταστικού, προφανώς). Διότι, σκεφτείτε, πόσα παραδείγματα ιστοριών με (κάποιου είδους) πολυσύμπαν έχουμε παλιά; Προσπαθώντας τώρα να θυμηθώ, δεν μου έρχεται καμία τέτοια ιστορία στο μυαλό. Υπάρχει, βέβαια, το Ταξίδι στη Σελήνη του ντε Μπερζεράκ, και η Αληθινή Ιστορία του Λουκιανού· αλλά αυτά δεν είναι πολυσύμπαντα ακριβώς: είναι απλώς ταξίδια σε άλλους πλανήτες, αν και με τελείως φανταστικούς, ανορθόδοξους τρόπους. Και πιθανώς να υπάρχουν κι άλλα παρόμοια παλιά κείμενα· όμως δεν νομίζω να υπάρχει κανένα με ξεκάθαρο πολυσύμπαν: ή, αν υπάρχει, δεν το έχω συναντήσει.
Έχω την εντύπωση πως η ιδέα του πολυσύμπαντος ξεκίνησε με τη Θεωρία του Χάους και – περισσότερο, ίσως, για τη λογοτεχνία και την αφήγηση – με την ψυχεδελική κουλτούρα του 1960.
Ποτέ δεν έγραφα λογοτεχνία για να εκφράσω τις ιδέες μου, πολιτικές ή μη. Ούτε ποτέ έχω γράψει λογοτεχνία ως μορφή ενδοσκόπησης για να λύσω τα ψυχολογικά μου. Ούτε γράφω λογοτεχνία για να καταδείξω κάποιο κακώς κείμενο ή πρόβλημα στην κοινωνία, στην τεχνολογία, στην επιστήμη, ή οπουδήποτε.
Ανέκαθεν έγραφα λογοτεχνία επειδή μου άρεσε η διαδικασία και εκεί που η λογοτεχνία, νοητικά και ψυχικά, σε οδηγεί. Είναι μια ψυχ-αγωγία, με την αρχική έννοια της λέξης αν θέλετε. Είχα διαβάσει μικρός κάποια βιβλία φαντασίας και, αντί να μου προκαλέσουν εκείνο που συνήθως μου προκαλούσαν τα συμβατικά βιβλία – ανία, δηλαδή – μου είχαν προκαλέσει ενθουσιασμό. Και δεν είχα αργήσει να σκεφτώ: Γαμώτο, αυτό θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ. Είναι γαμάτο!
Και το έκανα: και ακόμα το κάνω. Επειδή είναι γαμάτο.
Αλλά τι σημαίνει «γαμάτο»; Μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα αναλόγως την περίπτωση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, νομίζω ότι σημαίνει ψυχαγωγία με την αρχική έννοια της λέξης: οδήγηση της ψυχής προς μέρη που αλλιώς δεν θα πήγαινε: οδήγηση του νου προς μέρη που αλλιώς δεν θα μπορούσε να σκεφτεί. Αυτό είναι κάτι που το κάνει κάθε μορφή λογοτεχνίας· αλλά η φανταστική λογοτεχνία (συμπεριλαμβάνοντας την επιστημονική φαντασία και όλα τα είδη και υποείδη) το κάνει ιδιαίτερα καλά.
Η συγγραφή με ψυχαγωγεί περισσότερο από την ανάγνωση. Ανέκαθεν έτσι ήταν. Αν η συγγραφή δεν σε ψυχαγωγεί, μου φαίνεται τελείως ανούσιο να γράφεις, ειδικά λογοτεχνία.
Πολύ συχνά, μέσα σε ιστορίες φανταστικής λογοτεχνίας παρουσιάζονται μύθοι και θρύλοι, και σχεδόν ποτέ δεν είναι τυχαία εκεί, ούτε είναι εσφαλμένοι ή παραπλανητικοί. Διαβάζουμε, στην αρχή του βιβλίου, για ένα μαγικό σπαθί που το είχε πάρει ένας παλιός ήρωας και είχε νικήσει έναν δαίμονα, και μέχρι το τέλος του βιβλίου ο δαίμονας έχει εμφανιστεί ξανά και ο βασικός χαρακτήρας της ιστορίας μας έχει βρει το χαμένο μαγικό σπαθί και πηγαίνει να τον πολεμήσει – με το αναμενόμενο αποτέλεσμα.
Οι μύθοι βγαίνουν αληθινοί, συνήθως, και επηρεάζουν άμεσα την ιστορία. Επίσης, οι μύθοι δεν είναι αντικρουόμενοι, ούτε αμφιλεγόμενοι. Είναι πολύ συγκεκριμένοι.
Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους πραγματικούς μύθους οι οποίοι, πολλές φορές, και αντικρουόμενοι είναι και αμφιλεγόμενοι· και ούτε είναι πολύ συγκεκριμένοι. Μπορεί να διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή, ή από περίοδο σε περίοδο. Ή μπορεί να υπάρχουν δύο αφηγήσεις για το ίδιο πράγμα· ή τη μια ο τάδε θεός να παρουσιάζεται ως καλός αλλά την άλλη ως κακός. Δεν υπάρχει και πολύ σταθερότητα στους πραγματικούς μύθους. Οι μυθικές φιγούρες αλλάζουν ποιότητα και ιδιότητες. Ίσως όχι πάντα, ή όχι στα πολύ βασικά τους χαρακτηριστικά, αλλά συμβαίνει τουλάχιστον στις λεπτομέρειες.
Εκείνο που γενικά μάς λένε στο σχολείο είναι ότι χωρίζεις με κόμματα όλα τα επίθετα μπροστά από το ουσιαστικό (εκτός από το τελευταίο επίθετο, φυσικά). Για παράδειγμα: Ήταν ένα γρήγορο, μαύρο, ελαφρύ, εξάτροχο όχημα. Τα γρήγορο, μαύρο, ελαφρύ, και εξάτροχο είναι όλα επίθετα που χαρακτηρίζουν το ουσιαστικό – το όχημα.
Αυτό, βέβαια – το να χωρίζεις τα επίθετα με κόμμα – δεν είναι λάθος. Κατά βάση, είναι σωστό. Αλλά δεν ισχύει ακριβώς έτσι σε όλες τις περιπτώσεις. Γι’αυτό κιόλας μπορεί να δεις γραμμένο κάτι όπως αυτό: Ένας μεγάλος γκρίζος σκύλος στεκόταν μπροστά από την ψηλή σιδερένια πόρτα. Κανονικά, δεν θα έπρεπε να υπάρχει κόμμα ανάμεσα στο μεγάλος και στο γκρίζος; Και ανάμεσα στο ψηλή και στο σιδερένια;
Αυτό το άρθρο είναι συνέχεια του προηγούμενο, του Γιατί Αφηγούμαστε Ιστορίες. Θα μπορούσε και να ήταν μέρος του, αλλά τότε εκείνο το άρθρο θα γινόταν πολύ μεγάλο, κι αυτό δεν το ήθελα.
Μετά από όλες τις υποθέσεις σχετικά με το γιατί αφηγούμαστε ιστορίες, μπορεί κανείς εύλογα να αναρωτηθεί και αν θα θέλαμε η πραγματικότητά μας να ήταν σαν τις ιστορίες που αφηγούμαστε. Όπως είπαμε, πέρα από την έμφυτη τάση που πιστεύω ότι ενυπάρχει στους ανθρώπους να λένε ιστορίες, ορισμένοι αφηγούνται και για να μεταδώσουν κάποιο μήνυμα, ή για να μελλοντολογήσουν, ή για να «διαφύγουν». Και το ερώτημα είναι: θα ήθελαν αυτοί οι αφηγητές να ήταν ο κόσμος έτσι όπως τον περιγράφουν; Θα ήθελαν οι αναγνώστες;
Στην πραγματικότητα που βιώνουμε συμβαίνουν πολλά πράγματα που μας φαίνονται παράλογα, ή ότι δεν βγάζουν κανένα νόημα, ότι είναι τρελά. Είναι αληθινά παράλογα ή υπάρχει πάντα κάποια καλή αιτία πίσω από το οτιδήποτε; Οι σκληροπυρηνικοί ορθολογιστές θα σου πουν ότι, ναι, σίγουρα υπάρχει μια καλή αιτία πίσω από το οτιδήποτε. Δεν μπορούν να παραδεχτούν ότι ζουν σ’ένα παράλογο σύμπαν. Ακόμα, όμως, κι αυτοί οφείλουν να παραδεχτούν κάτι άλλο: ότι πολλές φορές δεν είναι εφικτό να βρούμε την αιτία, οπότε αυτά που μας μοιάζουν παράλογα είναι, στην πράξη, όντως παράλογα από τη σκοπιά που τα βλέπουμε.
Εκείνοι που δεν είναι σκληροπυρηνικοί ορθολογιστές πάλι αναζητούν κάποιον τρόπο για να εξηγήσουν όσα συμβαίνουν τα οποία τους φαίνονται παράλογα. Απλά, συνήθως, δεν προσπαθούν να τα εξηγήσουν με τα μαθηματικά ή τη σκληρή λογική. Έτσι γεννήθηκαν και οι θρησκείες, άλλωστε, καθώς και διάφορα φιλοσοφικά, μυστικιστικά, και μαγικά συστήματα: από την τάση που έχει ο άνθρωπος να εκλογικεύει το παράλογο, ή, τουλάχιστον, να προσπαθεί να το αποδεχτεί κάπως. Ο θάνατος, για παράδειγμα, που είναι ένα από τα κατεξοχήν «παράλογα» γίνεται προσπάθεια να εξηγηθεί σε όλες τις θρησκείες: Πού πηγαίνεις αφότου πεθάνεις; Πώς κρίνονται οι ψυχές; Επιστρέφεις ποτέ από εκεί; Και τα λοιπά...
Στη λογοτεχνικά – και, γενικά, στην αφήγηση (για να συμπεριλάβουμε και κινηματογράφο, θέατρο, ηλεκτρονικά παιχνίδια, ακόμα και ορισμένα επιτραπέζια παιχνίδια) – ο άνθρωπος έχει μεταφέρει αυτή του την τάση να εξηγεί τα πάντα, να τα εκλογικεύει, να δημιουργεί ένα σύμπαν που βγάζει κάποιο νόημα.
Ο πιο απλός τρόπος για να το δεις αυτό είναι να διαβάσεις ιστορίες μυστηρίου. Στις περισσότερες – σε όλες σχεδόν – στο τέλος δίνονται εξηγήσεις για τα πάντα. Όχι μόνο ποιος σκότωσε κάποιον, ή ποιος έκλεψε κάτι – όχι μόνο η λύση του μυστηρίου – αλλά και πολλές άλλες λεπτομέρειες που έχουν προκύψει μέσα από την αφήγηση: όπως, ποιος ήταν εκείνη η σκιά στο χολ, ποια ούρλιαξε μέσα στη νύχτα, τι ήταν τα παράξενα φτερουγίσματα έξω απ’το παράθυρο... οτιδήποτε. Τα πάντα, συνήθως, εξηγούνται.
Αλλά, σ’ένα πραγματικό μυστήριο, τα πάντα συνήθως δεν εξηγούνται. Στοίχημα είναι αν οι ερευνητές καταφέρνουν να λύσουν τα βασικά. Στη λογοτεχνία, όμως, εξηγούμε τα πάντα γιατί έχουμε την έμφυτη τάση να θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα εξηγήσιμο σύμπαν το οποίο βγάζει νόημα.
Όπως και σε αρκετές άλλες περιπτώσεις (βλ. παλιότεραάρθρα μου για τέτοια γλωσσικάθέματα), επικρατεί μια δικαιολογημένη σύγχυση στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα με αυτές τις δύο λέξεις: το αμέσως και το άμεσα. Ορισμένοι πιστεύουν ότι είναι η ίδια λέξη και ότι χρησιμοποιούνται με τους ίδιους τρόπους. Έχουν και δίκιο και άδικο.
Παλιότερα είχα γράψει ένα άρθρο που λεγόταν Το Σύνδρομο του Ιστορικού και μιλούσε για την τάση που έχουν οι συγγραφείς φαντασίας να θέλουν να συμπεριλάβουν όλο το ιστορικό υπόβαθρο του φανταστικού κόσμου τους (ή όσο το δυνατόν περισσότερο από αυτό) μέσα σ’ένα μυθιστόρημα – ή ακόμα κι ένα διήγημα – που γράφουν. Τώρα θα αναφερθώ σε μια άλλη τάση που υπάρχει, όχι μόνο στους συγγραφείς φαντασίας αλλά σε όλους τους συγγραφείς. Μοιάζει με το «σύνδρομο του ιστορικού» αλλά, αν το καλοσκεφτείς, δεν έχει καμία σχέση.
Είναι η τάση τού να συμπεριλαμβάνει κανείς πληροφορίες άσχετες με την ιστορία που γράφει. Κι όταν λέμε άσχετες, εννοούμε πραγματικά άσχετες, όχι που να φαίνονται άσχετες αλλά μετά να δένουν κάπως με την υπόλοιπη πλοκή. Για παράδειγμα, αν γράψεις στην αρχή μιας ιστορίας ότι ένας χαρακτήρας έχει χόμπι να πιλοτάρει ελικόπτερο και, στο τέλος της ιστορίας, αυτός ο χαρακτήρας χρειαστεί να οδηγήσει ένα ελικόπτερο για να σωθεί, τότε αυτή η αναφορά στο χόμπι του στην αρχή δεν ήταν άχρηστη πληροφορία, δεν ήταν άσχετη με την ιστορία. (Βλ., επίσης, το θέμα με το όπλο του Τσέχοφ.)
Η άσχετη/άχρηστη πληροφορία είναι κάτι που δεν επηρεάζει καθόλου την πλοκή της ιστορίας, ή, αν την επηρεάζει, την επηρεάζει με πολύ ασήμαντο τρόπο. Όπως αν στην ηρωίδα αρέσει να συλλέγει αγαλματίδια από αρχαίους πολιτισμούς και, μέσα στη ροή της ιστορίας, συναντήσει μια ξενοδόχο που επίσης της αρέσει να συλλέγει αγαλματίδια από αρχαίους πολιτισμούς, χωρίς αυτό να έχει κανένα σπουδαίο αντίκτυπο στην πλοκή.
Εκείνο που γενικά λέγεται, ως συμβουλή, στους συγγραφείς είναι να μην περιλαμβάνουν τέτοιες άχρηστες πληροφορίες στις ιστορίες τους, τα πάντα να δένουν, να είναι συστατικά στοιχεία της πλοκής, όπως όταν φτιάχνεις ένα φαγητό που ό,τι βάζεις μέσα πρέπει να υπάρχει κάποια χρησιμότητα, αλλιώς μάλλον το χαλάει. Δε θα πω ότι αυτή η νοοτροπία είναι λανθασμένη, γιατί δεν είναι. Είναι, όμως, απλώς μία νοοτροπία. Μπορεί να θεωρείται «εμπορική», αλλά αυτό δεν είναι παρά συμπτωματικό – ή ίσως εσκεμμένο, κατευθυνόμενο. Μπορεί να θεωρείται πιο «λογική», αλλά αυτό εξαρτάται από το πώς κρίνεις τι είναι «λογικό» και τι όχι.
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως υπάρχουν μυθιστόρημα γεμάτα άχρηστες πληροφορίες και άχρηστα περιστατικά. Υπάρχει εκείνο το είδος του μυθιστορήματος που δεν είναι απαραιτήτως φαντασίας (αν και συχνά είναι) και το οποίο θα ονομάσω «περιπλανητικό μυθιστόρημα». Πρόκειται για το βιβλίο που περιγράφει ένα μεγάλο ταξίδι. Οι χαρακτήρες πηγαίνουν από το ένα μέρος στο άλλο, και συναντούν το ένα πράγμα και το άλλο, και ακούνε διάφορα για τον κόσμο γύρω τους. Όλα αυτά, συνήθως, δεν δένουν μεταξύ τους, δεν συγκροτούν μια ενιαία πλοκή. Μοιάζουν με σκόρπια περιστατικά που θα μπορούσες και να τα διαβάσεις ξεχωριστά. Οι κεντρικοί χαρακτήρες της ιστορίας, όμως, πολύ πιθανόν να έχουν κάποιο πολύ συγκεκριμένο σκοπό για το ταξίδι τους, και αυτός ο σκοπός θα μπορούσε να θεωρηθεί «η πλοκή». Σύμφωνα με κάποιους, οτιδήποτε άλλο θα έπρεπε να το πετάξουμε έξω και τα πάντα να στριφογυρίζουν γύρω από αυτή την «πλοκή». Όμως, όπως ήδη είπα, αυτό δεν αληθεύει πάντα στα μυθιστορήματα, και ειδικώς στα λίγο πιο παλιά. (Σκεφτείτε, πχ, το μεσαιωνικό μυθιστόρημα ή το καθαρά ταξιδιωτικό.)
Δεν είναι ανάγκη, βέβαια, η ιστορία μας να έχει να κάνει με περιπλάνηση για να έχουμε «άσχετες» πληροφορίες. Μπορεί να έχουμε άσχετες πληροφορίες ακόμα κι αν ο βασικός χαρακτήρας δεν φεύγει ποτέ από την πόλη του. Εκεί, άλλωστε, μπορεί να ακούσει χίλια-δύο πράγματα, να συναντήσει δεκάδες ανθρώπους, να του συμβαίνουν πολλά τυχαία περιστατικά.
Το ερώτημα είναι: υπάρχει καμιά σκοπιμότητα στο να γράφονται αναλυτικά όλα αυτά; Δε θα μπορούσαν, τουλάχιστον, να περάσουν ως γρήγορες αναφορές – μέσα σε μια, δυο παραγράφους, ας πούμε – ώστε να συνεχίσουμε με την «κεντρική ιστορία»; Τι προσφέρουν;
Υπάρχουν ιστορίες με πολλούς χαρακτήρες, και υπάρχουν και ιστορίες με λίγους. Υπάρχουν ιστορίες με μόνο έναν χαρακτήρα, και υπάρχουν και ιστορίες με ολόκληρη στρατιά από χαρακτήρες.
Όταν λέμε χαρακτήρες, εννοούμε, ασφαλώς, πρόσωπα που παίζουν κάποιο ρόλο μέσα στην αφήγηση, από μικρό μέχρι μεγάλο. Πρόσωπα στα οποία δίνεται κάποια σημασία. Αλλιώς δεν θα είχαμε ιστορίες με έναν μόνο χαρακτήρα εκτός από αυτές όπου είναι ένας άνθρωπος μόνος του και περιπλανιέται σε μια ερημιά ή σ’ένα δάσος, ή είναι ναυαγός σε κάποιο νησί και απομονωμένος. Υπάρχουν και τέτοιες ιστορίες, βέβαια, και ορισμένες είναι πολύ καλές· όμως, όταν λέμε ότι μια ιστορία έχει έναν χαρακτήρα, δεν εννοούμε απαραιτήτως αυτό. Εννοούμε ότι στους άλλους δεν δίνεται σχεδόν καμία σημασία. Πολλές φορές δεν αναφέρονται καν τα ονόματά τους, όπως στην Οδύσσεια όπου, σε μεγάλο μέρος της, είναι μόνο ο Οδυσσέας και το πλήρωμα. Επομένως, ουσιαστικά υπάρχει ένας χαρακτήρας: ο Οδυσσέας. Το πλήρωμα είναι αμελητέο ως χαρακτήρες. Δεν έχουν ξεχωριστή προσωπικότητα ο καθένας. Είναι απλά ένα στοιχείο της αφήγησης, σχεδόν σαν φυσικό στοιχείο: μέρος του περιβάλλοντος.
Όταν οι χαρακτήρες παύουν να είναι μέρος του περιβάλλον είναι που αρχίζουμε να τους υπολογίζουμε ως χαρακτήρες, είτε είναι σημαντικοί είτε όχι. Και το ότι κάποιος έχει όνομα μέσα στην ιστορία δεν σημαίνει πως μπορεί να υπολογιστεί και ως κάτι περισσότερο από μέρος του περιβάλλοντος. Αν μια γραμματέας ονομάζεται Ευθαλία Λάμπρου και το μόνο που μαθαίνουμε γι’αυτήν μέσα στην αφήγηση είναι το όνομά της, τότε δεν υπολογίζεται ως χαρακτήρας.
Ακόμα κι αν νομίζεις ότι γράφεις μόνος, δεν γράφεις μόνος. Κανένας δεν γράφει απόλυτα μόνος. Όλοι οι συγγραφείς έχουν βοηθούς, είτε το αντιλαμβάνονται είτε όχι. Ίσως, μάλιστα, οι πιο καλοί να είναι αυτοί που δεν αντιλαμβάνεσαι, που δρουν υποσυνείδητα. Κάποιους άλλους μπορεί να πρέπει να τους επικαλεστείς για να έχεις τα θετικά αποτελέσματά τους.
Οι βοηθοί αυτοί δεν είναι πάντα άλλοι άνθρωποι: είναι διάφορα πράγματα, καταστάσεις, τρόποι σκέψης.
Παρακάτω αναφέρω μερικούς από αυτούς. Αναφέρω όσους μπορώ να σκεφτώ. Δεν χρησιμοποιώ εγώ ο ίδιος όλους αυτούς τους βοηθούς (ή, τουλάχιστον, δεν νομίζω), αλλά έχω ακούσει συγγραφείς να χρησιμοποιούν τον έναν ή τον άλλο, και μπορώ πολύ εύκολα να φανταστώ πώς όλοι τους θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν.
Ίσως ήδη κι εσύ, ως συγγραφέας, να χρησιμοποιείς κάποιους από αυτούς, γνωρίζοντάς το ή όχι. Διαβάζοντας όσα γράφω παρακάτω, πιθανώς να ανακαλύψεις καινούργιες πτυχές των βοηθών σου. Ή καινούργιους βοηθούς που θα μπορούσες να εκμεταλλευτείς.
(ένα διήγημα φαντασίας εμπνευσμένο από την πανδημία του κορονοϊού)
Στην πόλη της Αρσιλάθκης όλοι φοράνε μάσκες για να προφυλαχτούν από την Ασθένεια, και ποτέ δεν τις βγάζουν. Ποτέ. Πιστεύουν πως είναι οι Φρουροί που προστατεύουν την Οικουμένη από το να καταστραφεί από τη μόλυνση. Αλλά τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται...
Κατεβάστε το σε:
—PDF σελίδας Α5 (καλό για εκτύπωση και διάβασμα σε κανονική οθόνη· αυτό είναι το κανονικό layout του διηγήματος· μπορεί να διαβαστεί και σε μικρές οθόνες, ειδικά αν είναι γυρισμένες οριζόντια)
—PDF για μικρές οθόνες (φτιαγμένο κυρίως για οθόνες κινητών, όταν τις κοιτάζεις κάθετα· ουσιαστικά, έχει σελίδα με πολύ μικρό πλάτος και πολύ μεγάλα γράμματα)
Σε παλιότερες ιστορίες η μαγεία ήταν πάντοτε μυστηριώδης. Δεν ήταν ούτε κάτι το εξηγήσιμο ούτε κάτι το συγκεκριμένο. Ήταν συνεχώς κάτι το θαυμαστό. Πολύ σπάνια ήταν κάτι το επαναλαμβανόμενο.
Αυτό το βλέπουμε ξεκάθαρα στα διηγήματα του Λόρδου Dunsany, που θυμίζουν μύθους, αλλά και στα διηγήματα του R. E. Howard (δημιουργού του Conan), που δεν θυμίζουν και τόσο πολύ μύθους. Στις ιστορίες με τον Conan ή τον Kull η μαγεία είναι πάντα κάτι το μυστηριώδες, το ίδιο και οι μάγοι, είτε είναι εχθροί του ήρωα είτε φιλικοί προς αυτόν. Δεν ξέρουμε ποτέ τι ακριβώς συμβαίνει με τη μαγεία, και ούτε δίνονται τίποτα εξηγήσεις. Το ίδιο ισχύει και στις ιστορίες του Clark Ashton Smith ή του Lovecraft, καθώς και στη μυθολογία και στα παραμύθια. Κι αν θέλετε κι ένα πιο πρόσφατο, και πολύ δημοφιλές, παράδειγμα θα έλεγα το A Song of Ice and Fire του GRR Martin. Αν και εκεί η μαγεία δεν είναι ακριβώς αυτό που είναι στον Clark Ashton Smith ή στον Dunsany, μοιάζει αρκετά με αυτό που είναι στον R. E. Howard, υπό την έννοια ότι ποτέ δεν δίνονται εξηγήσεις και σχεδόν ποτέ δεν είναι επαναλαμβανόμενη.
Δεν αναφέρω τα παραπάνω για να πω ότι ο εν λόγω τρόπος παρουσίασης της μαγείας είναι καλύτερος από οποιονδήποτε άλλο, αλλά για να φτάσω σε κάποιο συμπέρασμα.
Το αντίθετο αυτής της χρήσης της μαγείας μέσα σε μια ιστορία είναι το να είναι η μαγεία εξηγήσιμη και επαναλαμβανόμενη. Πράγμα που έχει γίνει σε πάρα πολλά βιβλία φαντασίας, ξεκινώντας από τα βιβλία του Dungeons & Dragons και προχωρώντας στα βιβλία του Robert Jordan και άλλων ακόμα πιο σύγχρονων. Βέβαια, η μαγεία δεν είναι ποτέ πραγματικά «εξηγήσιμη» ακριβώς. Είναι μαγεία. Δεν είναι τίποτα το λογικό που εξηγείται με τα μαθηματικά ή τη φυσική επιστήμη. Εννοείται αυτό. Σε τέτοιες ιστορίες, όμως, η μαγεία έχει τη δική της επιστήμη. Πράγμα που δεν διαφέρει πολύ από διάφορες μαγικές παραδώσεις, αν το καλοσκεφτείς, όπου υποτίθεται πως αν κάνεις κάποια συγκεκριμένα πράγματα με συγκεκριμένους τρόπους θα έχεις και συγκεκριμένα αποτελέσματα (βλέπε ένα προηγούμενο άρθρο μου σχετικά με τη λέξη ξόρκι).